Ο επόμενος μήνας θα σηματοδοτήσει τη δέκατη επέτειο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η οποία ξεκίνησε στις 9 Αυγούστου 2007, όταν η Banque National de Paris ανακοίνωσε ότι η αξία αρκετών από τα κεφάλαιά της, που περιείχαν υποτιθέμενα ασφαλέστερα αμερικανικά ενυπόθηκα ομόλογα, είχε εξατμιστεί.
Από εκείνη τη μοιραία ημέρα, ο προηγμένος καπιταλιστικός κόσμος γνώρισε τη μεγαλύτερη περίοδο οικονομικής στασιμότητάς του από τη δεκαετία που ξεκίνησε με τη συντριβή της Wall Street του 1929 και τελείωσε με την εκδήλωση του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου δέκα χρόνια αργότερα.
Πριν από λίγες εβδομάδες, στη συνδιάσκεψη Rencontres Économiques στην Αιξ-αν-Προβάνς, τέθηκε το ερώτημα αν θα μπορούσε να γίνει κάτι για να αποφευχθεί η «χαμένη δεκαετία» της οικονομικής ανεπάρκειας από την κρίση. Σε μια σύνοδο με τίτλο «Έχουμε εξαντλήσει τις οικονομικές πολιτικές;», οι ομιλητές έδειξαν ότι η απάντηση είναι όχι. Παρείχαν πολλά παραδείγματα πολιτικών που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την αύξηση της παραγωγής, την απασχόληση, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και τη διανομή του εισοδήματος.
Αυτό επιτρέπει να ασχοληθούμε με μια πιο ενδιαφέρουσα ερώτηση: Δεδομένης της αφθονίας χρήσιμων ιδεών, γιατί τόσο λίγες από τις πολιτικές που θα μπορούσαν να έχουν βελτιώσει τις οικονομικές συνθήκες και μειώσει τη δημόσια δυσαρέσκεια εφαρμόστηκαν μετά την κρίση;
Το πρώτο εμπόδιο είναι η ιδεολογία του φονταμενταλισμού της αγοράς. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, η πολιτική κυριαρχείται από το δόγμα ότι οι αγορές έχουν πάντα δίκιο και η κυβερνητική οικονομική παρέμβαση είναι σχεδόν πάντα λάθος. Αυτή η διδασκαλία επιβλήθηκε με τη μονεταριστική αντεπανάσταση κατά των κεϋνσιανών οικονομικών που προήλθε από τις πληθωριστικές κρίσεις της δεκαετίας του 1970. Ενέπνευσε την πολιτική επανάσταση των Θάτσερ-Ρέιγκαν, η οποία με τη σειρά της βοήθησε να προωθήσει μια 25ετή οικονομική ανάπτυξη από το 1982 και μετά.
Αλλά ο φονταμενταλισμός της αγοράς ενέπνευσε και επικίνδυνες πνευματικές πλάνες: ότι οι χρηματοπιστωτικές αγορές είναι πάντα ορθολογικές και αποδοτικές. Ότι οι κεντρικές τράπεζες πρέπει απλώς να στοχεύουν στον πληθωρισμό και να μην ασχολούνται με την οικονομική σταθερότητα και ότι ο μόνος θεμιτός ρόλος της δημοσιονομικής πολιτικής είναι η εξισορρόπηση των προϋπολογισμών και όχι η σταθεροποίηση της οικονομικής ανάπτυξης. Ακόμα κι όταν αυτές οι πλάνες ανατίναξαν τα οικονομικά του φονταμενταλισμού της αγοράς 2007, επιβίωσαν οι πολιτικές τα φονταμενταλισμού της αγοράς, εμποδίζοντας μια επαρκή πολιτική αντίδραση στην κρίση.
