Σύμφωνα με την μνημειώδη προσφώνηση του Thomas Carlyle «Αξιοσέβαστοι Καθηγητές της Μελαγχολικής Επιστήμης…» ευθέως επισημαίνεται το ότι η Οικονομική Επιστήμη δεν μπορεί, εκ συστάσεως, να τυρβάζει μέσα σε μια ανώδυνη, ελαφριά, «ρομαντική» ενασχόληση. Ασχολείται με την έλλειψη, την φτώχεια, την στέρηση. Καταδιώκει (και καταδιώκεται από) την «αφέλεια» και τις προκαταλήψεις. Και δεν προσφέρει «μαγικές λύσεις»…
Τι , όμως, μπορούμε να επιζητούμε από την Οικονομική έρευνα και επιστήμη;
Όπως μας το εξηγεί ο μεγάλος αμερικανός οικονομολόγος του προηγούμενου αιώνα, A. Young: «Κάποιοι φιλόσοφοι του δεκάτου όγδοου αιώνα διακήρυτταν την πεποίθηση τους ότι αν απλώς εμπιστευόμασταν τη λογική θα μπορούσαμε να απαλλαγούμε από όλες τις ατέλειες της ανθρώπινης κοινωνίας. Η ίδια πεποίθηση επικρατεί και σήμερα, μόνο που η λέξη «λογική» έχει αντικατασταθεί από τη λέξη «έρευνα»… Δεν είναι ανάγκη να προσυπογράφει κανείς τη πεποίθηση αυτή –και εγώ δεν μπορώ να την προσυπογράψω- προκειμένου να πιστέψει ότι η αύξηση του αριθμού των ικανών ανθρώπων που εισάγουν το πνεύμα της επιστημονικής έρευνας στη συστηματική μελέτη των οικονομικών προβλημάτων, μας δίνει λόγο να ελπίζουμε ότι θα μάθουμε πώς να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα αυτά με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και μεγαλύτερη σύνεση. Λέω «με μεγαλύτερη σύνεση», καθώς και με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, επειδή πιστεύω ότι η κοινωνική σοφία, καθώς και η βελτιωμένη γνώση για τις μεθόδους και τα μέσα, πρέπει να αποτελούν έναν από τους στόχους της έρευνας στον τομέα των κοινωνικών επιστημών.»[i]
Στην πράξη, οφείλουμε να αποδεχθούμε την πολλαπλότητα της οικονομικής επιστήμης για να διαφυλάξουμε την ερμηνευτική διεισδυτικότητα της. Στο εσωτερικό της Οικονομικής υπεισέρχεται, όντως, μια ποικιλία ιστορικών και γεωγραφικών ιδιαιτεροτήτων, ερευνητικών προτεραιοτήτων, μεθοδολογικών διαφοροποιήσεων, αξιολογικών κρίσεων, ηθικών προσανατολισμών, ιδεολογικών και πολιτικών παραμέτρων… Και, στην πραγματικότητα, η οικονομική επιστήμη φιλοξενεί και αναπτύσσει στο εσωτερικό της μια πολλαπλότητα ερμηνευτικών «Παραδειγμάτων»[ii]. Οφείλουμε να τα αγκαλιάσουμε και να προσπαθήσουμε να τα φέρουμε σε «επικοινωνία»…
Και, φυσικά, δεν μπορεί να αρνηθεί την ύπαρξη, ακόμα και την χρησιμότητα, μεταφυσικών προτάσεων στο εσωτερικό της οικονομικής επιστήμης. Όπως το διευκρινίζει η Τζόαν Ρόμπινσον: «Το βασικό χαρακτηριστικό μιας μεταφυσικής πρότασης, βρίσκεται στο ότι η αλήθεια της δεν είναι ποτέ δυνατό να ελεγχθεί. Δεν μπορούμε, δηλαδή, ν’ αποδείξουμε κατά ποιο τρόπο ο κόσμος θα ήταν διαφορετικός, αν ο ισχυρισμός μας ήταν ή δεν ήταν αληθινός. Ασφαλώς, ο κόσμος θα ήταν πάντα ο ίδιος και στις δυο περιπτώσεις, με μόνη διαφορά, ότι θ’ αντιδρούσαμε διαφορετικά απέναντι του. Ένας μεταφυσικός ισχυρισμός δεν θα μπορούσε ποτέ ν’ αποδειχθεί λανθασμένος, γιατί πάντοτε θα μας ξέφευγε χάρις στην ίδια του την αυτοτέλεια… Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι μεταφυσικοί ισχυρισμοί δεν είναι άδειοι από περιεχόμενο. Εκφράζουν μιαν άποψη και μορφοποιούν συναισθήματα που αποτελούν οδηγούς συμπεριφοράς. Οι μεταφυσικοί ισχυρισμοί προσφέρονται επίσης σαν ορυχεία, από τα οποία μπορεί κανείς ν’ αντλήσει διάφορες υποθέσεις… Χωρίς τους μεταφυσικούς ισχυρισμούς, δεν θα ξέραμε τι θέλουμε να μάθουμε[iii].»
