Στις 14 Μαΐου πραγματοποιούνται στην Τουρκία τόσο οι προεδρικές όσο και οι βουλευτικές εκλογές, σε μια έντονα πολωμένη στιγμή για τη χώρα των 85 εκατ. κατοίκων.
Μόλις τρεις μήνες μετά τους καταστροφικούς σεισμούς εξαιτίας των οποίων σκοτώθηκαν περισσότεροι από 50.000 άνθρωποι, η χώρα που διαθέτει τον μεγαλύτερο στρατό του ΝΑΤΟ, στεγάζει 50 αμερικανές πυρηνικές κεφαλές, φιλοξενεί 4 εκατ. πρόσφυγες και έχει αναλάβει βασικό ρόλο στη διαμεσολάβηση μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, βρίσκεται αντιμέτωπη με οικονομική κρίση, σημειώνει το CNBC.
Ο Τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν δίνει μάχη για την πολιτική του ζωή έπειτα από δύο δεκαετίες στο τιμόνι της εξουσίας, έχοντας διατελέσει πρωθυπουργός της χώρας από το 2003 έως το 2014 και πρόεδρος από το 2014 μέχρι και σήμερα. Έγινε γνωστός ως δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης τη δεκαετία του 1990 και αποθεώθηκε τη δεκαετία του 2000 για τη μετατροπή της τουρκικής οικονομίας σε μια αναδυόμενη δύναμη της αγοράς.
Αλλά τα τελευταία χρόνια ήταν πιο δυσάρεστα για τον συντηρητικό ηγέτη, οι οικονομικές πολιτικές του οποίου προκάλεσαν κρίση κόστους ζωής. Οι εντάσεις μεταξύ της Τουρκίας και της Δύσης αναζωπυρώνονται συχνά, ενώ διεθνείς και εγχώριες φωνές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι η δημοκρατία της Τουρκίας μοιάζει μέρα με τη μέρα λιγότερο δημοκρατική.
“Υπό την ηγεσία του Ερντογάν, η Τουρκία έχει παράσχει αναμφισβήτητα το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς ένα κράτος με λειτουργικούς θεσμούς και σχετικά λειτουργικό κράτος δικαίου μπορεί να υποταχθεί στη βούληση αρχικά ενός κυβερνώντος κόμματος και τελικά ενός μεμονωμένου ατόμου”, δήλωσε στο CNBC ο Hussein Ibish, ερευνητής στο Arab Gulf States Institute στην Ουάσιγκτον.
“Μια στιγμή ανησυχίας”
Οι συχνές συλλήψεις δημοσιογράφων, το καταναγκαστικό κλείσιμο πολλών ανεξάρτητων μέσων ενημέρωσης και η σκληρή καταστολή διαδηλώσεων – καθώς και το συνταγματικό referendum του 2017 που διεύρυνε σημαντικά τις προεδρικές εξουσίες του Ερντογάν – σηματοδοτούν τη διολίσθηση προς την απολυταρχία.
Τώρα, δεδομένης της πρόσφατης πτώσης της υποστήριξης προς τον Ερντογάν, ορισμένοι φοβούνται ότι μπορεί να παίξει βρώμικα για να εξασφαλίσει την παραμονή του στην εξουσία. Ο κορυφαίος ανταγωνιστής του είναι ο ηγέτης της αντιπολίτευσης Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ηγέτης του κεντροαριστερού Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (CHP), ο οποίος κατεβαίνει ως υποψήφιος του συνασπισμού που εκπροσωπεί έξι διαφορετικά κόμματα.
“Θα είναι σίγουρα η πιο δύσκολη εκλογική αναμέτρηση που έχει αντιμετωπίσει ο Ερντογάν από τότε που ανέλαβε την εξουσία το 2002”, δήλωσε ο Ryan Bohl, αναλυτής της Rane για τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική.