Αυτό δεν πρέπει να προκαλεί έκπληξη. Ο φονταμενταλισμός της αγοράς δεν ήταν μόνο ένας πνευματική μόδα. Ισχυρά πολιτικά συμφέροντα προκάλεσαν την επανάσταση στην οικονομική σκέψη τη δεκαετία του 1970. Τα υποτιθέμενα επιστημονικά στοιχεία ότι η κυβερνητική οικονομική παρέμβαση είναι σχεδόν πάντοτε αντιπαραγωγική νομιμοποίησαν μια τεράστια μετατόπιση της κατανομής του πλούτου, από τους βιομηχανικούς εργαζόμενους στους ιδιοκτήτες και τους διαχειριστές του χρηματοοικονομικού κεφαλαίου και από της εξουσίας, από το οργανωμένο εργατικό δυναμικό στα συμφέροντα των επιχειρήσεων. Ο πολωνός οικονομολόγος Μίχαλ Καλέτσκι, συν-εφευρέτης της κεϋνσιανής οικονομίας, προέβλεψε αυτή την ιδεολογική αντιστροφή με πολιτικά κίνητρα με απόλυτη ακρίβεια το 1943:
«Η υπόθεση ότι μια κυβέρνηση θα διατηρήσει την πλήρη απασχόληση σε μια καπιταλιστική οικονομία αν ξέρει πώς να το κάνει είναι παραπλανητική. Κάτω από ένα καθεστώς μόνιμης πλήρους απασχόλησης, η «απόλυση» θα παύσει να παίζει τον ρόλο του ως πειθαρχικό μέτρο, οδηγώντας σε προκληθείσες από την κυβέρνηση προεκλογικές εκρήξεις. Οι εργαζόμενοι θα βγουν εκτός ελέγχου και οι επικεφαλής της βιομηχανίας θα είναι ανήσυχοι να τους ‘δώσουν ένα μάθημα’. Είναι πιθανό να σχηματιστεί ένα ισχυρό μπλοκ μεταξύ των μεγάλων επιχειρήσεων και των συμφερόντων του εισοδηματία και πιθανόν να βρουν περισσότερους από έναν οικονομολόγους να δηλώσουν ότι η κατάσταση ήταν εμφανώς επισφαλής.»
Ο οικονομολόγος που δήλωσε ότι οι πολιτικές της κυβέρνησης για τη διατήρηση της πλήρους απασχόλησης ήταν «εμφανώς επισφαλείς» ήταν ο Μίλτον Φρίντμαν. Και η επανάσταση του φονταμενταλισμού της αγοράς που βοήθησε να οδηγήσει ενάντια στην κεϋνσιανή οικονομία διήρκεσε 30 χρόνια. Αλλά, όπως ο κεϋνσιανισμός εξαπατήθηκε από τις πληθωριστικές κρίσεις της δεκαετίας του ’70, ο φονταμενταλισμός της αγοράς υπέκυψε στις δικές του εσωτερικές αντιφάσεις στην αποπληθωριστική κρίση του 2007.
Μια συγκεκριμένη αντίφαση του φονταμενταλισμού της αγοράς υποδηλώνει έναν άλλο λόγο για τη στασιμότητα του εισοδήματος και την πρόσφατη έξαρση του λαϊκιστικού συναισθήματος. Οι οικονομολόγοι πιστεύουν ότι οι πολιτικές που αυξάνουν το εθνικό εισόδημα, όπως το ελεύθερο εμπόριο και η απορρύθμιση, είναι πάντοτε κοινωνικά επωφελείς, ανεξάρτητα από τον τρόπο κατανομής αυτών των υψηλότερων εισοδημάτων. Αυτή η πεποίθηση βασίζεται σε μια αρχή που ονομάζεται «κατά Παρέτο βέλτιστο», η οποία υποθέτει ότι οι άνθρωποι που κερδίζουν υψηλότερα εισοδήματα μπορούν πάντα να αποζημιώσουν τους χαμένους. Επομένως, οποιαδήποτε πολιτική που αυξάνει το συνολικό εισόδημα πρέπει να είναι καλή για την κοινωνία, επειδή μπορεί να κάνει ορισμένους ανθρώπους πλουσιότερους χωρίς να αφήσουν κανέναν σε χειρότερη κατάσταση.
