Του Κώστα Ράπτη
Κατά την υπουργό Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν, οι συνομιλίες που είχε κατά την τετραήμερη επίσκεψή της στο Πεκίνο, υπήρξαν “άμεσες, ουσιαστικές και παραγωγικές”. Ένας πιο δηκτικός παρατηρητής, όμως, θα αρκούνταν να τις περιγράψει ως “διάλογο κωφών”.
Το αποκαλύπτει αυτό ο τρόπος με τον οποίο “πλαισίωσε” η κινεζική πλευρά την επίσκεψη Γέλεν. Προτού αυτή ξεκινήσει καν, η Κίνα προετοίμασε το κλίμα με την απόφασή της να θέσει περιορισμούς στην εξαγωγή γαλλίου και γερμανίου, τομέα στον οποίο ο κινεζικός εξορυκτικός κλάδος έχει μεγάλο πλεονέκτημα σε ό,τι αφορά αυτά τα κρίσιμα για την ανάπτυξη προϊόντων υψηλής τεχνολογίας μέταλλα.
Τη Δευτέρα, δε, μία ημέρα μετά την αναχώρηση της Γέλεν, το υπουργείο Οικονομικών της Κίνας εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία αποκαλύπτει αναδρομικά τις πέντε απαιτήσεις που έθεσε το Πεκίνο κατά τις συνομιλίες: άρση των πρόσθετων δασμών, των κυρώσεων σε κινεζικές εταιρείες, των περιορισμών σε επενδύσεις, των ελέγχων στις εξαγωγές μικροτσίπς και της απαγόρευσης εισαγωγής προϊόντων από την επαρχία του Σιντζιάνγκ (εστία της μειονότητας των Ουιγούρων). Με άλλα λόγια, την αναίρεση όλου του πλέγματος του εμπορικού και τεχνολογικού πολέμου που οικοδομεί τα τελευταία χρόνια η Ουάσιγκτον απέναντι στον κορυφαίο ανταγωνιστή της.
Το τι επιτρέπει στους Κινέζους μια τέτοια αποφασιστική στάση ερμηνεύεται καλύτερα, αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε στα κινεζικά μέσα ενημέρωσης η επίσκεψη της Αμερικανίδας υπουργού Οικονομικών: η Γέλεν ήρθε να “πουλήσει” αμερικανικό χρέος.
Πράγματι, οι Κινέζοι σχολιαστές στάθηκαν ιδιαίτερα στην πρόσφατη συμφωνία του Λευκού Οίκου με τη Ρεπουμπλικανική ηγεσία της ομοσπονδιακής Βουλής των Αντιπροσώπων για την αύξηση του νομίμου ορίου δημοσίου χρέους των ΗΠΑ, γεγονός που συνεπάγεται την έκδοση νέων αμερικανικών ομολόγων ύψους 1,1, τρισ. δολαρίων, τα οποία δεν θα βρουν εύκολα αγοραστή, δεδομένων των οικονομικών προβλημάτων χωρών όπως η Ιαπωνία και η Βρετανία.
Αλλά η πεποίθηση ότι κυριότερη αποστολή της Γέλεν ήταν το να “πουλήσει χρέος” οδηγεί σε αντίστοιχη προβολή όρων από κινεζικής πλευράς με μία ορισμένη αδιαλλαξία. Από την άλλη πλευρά, όμως, γίνεται σαφές ότι η υπουργός Οικονομικών αποτελεί την “περιστερά” της κυβέρνησης Μπάιντεν σε ό,τι αφορά την Κίνα και συνεπώς η παρουσία της στο Πεκίνο δεν θα έπρεπε να μείνει αναξιοποίητη.
Εξ ου και οι οικοδεσπότες εξασφάλισαν στην Αμερικανίδα φιλοξενούμενη σειρά συναντήσεων υψηλού προφίλ: με τον πρωθυπουργό Λι Τσιανγκ, τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Χε Λιφένγκ, τον υπουργό Οικονομικών Λιού Κουν, τον κεντρικό τραπεζίτη Ζου Σιαοτσουάν, τον αρμόδιο κομματικό γραμματέα Παν Γκονγκσενγκ και τον πρώην αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Λιου Χε, με τις διμερείς συζητήσεις να διαρκούν συνολικά πάνω από δέκα ώρες. Και την γαλαντομία αυτή την ανταπέδωσε η Γέλεν χαιρετώντας τον Χε Λιφένγκ με τρεις υποκλίσεις κατά τον παραδοασιακό κινεζικό τρόπο. (Η εικόνα, εννοείται, αναπαρήχθη πολλές φορές στο κινεζικό διαδίκτυο, συνοδευόμενη πάντως κάποτε από σχόλια του τύπου “οι υποκλίσεις δεν αρκούν”).
Η Γέλεν ήγειρε από την πλευρά της άλλες απαιτήσεις. Επέκρινε το Πεκίνο για άδικη μεταχείριση των αμερικανικών εταιρειών (ιδίως σε ό,τι αφορά τα πνευματικά δικαιώματα), ζήτησε τη συνεργασία των οικοδεσποτών της στην αντιμετώπιση της κρίσης των οπιοειδών (καθώς το Fentanyl που εισρέει στις ΗΠΑ είναι σε μεγάλο βαθμό κινεζικής προέλευσης), καθώς και την αύξηση των επενδύσεων της Κίνας σε τρίτες χώρες για την αντιμετώπιση της κλιματικής μεταβολής. Επιπλέον τόνισε πόσο επωφελές θα είναι για όλες τις πλευρές το άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας σε μία κατεύθυνση περισσότερο προσανατολισμένη στην αγορά, παρά στον κρατικό έλεγχο.
Σε κάθε περίπτωση, η εξασφάλιση ενός “υγιούς”, οριοθετημένου ανταγωνισμού (“επί ίσοις όροις” θα επέμενε εμφατικά το Πεκίνο) μεταξύ των δύο οικονομικών υπερδυνάμεων προϋποθέτει την διάνοιξη διαύλων επικοινωνίας, τους οποίους η επίσκεψη Γέλεν (μετά από αυτήν του υπουργού Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν και πριν από αυτήν του ειδικού απεσταλμένου για το Κλίμα Τζον Κέρι) εικονογραφεί χαρακτηριστικά.