Χθες, ο ειδικός εκκαθαριστής πιστωτικών ιδρυμάτων, PQH, ανακοίνωσε ότι ο διαγωνισμός για την πώληση εμπράγματων απαιτήσεων από δάνεια μικτής λογιστικής αξίας 5,2 δισ. ευρώ και συνολικής απαίτησης περίπου 14 δισ. ευρώ (project Αριάδνη), κηρύχθηκε άγονος.
Οι δύο δεσμευτικές προσφορές (η μια από το σχήμα Bain-Fortress- Davidson Kempner-doValue-Cepal και η άλλη από την Ellington), αφενός δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις, αφετέρου ήταν μη αποδεκτές, ως προς το ύψος των προσφερόμενων τιμημάτων.
Σύμφωνα με την PQH, η διεθνής συγκυρία έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποτυχία του διαγωνισμού και αυτό είναι κάτι που δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί.
Η αύξηση του κόστους χρήματος, λόγω της ανόδου των επιτοκίων, οι ανησυχίες για ύφεση στην Ευρώπη και η αναθεώρηση των προσδοκιών, για τις αποδόσεις του εγχώριου real estate, έπαιξαν ρόλο, τόσο στο ύψος των τιμημάτων, όσο και στη διάθεση ανάληψης ρίσκου από πλευράς επενδυτών.
Υπήρχαν, όμως, και τεχνικές δυσκολίες.
Η πώληση οιουδήποτε χαρτοφυλακίου από τις υπό ειδική εκκαθάριση τράπεζες προϋποθέτει έγκριση του δίκαιου του τιμήματος από την Επιτροπή Ειδικών Εκκαθαρίσεων (ΕΠ.ΕΙΔ.ΕΚΚΑ) της ΤτΕ.
Πρόκειται για …στενό κορσέ, ο οποίος ήταν γνωστός εξ αρχής.
Εξ ου ανατέθηκε στην EY να αποτιμήσει το χαρτοφυλάκιο, δίνοντας ένα εύρος δίκαιης αποτίμησης, ενώ με τη σειρά της η Morgan Stanley, ως σύμβουλος πώλησης, πρότεινε ένα δικό της εύρος δίκαιης αποτίμησης.
Η ΕΠ.ΕΙΔ.ΕΚΚΑ, λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα παραπάνω, έθεσε ένα ελάχιστο τίμημα, που οι συμμετέχοντες υποψιαζόταν ότι κινούνταν πέριξ των 730 εκατ. ευρώ. Ήταν, επίσης, γνωστό ότι αν τα τιμήματα ήταν κάτω από τον πήχη της ΕΠ.ΕΙΔ.ΕΚΚΑ ο διαγωνισμός θα κηρυσσόταν άγονος. Όπως και έγινε.
Τέλος, εξ αρχής γνωστό ήταν ότι δεν υπήρχαν περιθώρια ελιγμών, μέσω προσθαφαιρέσεων στην περίμετρο, με απόσυρση απαιτήσεων που παρουσιάζουν δυσκολίες καλής αποτίμησης ή/και εισαγωγή ενήμερων δανείων (σ .σ. η συνηθέστερη τακτική στις πωλήσεις χαρτοφυλακίων από τράπεζες).
Για να αντιμετωπισθεί η παραπάνω απουσία ευελιξίας και κυρίως η επιδείνωση των συνθηκών στην αγορά, PQH, Morgan Stanley, αλλά και ΕΠ.ΕΙΔ.ΕΚΚΑ παρείχαν στους ενδιαφερόμενους τη δυνατότητα να εγείρουν αξιώσεις εναντίον των υπό ειδική εκκαθάριση τραπεζών στην περίπτωση που αποδεικνυόταν λάθη και παραλείψεις με ευθύνη του πωλητή στην στοιχειοθέτηση των απαιτήσεων.
Υπενθυμίζεται ότι εξ αρχής είχε παρασχεθεί δυνατότητα τμηματικής καταβολής του τιμήματος.
Οι παραπάνω διευκολύνσεις δεν στάθηκαν ικανές να αντισταθμίσουν τις δυσκολίες όπως αποδείχθηκε από τις προσφορές.
Όπως άφησε να εννοηθεί η PQH, ενείχαν αιρέσεις, κάτι μη αποδεκτό, βάσει των όρων του διαγωνισμού, ενώ τα προσφερόμενα τιμήματα ( σ.σ. όχι το που αποτιμήθηκε το χαρτοφυλάκιο) κινήθηκαν στην περιοχή των 500-620 εκατ. ευρώ.
Το κέρδος της διαδικασίας είναι ότι όλοι ξέρουν, πλέον, τι πρέπει να διορθώσουν, ώστε σε βάθος μερικών μηνών το χαρτοφυλάκιο ή το κύριο μέρος του να ξαναβγεί προς πώληση με αλλαγές σε λεπτομέρειες που θα υποβοηθήσουν στην επιτυχία του.
Υ.Γ.: Όπως προαναφέρθηκε οι τράπεζες διαθέτουν πολύ μεγαλύτερα περιθώρια ευελιξίας, σε σχέση με τις υπό ειδική εκκαθάριση, όταν «τρέχουν» διαγωνισμούς πώλησης/τιτλοποίησης χαρτοφυλακίων.
Επομένως, το γεγονός ότι χάθηκε ο …μίτος της Αριάδνης δεν λειτουργεί ως οιωνός για τις εν εξελίξεις και κυοφορούμενες τραπεζικές συναλλαγές NPEs.