Θα μπορούσε άλλωστε, άραγε, η οικονομική επιστήμη να αποφύγει τις αξιολογικές κρίσεις; Και ακόμα και αν το κατάφερνε αυτό θα ήταν για καλό;
Όπως το εξηγεί ο Πωλ Στρήτεν: «Οι οικονομολόγοι δεν μπορούν και δεν πρέπει να απέχουν από τη διατύπωση αξιολογικών κρίσεων αν θέλουν οι μελέτες τους να είναι κάτι παραπάνω από μια αμιγώς τυπική μέθοδος συλλογισμού, ένα σύνολο λογικών προτάσεων και επιλογών… Ακόμα και αν μπορούσαν οι οικονομολόγοι να αποφύγουν τις αξιολογικές κρίσεις, αυτό δεν θα ήταν επιθυμητό. «Η μεθόριος της οικονομικής επιστήμης είναι ο αγαπημένος κυνηγότοπος του τσαρλατάνου και του κομπογιαννίτη», γράφει ο καθηγητής Robbins. Οι ηθικοί φιλόσοφοι δεν μας λένε ποια μορφή θα έπρεπε να έχει το οικονομικό μας σύστημα, ίσως γιατί το πρόβλημα τους έγκειται στο τι γενικά θα έπρεπε να ισχύει. Η έξωση του τσαρλατάνου και του κομπογιαννίτη από τον αγαπημένο κυνηγότοπο είναι δουλεία του οικονομολόγου. Δεδομένου, όμως, ότι οι αξιολογικές κρίσεις είναι αναγκαίες και επιθυμητές, ο οικονομολόγος πρέπει να τις διατυπώνει ρητά… Έτσι, οι διαφωνίες για το τι είναι «δεδομένα» και τι είναι «λογικά επιχειρήματα» θα πρέπει να διαχωριστούν από τις διαφωνίες περί σκοπών και καθηκόντων. Ο διαχωρισμός αυτός ίσως να μην είναι πάντα εύκολος ή δυνατός. Η εντιμότητα, όμως, απαιτεί να κάνουμε ότι καλύτερο μπορούμε[iv]…»
Στην οπτική μου, η Οικονομική επιστήμη δεν μπορεί και δεν πρέπει να περικλειστεί, επουδενί, σε ένα μονολιθικό Παράδειγμα…
Όπως το τοποθετεί ο Εντγκαρ Μορέν: « Η Επιστήμη δεν είναι το μονοπώλιο μιας θεωρίας αλλά είναι το προϊόν του ανταγωνισμού μεταξύ θεωριών μέσα σε συνθήκες επαλήθευσης που επιβάλλονται σε μια επιστημονική κοινότητα.[v]». Και όπως συμπληρώνει σχετικώς η Τζόαν Ρόμπινσον: «Είναι ανοησία να απορρίπτουμε ένα κομμάτι της ανάλυσης με το πρόσχημα ότι δεν είμαστε σύμφωνοι με τις πολιτικές κρίσεις των οικονομολόγων που το προτείνουν… Μια οικονομική θεωρία, στην καλύτερη περίπτωση, είναι μονάχα μια υπόθεση… Εάν τα γεγονότα δεν επιτρέπουν την δικαιολόγηση της υπόθεσης, αυτή πρέπει να απορριφθεί… Για να κάνουμε καλή χρήση μιας οικονομικής θεωρίας, οφείλουμε πρώτα να αφαιρέσουμε τα στοιχεία της προπαγάνδας από τα επιστημονικά στοιχεία της, να αντιπαραθέσουμε τα τελευταία με την εμπειρία, να δούμε σε ποιο βαθμό το επιστημονικό στοιχείο εμφανίζεται πειστικό και, τελικά, να το επανασυνδυάσουμε με τις προσωπικές πολιτικές μας απόψεις[vi].»
Και με αυτήν την οπτική είναι λάθος να προσπαθεί κάποιος να διαχωρίσει, απόλυτα και με στεγανό τρόπο, την οικονομική επιστήμη από την πολιτική. Όπως το εκφράζει, συγκεκριμένα, ο Τζον Κένεθ Καλμπράιηθ: «Η Οικονομική δεν είναι χρήσιμη όταν υπάρχει ξεκομμένη από την πολιτική, και ελπίζουμε ότι δεν θα συμβεί αυτό ούτε στο μέλλον… Ο χωρισμός της Οικονομικής από την πολιτική και τα πολιτικά κίνητρα είναι κάτι στείρο. Επίσης, είναι ένα κάλυμμα για την πραγματικότητα της οικονομικής εξουσίας και παρώθησης. Ακόμη είναι μια κύρια πηγή λανθασμένης κρίσης και σφάλματος στην οικονομική πολιτική…. Κανένα βιβλίο με θέμα την Οικονομική Ιστορία δεν μπορεί να ολοκληρωθεί χωρίς να διατυπώνεται η ελπίδα ότι το αντικείμενο θα επανενωθεί με την πολιτική για να σχηματίσει πάλι τη μεγαλύτερη επιστήμη της Πολιτικής Οικονομίας[vii].»
