Η 10η επέτειος της χρηματοπιστωτικής κρίσης έχει προκαλέσει πολλές αναλύσεις σχετικά με το τι έχουμε μάθει και κατά πόσον είμαστε έτοιμοι για την επόμενη. Όμως, όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζετε μπορούν να βρεθούν σε ένα γράφημα: οι δείκτες κεφαλαίου των μεγαλύτερων τραπεζών των ΗΠΑ.
Το κεφάλαιο, γνωστό και ως μετοχικό κεφάλαιο, είναι τα χρήματα που αντλούν οι τράπεζες από τους μετόχους και τα παρακρατημένα κέρδη. Σε αντίθεση με το χρέος, έχει το πλεονέκτημα της απορρόφησης των ζημιών, χαρακτηριστικό που καθιστά τις τράπεζες και το όλο σύστημα πιο ανθεκτικό. Τα στελέχη της τράπεζας συνήθως προτιμούν να χρησιμοποιούν λιγότερα μετοχικά κεφάλαια και περισσότερο χρέος – δηλαδή περισσότερη μόχλευση – γιατί αυτό μεγεθύνει τις αποδόσεις σε καλές εποχές. Ως εκ τούτου, τα επίπεδα κεφαλαίου μπορούν να χρησιμεύσουν ως δείκτης της ισορροπίας εξουσίας μεταξύ τραπεζιτών και των ρυθμιστικών αρχών που ανησυχούν για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Ακολουθεί ένα διάγραμμα που δείχνει τα απτά κοινά ίδια κεφάλαια, ως ποσοστό των απτών περιουσιακών στοιχείων, στις έξι μεγαλύτερες τράπεζες των ΗΠΑ από τον Δεκέμβριο του 2001 έως τον Ιούνιο του 2017:
Η καθοδική κλίση κατά τα πρώτα λίγα χρόνια καταδεικνύει τον βαθμό στον οποίο η μόχλευση βγήκε εκτός ελέγχου πριν από την κρίση. Μέχρι και το 2008, όταν ο χρηματοπιστωτικός τομέας βρισκόταν ήδη υπό πίεση, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ εξακολουθούσε να επιτρέπει στις τράπεζες να πληρώνουν με κεφάλαιο υπό τη μορφή μερισμάτων, παρ’ ότι κάποιες είχαν μετοχές χαμηλότερες από το 3% των περιουσιακών στοιχείων. Αυτό αποδείχθηκε θανάσιμα εσφαλμένος υπολογισμός: μέχρι το 2009, οι προβλέψεις για τις συνολικές απώλειες δανείων και χρεογράφων έφθασαν στο 10% των στοιχείων του ενεργητικού. Ένα σακατεμένο τραπεζικό σύστημα παρέσυρε την οικονομία και χρειάστηκε να διασωθεί σε βάρος των φορολογουμένων.
Μετά την κρίση, οι ρυθμιστικές αρχές ώθησαν τις τράπεζες να γίνουν ισχυρότερες. Τα μεγαλύτερα αμερικανικά ιδρύματα υπερδιπλασίασαν τους πραγματικούς δείκτες κοινών μετοχών – κατά μέσο όρο έως περίπου το 8% των περιουσιακών στοιχείων (ή, σύμφωνα με τα διεθνή λογιστικά πρότυπα, πλησιέστερα στο 6% των περιουσιακών στοιχείων). Αυτό αποτελεί επίτευγμα, και μεγαλύτερο από ό, τι στην Ευρώπη, αλλά το σημείο εκκίνησης ήταν τόσο χαμηλό που εξακολουθεί να μη φτάνει αυτό που χρειάζεται. Οι ερευνητές της Fed της Μινεάπολις, για παράδειγμα, εκτιμούν ότι το κεφάλαιο θα πρέπει να υπερδιπλασιαστεί και πάλι, ώστε να μειωθεί ο κίνδυνος διάσωσης σε αποδεκτό επίπεδο.
Ωστόσο, η πολιτική βούληση για πίεση για περισσότερα κεφάλαια μειώνεται, όπως δείχνει η σταθεροποίηση στο τέλος του διαγράμματος. Μετά τον τελευταίο γύρο stress test τον Ιούνιο, η Fed επέτρεψε στις τράπεζες να ανταμείψουν τους μετόχους με δισεκατομμύρια δολάρια σε μερίσματα και αγορές μετοχών. Ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν, εμφανώς με την υποστήριξη του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, έχει καταστήσει σαφές ότι θα ήθελε να μειώσει τις κεφαλαιακές απαιτήσεις. Ο κύκλος γυρίζει.
Αυτό είναι ατυχές, καθώς τα επαρκή κεφάλαια θα προσέφεραν κάτι περισσότερο από την ενίσχυση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Θα προσέφερε στις τράπεζες τα μέσα για να αναλάβουν κινδύνους σε όλα τα περιβάλλοντα – ένα χαρακτηριστικό που η έρευνα έχει δείξει ότι είναι καλό για την οικονομική ανάπτυξη. Μαζί με κάποιες άλλες αλλαγές, θα μπορούσε να αποφευχθεί η ανάγκη για κάθε είδους επιβαρυντικές ρυθμίσεις.
Εν ολίγοις, όσα μαθήματα κι αν μπορεί να έχουμε πάρει από την τελευταία κρίση, ξεθωριάζουν μαζί με τις αναμνήσεις για το πόσο κοντά έφτασε ο κόσμος στον οικονομικό Αρμαγεδδώνα. Ως αποτέλεσμα, δεν είμαστε ακόμη καθόλου προετοιμασμένοι για την επόμενη – και πιθανότατα να γίνουμε ακόμη λιγότερο.