Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν μπορεί να ησυχάσει για ούτε ένα λεπτό. Ύστερα από πολλά χρόνια αντισυμβατικών νομισματικών μέτρων που έχουν προσελκύσει πολλή πολιτική κριτική και επιθέσεις και την ανάγκασαν να παρέμβει στη λειτουργία και την αποτίμηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές, ήλπιζε πως η άνοδος στην οικονομική δραστηριότητα στην ευρωζώνη θα της επέτρεπε να κηρύξει επιτυχία και να κανονικοποιήσει σταδιακά την πολιτική της.
Η οικονομική άνοδος πραγματοποιείται, όμως συνοδεύεται από χαμηλότερες και όχι σταθεροποιητικές αποδόσεις στα μηδενικού ρίσκου κρατικά ομόλογα.
Το ξεκίνημα της εβδομάδας έφερε μια σειρά δεδομένων που μιλούν για την υγεία της οικονομίας της ευρωζώνης, με αρκετές αναγνώσεις να ξεπερνούν τις μέσες προσδοκίες. Την Τρίτη, ο δείκτης υπεύθυνων προμηθειών στην παραγωγή και τις υπηρεσίες υπέδειξε μια υψηλότερη ανάπτυξη και πληθωρισμό. Αυτόν ακολούθησε την Τετάρτη μια σχετικά ισχυρή ένδειξη της Ifo για το επιχειρηματικό κλίμα στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη και με επιρροή οικονομία της οικονομικής ζώνης.
Ομολογουμένως, αυτά τα καλύτερα κυκλικά στοιχεία δεν είναι, προς το παρόν τουλάχιστον, αρκετά ισχυρά ή επαρκούς διάρκειας για να απαλείψουν τις ανησυχίες για τους δομικούς αντίθετους ανέμους σε μια υψηλότερη και πιο περιεκτική ανάπτυξη. Όμως σύμφωνα με τις περισσότερες οικονομικές θεωρίες και τα μοντέλα αγοράς, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε μια αύξηση των επιτοκίων. Παρ’ όλα αυτά, το αντίθετο τείνει να συμβαίνει.
Καταγράφοντας νέα χαμηλά, η απόδοση των διετών γερμανικών κρατικών ομολόγων άγγιξε το εντυπωσιακό -0,92% την Τετάρτη. Και αυτό ήταν μέρος μίας ακόμη καθοδικής τάσης στα μηδενικού ρίσκου επιτόκια στην ευρωζώνη που όχι μόνο θα περιπλέξει τη διεξαγωγή νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, αλλά θα αυξήσει και την ευπάθειά της στη λαϊκή δυσαρέσκεια και τις πολιτικές επιθέσεις στη λειτουργική της ανεξαρτησία και την αξιοπιστία της.
Προσθέστε στη δυσφορία της ΕΚΤ τη διαφοροποίηση των spread ανάμεσα στις αποδόσεις στη Γαλλία, τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία, και αυτών της Γερμανίας, η οποία θυμίζει περισσότερο τις σκοτεινότερες ημέρες της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους παρά την ανοδική οικονομική ανάπτυξη. Αυτή η ανεπιθύμητη διάσταση κάνει ακόμη πιο δύσκολο τον σχεδιασμό και την εκπλήρωση μιας κοινής νομισματικής πολιτικής για όλους.
Οι προκλήσεις δεν περιορίζονται στην ΕΚΤ και την ευρωζώνη.
Παρά τις πιο ενθαρρυντικές οικονομικές ενδείξεις, οι χαμηλότερες αποδόσεις μεταφράζονται σε ένα πιο αδύναμο ευρώ, αυξάνοντας στις ανοδικές πιέσεις που ανεβάζουν το δολάριο υψηλότερα. Όσο περισσότερο συνεχιστεί αυτό, τόσο μεγαλύτερες οι επιπλοκές για την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, η οποία αντιμετωπίζει ένα οικονομικό περιβάλλον που δείχνει πως οι αγορές είναι ικανοποιημένες με το να υποτιμούν το χρονοδιάγραμμα πιθανών αυξήσεων επιτοκίων. Η υπερτίμηση του δολαρίου λειτουργεί επίσης ως αρνητικός άνεμος για την οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ και τα εταιρικά έσοδα, κάτι που απειλεί να πυροδοτήσει νέες ρητορικές προστατευτικής πολιτικής.
Το υψηλότερο πολιτικό ρίσκο στην Ευρώπη είναι ο πιθανότερος λόγος για το πρόσφατο χάσμα ανάμεσα στα οικονομικά στοιχεία και τις αποτιμήσεις στην αγορά. Οι συμμετέχοντες στην αγορά δεν έχουν άλλη επιλογή από το να δώσουν μεγαλύτερη σημασία στο φαινόμενο της «οργισμένης πολιτικής» και το πώς μπορεί να επηρεάσει κάποιες από τις παραμέτρους που διέπουν τη λειτουργία της οικονομίας.
Αυτό το φαινόμενο δεν μπορεί να αγνοηθεί. Και η λύση απαιτεί από τους ευρωπαίους πολιτικούς παράγοντες να αναλάβουν τις διακυβερνητικές τους ευθύνες και να αντιμετωπίσουν περισσότερο αποτελεσματικά το θεμελιώδες αίτιο της αναταραχής: τα πάρα πολλά χρόνια μιας ανάπτυξης που υπήρξε υπερβολικά χαμηλή και ανεπαρκώς περιεκτική.