Και τι να κάνουμε, λοιπόν, που συχνά οι οικονομολόγοι δεν συμφωνούν μεταξύ τους;
Δεν είναι αδικαιολόγητο με όσα παρουσιάσαμε προηγουμένως. Ας το ανεχτούμε, μην πω ας το αξιοποιήσουμε…
Και, τελικώς, ας το δικαιολογήσουμε σε μεγάλο βαθμό. Όπως το θέτει και πάλι ο Τζον Κένεθ Γκαλμπρέηθ: «Εν τέλει ο πιο σημαντικός λόγος και επίσης μάλλον ο πιο συγχωρίσιμος, είναι το πρόβλημα που θέτει η αλλαγή. Το αντικείμενο που μελετά η φυσική, η χημεία ή η γεωλογία είναι στατικής φύσης. Αυτό της οικονομικής επιστήμης, αντίθετα, υπόκειται σε μια συνεχή αλλαγή… Γι’ αυτό, εάν η οικονομική επιστήμη δεν θέλει να εκπέσει σε ένα καθεστώς ανυποληψίας, οφείλει να προσαρμόζεται σε αυτούς τους μετασχηματισμούς με δυο τρόπους. Οφείλει να αφομοιώσει τις νέες πληροφορίες και να αναθεωρήσει τις ερμηνείες της. Και οφείλει να εξελιχθεί στον βαθμό που οι θεσμοί της βάσης εξελίσσονται και αυτοί. Η ασυμφωνία εγκαθίσταται, λοιπόν, μεταξύ των οικονομολόγων οι οποίοι αντιδρούν διαφορετικά σε αυτές τις αλλαγές. Ορισμένοι γραπώνονται στην ψευδαίσθηση σύμφωνα με τη οποία το αντικείμενο της οικονομικής επιστήμης, όπως αυτό πολλών άλλων επιστημών, είναι δεδομένο μια για πάντα. Άλλοι αποδέχονται το φανερό, το γεγονός πως αυτό που ίσχυε χθες όσον αφορά τον ρόλο των επιχειρήσεων, των συνδικάτων, της συμπεριφοράς των καταναλωτών και των κυβερνήσεων και πάνω στις δομές της οικονομικής ζωής δεν είναι πλέον αληθινό σήμερα και θα είναι ακόμα λιγότερο αύριο[viii].»
Ας προσπαθούμε, λοιπόν, να κρατάμε την αναλυτική οξυδέρκεια μας και το μυαλό μας ανοικτό: αρκεί, και όλα θα πάνε καλά…
Δρ.Βλάδος Χάρης
Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
—————————————————————————————————————————————————-
[i] A. Young, “Economics as a Field of Research”, στο The Quarterly Journal of Economics, 1927,τομ. 42 (10),σσ.1-25
[ii] Παράδειγμα: «Μ’ αυτόν τον όρο χαρακτηρίζω καθολικά αναγνωρισμένες επιστημονικές επιτεύξεις, οι οποίες, για ένα χρονικό διάστημα, παρέχουν πρότυπα προβλημάτων και λύσεων σε μια κοινότητα ειδικών… Αυτό που διαφοροποιούσε αυτές τις ποικίλες σχολές δεν ήταν κάποιο λάθος στη μέθοδο –ήταν όλες «επιστημονικές»-, αλλά αυτό που θα ονομάσουμε αργότερα ασύμμετρους (incommensurables) τρόπους θέασης του κόσμου και άσκησης της επιστήμης.». T. KUHN (1970): The Structure of Scientific Revolutions UNIVERSITY OF CHICAGO PRESS
[iii] J. ROBINSON (1969): Φιλοσοφία της Οικονομίας, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, σελ.3-4.
[iv] P. STREETEN (1950): “Economics and Value Judgements”, Quarterly Journal of Economics, t. 64(4), p. 583-595.
[v] E.MORIN (1986): L’ Etat des Sciences Sociales, LA DECOUVERTE
[vi] . ROBINSON (1955): Marx, Marsall and Keynes, COLLECTED WRITINGS, no2
[vii] J.K.GALBRAITH (1987): Μια Σφαιρική Άποψη για την Οικονομία, Ελληνική μετάφραση ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, 2001.
[viii] J.K.GALBRAITH (1978): Tout savoir –ou presque- sur l’économie, EDITIONS DU SEUIL, p.14
πηγή: news4money.gr