Αλλά τι θα συμβεί αν η αποζημίωση που υποθέτουν θεωρητικά οι οικονομολόγοι δεν συμβαίνει στην πράξη; Τι συμβαίνει εάν η πολιτική του φονταμενταλισμού της αγοράς απαγορεύει συγκεκριμένα την ανακατανομή εισοδήματος ή τις περιφερειακές, βιομηχανικές και εκπαιδευτικές επιδοτήσεις που θα μπορούσαν να αποζημειώσουν εκείνους που υποφέρουν από την απελευθέρωση του εμπορίου και την «ευελιξία» της αγοράς εργασίας; Σε αυτή την περίπτωση, το κατά Παρέτο βέλτιστο δεν είναι καθόλου κοινωνικά βέλτιστο. Αντί αυτού, οι πολιτικές που εντείνουν τον ανταγωνισμό, είτε στο εμπόριο, στις αγορές εργασίας είτε στην εγχώρια παραγωγή, μπορεί να είναι κοινωνικά καταστροφικές και πολιτικά εκρηκτικές.
Αυτό υπογραμμίζει έναν ακόμη λόγο για την αποτυχία της οικονομικής πολιτικής από το 2007. Η κυρίαρχη ιδεολογία της κυβερνητικής μη παρέμβασης φυσικά εντείνει την αντίσταση στην αλλαγή μεταξύ των χαμένων από την παγκοσμιοποίηση και την τεχνολογία και δημιουργεί συντριπτικά προβλήματα στην προώθηση των οικονομικών μεταρρυθμίσεων. Για να επιτύχουν, οι νομισματικές, δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές πρέπει να υλοποιηθούν από κοινού, με λογική και αλληλοενισχυόμενη σειρά. Αλλά αν ο φονταμενταλισμός της αγοράς εμποδίζει την επεκτατική μακροοικονομική πολιτική και εμποδίζει την αναδιανομή των φόρων ή τις δημόσιες δαπάνες, η λαϊκιστική αντίσταση στο εμπόριο, την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας και τη συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση θα εντατικοποιηθεί. Αντίθετα, αν η λαϊκιστική αντιπολίτευση καθιστά αδύνατες τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, αυτό ενθαρρύνει τη συντηρητική αντίσταση στην επεκτατική μακροοικονομία.
Ας υποθέσουμε, αφετέρου, ότι η «προοδευτική» οικονομία της πλήρους απασχόλησης και της αναδιανομής θα μπορούσε να συνδυαστεί με τις «συντηρητικές» οικονομίες του ελεύθερου εμπορίου και της απελευθέρωσης της αγοράς εργασίας. Τόσο οι μακροοικονομικές όσο και οι διαρθρωτικές πολιτικές θα μπορούσαν στη συνέχεια να δικαιολογούνται ευκολότερα πολιτικά – και θα ήταν πολύ πιο πιθανό να επιτύχουν.
Θα μπορούσε αυτό να συμβεί στην Ευρώπη; Ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, Εμανουέλ Μακρόν, βάσισε την προεκλογική του εκστρατεία σε μια σύνθεση των «δεξιών» εργασιακών μεταρρυθμίσεων και «αριστερής» χαλάρωσης των δημοσιονομικών και νομισματικών συνθηκών – και οι ιδέες του κερδίζουν υποστήριξη στη Γερμανία και μεταξύ πολιτικών παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν τα «Macroneconomics» – η προσπάθεια να συνδυάσει συντηρητικές διαρθρωτικές πολιτικές με μια προοδευτική μακροοικονομία – καταφέρει να αντικαταστήσει τον φονταμενταλισμό της αγοράς που απέτυχε το 2007, η χαμένη δεκαετία της οικονομικής στασιμότητας θα μπορούσε σύντομα να τελειώσει – τουλάχιστον για την Ευρώπη.