Του Κώστα Ράπτη
Αν υπήρχε η παραμικρή αμφιβολία ότι ο Ταγίπ Ερντογάν οδεύει προς τον δεύτερο γύρο των τουρκικών προεδρικών εκλογών την ερχόμενη Κυριακή με τον αέρα του βέβαιου νικητή, η “υιοθέτηση” της υποψηφιότητάς του από τον “τρίτο άνθρωπο” της αναμέτρησης, Σινάν Ογάν την διαλύει. Πρόκειται για εξέλιξη απολύτως λογική, όχι μόνο γιατί ο ίδιος ο Ογάν ενδιαφέρεται να μη βρεθεί στο στρατόπεδο των ηττημένων, αλλά και γιατί οι φιλοδοξίες του για το μέλλον αφορούν την ανάληψη της ηγεσίας του συμπολιτευόμενου Κόμματος Εθνικιστικής Δράσης, από το οποίο αποχώρησε το 2017. Σε κάθε περίπτωση, όπως δείχνουν και τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, η εθνικιστική ψήφος αποτελεί την ανερχόμενη δύναμη της τουρκικής πολιτικής και μάλιστα (λόγω της “ευκινησίας” της) την πιο καθοριστική.
Όμως ένας άλλος καθοριστικός παίκτης κάθε άλλο παρά έδωσε το χρίσμα του στον Ταγίπ Ερντογάν. Υπενθυμίζοντας στον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας ότι τα δύσκολα έρχονται μετά την προεξοφλούμενη εκλογική του επικράτηση.
Ο λόγος για τις αγορές, όπου στον απόηχο του πρώτου γύρου των εκλογών η τουρκική λίρα σημείωσε νέα υποχώρηση, παρά την σταθεροποίησή της τις προηγούμενες εβδομάδες, καθώς η διαφαινόμενη επικράτηση του Ερντογάν, απομακρύνει και το ενδεχόμενο εγκατάλειψης της προσφιλούς στο “Παλάτι” ανορθόδοξης νομισματικής πολιτικής των χαμηλών (παρά τον υψηλό πληθωρισμό) επιτοκίων.
Ήδη το μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο γύρων σημαδεύτηκε από την απόφαση της κεντρικής τράπεζας (η οποία ανακλήθηκε τελικά την περασμένη Παρασκευή) να θέσει πρόσθετους περιορισμούς, υπό μορφήν υψηλότερων απαιτήσεων διακράτησης κρατικών ομολόγων, στην ικανότητα των τραπεζών να δανείζουν το κοινό, συμπεριλαμβανομένων των αναλήψεων μετρητών από πιστωτικές κάρτες, που έχουν καταστεί διαδεδομένος τρόπος για αρκετούς Τούρκους να βγάζουν τον μήνα.
Στο υπόβαθρο των κινήσεων αυτών βρίσκεται ο φόβος ότι το κοινό θα πολλαπλασιάσει τις αναλήψεις, προκειμένου να οχυρωθεί απέναντι σε περαιτέρω υποτίμηση της λίρας, αγοράζοντας χρυσό ή σκληρό συνάλλαγμα. Ήδη από πέρσι έχουν υιοθετηθεί μέτρα κάλυψης της διολίσθησης για τους καταθέτες που κρατούν λογαριασμούς σε λίρα, με αποτέλεσμα οι σχετικές καταθέσεις να ανέλθουν σε έναν χρόνο από το ισοδύναμο των 55 δισ. δολαρίων στα 120 δισ., με αντίτιμο όμως αποζημιώσεις ύψους 9,2 δισ. δολαρίων.
Πηγή των ανησυχιών αποτελεί η κατάσταση των συναλλαγματικών διαθεσίμων της κεντρικής τράπεζας: τα μεν ακαθάριστα ανέρχονται, σύμφωνα με στοιχεία της 12ης του μηνός που παραθέτει το Al Monitor, στα 105,1 δισ. δολάρια, όμως τα καθαρά μόλις στα 2,3 δισ., ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2002, οπότε το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης ήρθε στα πράγματα. Αυτό χωρίς να συνυπολογίζονται τα swaps με χώρες όπως το Κατάρ, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Κίνα και η Νότιος Κορέα ή οι καταθέσεις από τη Σαουδική Αραβία, το Αζερμπαϊτζάν και τη Λιβύη, που ανέρχονται στα 36 δισ. δολάρια.
“Κακόβουλοι ψηφοθήρες”
Με άλλα λόγια, η “αγέρωχη” στάση απέναντι στην Δύση και τις ελεγχόμενες από αυτήν αγορές, υποκρύπτει την ολοένα και μεγαλύτερη εξάρτησή της από την “καλοσύνη των ξένων”, είτε αυτών των οποίων η Άγκυρα προβάλλει ως γεωπολιτικός προστάτης (Λιβύη, Αζερμπαϊτζάν), είτε αυτών οι οποίοι εξαγοράζουν τη συνεργασία της Τουρκίας στα μεσανατολικά πράγματα (αραβικές μοναρχίες), είτε και αυτών που προβλέπουν σε εναλλακτικές ευρασιατικές συσπειρώσεις, όπως η Κίνα. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και την Ρωσία του Πούτιν, η οποία διευκόλυνε προεκλογικά τον Ερντογάν με τη συμφωνία αναβολής των πληρωμών, συνολικού ύψους 4 δισ. δολαρίων, για την προμήθεια φυσικού αερίου το 2024.
Ο Τούρκος υπουργός Οικονομικών Νουρεντίν Νεμπατί την Δευτέρα εξαπέλυσε μύδρους απέναντι στους “κακόβουλους ψηφοθήρες” της αντιπολίτευσης, που “κηρύσσουν την καταστροφή” για την “προώθηση των προσωπικών τους συμφερόντων”.
Ο ίδιος, απευθυνόμενος στο εγχώριο και όχι μόνο ακροατήριο, περιέγραψε μία Τουρκία που κατάφερε να σημειώσει ρυθμό ανάπτυξης 11,4% το 2021 και 5,6% το 2022, που αύξησε κατά 1,5 εκατομμύρια στα 31,5 εκατομμύρια (με στοιχεία του Μαρτίου) τον αριθμό των απασχολουμένων το τελευταίο έτος, που είδε τον πληθωρισμό να υποχωρεί από το 85,51% τον Οκτώβριο στο 43,68% τον Απρίλιο και τη βιομηχανική παραγωγή να αυξάνεται κατά 0,4% το πρώτο τρίμηνο του έτους, παρά τη θεομηνία του Φεβρουαρίου.
Με άλλα λόγια, τα στοιχεία δύναμης και αδυναμίας της τουρκικής οικονομίας διαπλέκονται σε ένα πολύ σύνθετο μείγμα, ενώ η ανορθόδοξη πολιτική του Ερντογάν βρίσκει απήχηση σε όσους αντιμετωπίζουν με τρόμο την άνοδο του κόστους δανεισμού. Αλλά η γεωπολιτική διάσταση του ποιος “ψηφίζει” ή δεν “ψηφίζει” Ερντογάν στο επίπεδο των διεθνών συναλλαγών αρχίζει και γίνεται πιο φανερή.