Εάν η απομάκρυνση από το τραπέζι ήταν η τακτική των ΗΠΑ στις διαπραγματεύσεις για τους παγκόσμιους κανόνες τραπεζικών κεφαλαίων, φαίνεται να έχει δουλέψει.
Το αποτέλεσμα: οι ευρωπαϊκές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν περιορισμούς στα κεφαλαιακά κέρδη που λαμβάνουν από περίτεχνα μοντέλα ρίσκου. Αυτό θα σημαίνει εν τέλει υψηλότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις για κάποιες, αν και είναι απίθανο να χρειαστούν άμεσα να βγουν και να συγκεντρώσουν επιπλέον κεφάλαιο, καθώς τα νέα πρότυπα θα επιβληθούν σταδιακά.
Αυτά περιγράφηκαν την Τρίτη από τον Γουίλιαμ Κόεν, τον γενικό γραμματέα της Επιτροπής της Βασιλείας. Είπε πως η ομάδα των ρυθμιστών που καθορίζει τα ελάχιστα παγκόσμια τραπεζικά στάνταρ πλησιάζει σε μια τελική συμφωνία.
Το αποτέλεσμα φαίνεται πως θα είναι σημαντικά πιο περιοριστικό από ότι ήθελαν οι ευρωπαϊκές τράπεζες και πολιτικοί. Οι τράπεζες που πιθανότατα θα δουν τη μεγαλύτερη αύξηση του ισολογισμού τους είναι αυτές που επικεντρώνονται σε υψηλής ποιότητας στεγαστικά, ή μεγάλα εταιρικά δάνεια. Τράπεζες όπως η Deutsche Bank της Γερμανίας, η Société Générale της Γαλλίας, η Lloyds Banking Group στο Ηνωμένο Βασίλειο ή η Nordea στη Σουηδία θα μπορούσαν να είναι ανάμεσα σε αυτές που θα χτυπηθούν περισσότερο.
Τράπεζες όπως αυτές χρησιμοποιούν περίτεχνα εσωτερικά μοντέλα για να αξιολογήσουν το ρίσκο των περιουσιακών τους στοιχείων εξετάζοντας πράγματα όπως η ιστορική πιθανότητα χρεοκοπίας, το επίπεδο των σχετικών εγγυήσεων και οι αναμενόμενες απώλειες. Αυτό παράγει ένα μέτρο του μεγέθους των ισολογισμών τους γνωστό ως σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία, το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιείται για να καθορίσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις.
Σε μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες αυτό συνήθως οδηγεί σε πολύ μικρότερα μέτρα ισολογισμού απ’ ότι στις αντίστοιχες αμερικανικές. Τα εσωτερικά μοντέλα επίσης παράγουν ένα πολύ μικρότερο μέτρο από το πιο πρόχειρο, λεγόμενο στάνταρ μοντέλο.
Αυτό που έχει αποφασίσει η Επιτροπή της Βασιλείας είναι πως πλέον θα υπάρξει κατώτατο όριο στο πόσο μικρός μπορεί να είναι ο ισολογισμός των σταθμισμένων περιουσιακών στοιχείων μιας τράπεζας. Το κατώτατο όριο θα καθοριστεί σε συμφωνία με το στάνταρ μοντέλο, έτσι ώστε τα σταθμισμένα περιουσιακά στοιχεία από ένα εσωτερικό μοντέλο να μην μπορούν να είναι χαμηλότερα από 70% με 75% αυτών που θα ήταν με τη χρήση του στάνταρ μοντέλου.
Αυτό είναι πολύ υψηλότερα από το 60% που ήταν πρόθυμοι να δεχτούν οι ευρωπαίοι στα τέλη του περασμένου έτους, και πιο κοντά στο 80% που απαίτησαν οι αμερικανοί ρυθμιστές τον Ιανουάριο.
Οι τράπεζες θα διαμαρτυρηθούν πως αυτό το μέτρο θα αυξήσει το πιστωτικό κόστος για τις επιχειρήσεις και τους αγοραστές ακινήτων, και κάποιοι πολιτικοί θα ανταποκριθούν. Οι πολιτικοί παράγοντες στις Βρυξέλλες είναι αποφασισμένοι να αποφύγουν μεγάλες αυξήσεις στις κεφαλαιακές απαιτήσεις για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως η Ευρωπαϊκή Κομισιόν θα αρνηθεί να εφαρμόσει τα αυστηρότερα κριτήρια.
Εάν οι ευρωπαίοι δε συναινέσουν στη συμφωνία, πιθανότατα αυτό θα εντείνει τις σχέσεις με τους αμερικανούς ομολόγους τους – και θα ενισχύσουν το επιχείρημα των μεγάλων αμερικανικών τραπεζών πως θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερο ρυθμιστικό περιθώριο στο εσωτερικό.