Υπάρχει οργή κατά της κυβέρνησης για την αργή ανταπόκρισή της στους καταστροφικούς σεισμούς του Φεβρουαρίου, ειδικά όσον αφορά τη διαφθορά που είχε ως αποτέλεσμα οι κατασκευαστικές εταιρείες να παρακάμψουν τους κανονισμούς περί ασφάλειας των κτιρίων. Ωστόσο, αναλυτές αναφέρουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία στις πληγείσες περιοχές είναι μακροχρόνιοι υποστηρικτές του Ερντογάν και έχουν εμπιστοσύνη στις υποσχέσεις του Τούρκου προέδρου για ανοικοδόμηση των πόλεων αυτών μέσα σε ένα χρόνο.
Το διακύβευμα είναι υψηλό για ολόκληρη τη χώρα και, ευρύτερα, για την παγκόσμια γεωπολιτική σκηνή. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πολύ μικρές διαφορές, με τις περισσότερες να δείχνουν σήμερα τον Κιλιτσντάρογλου να προηγείται, αλλά όχι με μεγάλη διαφορά. Πολλοί αναρωτιούνται: αν ο Ερντογάν χάσει, θα φύγει πραγματικά;
“Ανησυχώ πολύ ότι ο Ερντογάν μπορεί να χρησιμοποιήσει ύπουλες τακτικές, ακόμη και βία”, δήλωσε ο Ibish, προσθέτοντας ότι: “Φυσικά, αυτό μπορεί να προκαλέσει ακραίες αντιδράσεις από την άλλη πλευρά. Επομένως, είναι μια στιγμή έντονης ανησυχίας”.
Υπενθυμίζεται ότι οι προεδρικές εκλογές έχουν δύο γύρους. Αν κανένας υποψήφιος δεν κερδίσει πάνω από το 50% των ψήφων στον πρώτο γύρο – κάτι που αναμένεται ευρέως να συμβεί – οι εκλογές τότε οδηγούνται σε δεύτερο γύρο που θα διεξαχθεί δύο εβδομάδες αργότερα.
Η παραπαίουσα τουρκική οικονομία
Η οικονομία της Τουρκίας βρίσκεται σε καθοδική πορεία τα τελευταία πέντε χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων το νόμισμά της, η λίρα, έχασε το 77% της αξίας έναντι του δολαρίου, ενώ ο πληθωρισμός διογκώθηκε και η ανεργία επιδεινώθηκε σε μεγάλο βαθμό. Το επίσημο ποσοστό πληθωρισμού της Τουρκίας είναι πάνω από 50%, αν και οι οικονομολόγοι υποστηρίζουν ότι στην πραγματικότητα το ποσοστό είναι υψηλότερο από 100%.
Η οικονομία βρίσκεται στο επίκεντρο των Τούρκων πολιτών και αν ο Ερντογάν χάσει την εξουσία, αυτό θα συμβεί σχεδόν αποκλειστικά για οικονομικούς λόγους, δήλωσε ο Bohl της Rane.
Ο Ερντογάν έχει σε μεγάλο βαθμό αρνηθεί να αυξήσει τα επιτόκια παρά την αύξηση του πληθωρισμού, επιμένοντας ενάντια σε κάθε οικονομική άποψη ότι η αύξηση των επιτοκίων επιδεινώνει τον πληθωρισμό και όχι το αντίθετο. Αυτό, μαζί με τις δαπανηρές παρεμβάσεις της κεντρικής τράπεζας για τη στήριξη της λίρας, οι οποίες οδήγησαν σε συρρίκνωση των συναλλαγματικών αποθεμάτων, έκανε τους ξένους επενδυτές να εγκαταλείψουν την Τουρκία.
“Η λίρα αναμένεται καταρρεύσει αν κερδίσει ο Ερντογάν, επειδή δεν θα υπάρχει εμπιστοσύνη”, εκτίμησε τον Φεβρουάριο ο Mike Harris, ιδρυτής της Cribstone Strategic Macro.
Αν οι εκλογές εξελιχθούν ομαλά, “νομίζω ότι θα δούμε μια άνοδο των επενδύσεων στην Τουρκία”, δήλωσε ο George Dyson, αναλυτής της Control Risks, προσθέτοντας: “Αυτό θα ισχύσει ιδιαίτερα αν κερδίσει η αντιπολίτευση, καθώς κάτι τέτοιο θα αναδείξει τις δημοκρατικές αρχές της Τουρκίας και θα μετριάσει τις ανησυχίες όσον αφορά το κράτος δικαίου”.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες προκλήσεις: μια πιθανή διάσπαση της συμμαχίας της αντιπολίτευσης, σε περίπτωση νίκης, θα μπορούσε να “δημιουργήσει αρνητική δυναμική γύρω από την οικονομία”, προειδοποίησε ο Dyson. Ακόμη χειρότερα, αν το εκλογικό αποτέλεσμα αμφισβητηθεί από τον ηττημένο, με ισχυρισμούς περί εκλογικής νοθείας, η εμπιστοσύνη στην οικονομία θα επιδεινωθεί δραματικά, εκτίμησε ο ίδιος.
Ο Κιλιτσντάρογλου και ο συνασπισμός της αντιπολίτευσης προτείνουν μια πολύ διαφορετική οικονομική πορεία σε περίπτωση νίκης.
“Είναι σημαντικό για τους επενδυτές το ότι η αντιπολίτευση θέλει να επιστρέψει σε ένα ορθόδοξο νομισματικό σύστημα έναντι της ανορθόδοξης πολιτικής της τωρινής κυβέρνησης”, ανέφεραν οι αναλυτές της Goldman Sachs .
ΝΑΤΟ – Ουκρανία
Παρά το γεγονός ότι η Τουρκία είναι μέλος του ΝΑΤΟ, ο Ερντογάν συνηθίζει να τσακώνεται με τους δυτικούς ομολόγους του, να τους επικρίνει στο εσωτερικό και να ενισχύει τους δεσμούς με τη Ρωσία. Η συχνή αντι-δυτική ρητορική του και η άρνηση του αιτήματος της Σουηδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ έχουν ενισχύσει τις εντάσεις με την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, κάτι που ο Κιλιτσντάρογλου δεσμεύεται να αντιστρέψει.
“Η Τουρκία είναι μέλος της δυτικής συμμαχίας και του ΝΑΤΟ και ο Πούτιν το γνωρίζει καλά αυτό”, δήλωσε ο Κιλιτσντάρογλου στη Wall Street Journal σε συνέντευξή του αυτή την εβδομάδα. “Η Τουρκία πρέπει να συμμορφώνεται με τις αποφάσεις που λαμβάνει το ΝΑΤΟ”.
Ο Κιλιτσντάρογλου “θέλει επίσης να δώσει προτεραιότητα στις στενές οικονομικές σχέσεις με την Ευρώπη”, ανέφεραν οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Παρ’όλα αυτά, ο ρόλος της Τουρκίας στις διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία των σιτηρών, η οποία με τη μεσολάβηση του ΟΗΕ έχει βοηθήσει να διασφαλιστεί ότι οι ζωτικής σημασίας ουκρανικές εξαγωγές θα φτάνουν στις χώρες που τις έχουν ανάγκη, είναι πιθανό να συνεχιστεί ανεξάρτητα από το ποιος θα αναλάβει την εξουσία. Οι αναλυτές της χώρας πιστεύουν επίσης ότι αν ο Ερντογάν κερδίσει, θα δώσει τελικά το πράσινο φως στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και θα συνεχίσει να προσπαθεί να μεσολαβεί μεταξύ Ουκρανίας και Ρωσίας.
Αλλά η δύναμη του εθνικισμού και η δημοτικότητα του Ερντογάν στην Τουρκία σημαίνουν ότι “ακόμη και αν χάσει, η παρουσία του και η πολιτική του επιρροή δεν θα εξαφανιστούν”, δήλωσε ο Ibish.
Διαβάστε ακόμα: