ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 12:13
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πέθανε σήμερα το πρωί στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε του Μιλάνου, σε ηλικία 86 ετών.
Ο “Καβαλιέρε” εισήχθη ξανά το μεσημέρι της Παρασκευής στο νοσοκομείο Σαν Ραφαέλε από το οποίο είχε πάρει εξιτήριο στις 19 Μαΐου μετά από 45 ημέρες παραμονής.
“Πέθανε ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, μαζί του φεύγει ένα κομμάτι ιταλικής ιστορίας”, γράφει η εφημερίδα La Repubblica.
Πρώτη μετέδωσε την είδηση η εφημερίδα Corriere della Sera, η οποία, νωρίτερα, είχε αναφερθεί στην επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του Ιταλού πρώην πρωθυπουργού.
Ο οργανισμός του είχε εξασθενίσει τους τελευταίους μήνες εξαιτίας χρόνιας μορφής λευχαιμίας.
Σημειώνεται ότι το κόμμα Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι συμμετέχει στη δεξιά κυβέρνηση συνασπισμού της πρωθυπουργού Τζόρτζια Μελόνι και, μολονότι ο ίδιος δεν είχε ρόλο στην κυβέρνηση, ο θάνατός του είναι πιθανό να αποσταθεροποιήσει τους επόμενους μήνες την ιταλική πολιτική σκηνή, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.
Την Τετάρτη η κηδεία
Η σορός του Σίλβιο Μπερλουσκόνι αναμένεται να μεταφερθεί μέσα στην ημέρα στην βίλα του στο Άρκορε, λίγο έξω από το Μιλάνο.
Η κηδεία του, δημοσία δαπάνη, είναι πολύ πιθανό να τελεσθεί την Τετάρτη στον καθεδρικό ναό του Μιλάνου.
Ο Ιταλός πρόεδρος της Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα, σε δήλωση του για τον θάνατο του Μπερλουσκόνι υπογράμμισε ότι “ήταν ένας μεγάλος πολιτικός ηγέτης, ο οποίος “σφράγισε την ιστορία της Ιταλικής Αβασίλευτης Δημοκρατίας”.
“Ως ηγέτης συνέβαλε στο να δημιουργηθεί μια νέα πραγματικότητα στην ιταλική πολιτική και διετέλεσε πρωθυπουργός τέσσερις φορές”, συμπλήρωσε ο Ματαρέλα. Ο Ιταλός πρόεδρος αναφέρθηκε, τέλος, στη “μεγαλη ανθρωπιά” και στις επιτυχίες και την καινοτόμο δράση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ως επιχειρηματία.
Η πολιτική και επιχειρηματική δράση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι
O Σίλβιο Μπερλουσκόνι γεννήθηκε στο Μιλάνο στις 29 Σεπτεμβρίου του 1936.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών νομικής, στην αρχή της δεκαετίας του ’60, άρχισε να δραστηριοποιείται στον οικοδομικό τομέα. Από το 1969 μέχρι και το 1976, με τις εταιρίες του έχτισε σειρά οικοδομικών συγκροτημάτων και δημιούργησε ουσιαστικά τις περιοχές “Μιλάνο 2” και “Μιλάνο 3”, κοντά στην ιταλική συμπρωτεύουσα.
Τον Νοέμβριο του 1980 ίδρυσε την πρώτη μεγάλη, ιταλική ιδιωτική τηλεόραση (Canale 5), η οποία άρχισε αμέσως να ανταγωνίζεται την δημόσια ραδιοτηλεόραση της Rai. Το 1982 στον τηλεοπτικό του όμιλο προστέθηκε το κανάλι Italia Uno και το 1984 το Rete 4.
Παράλληλα, το 1991 κατάφερε να ελέγξει την πλειοψηφία του πακέτου μετοχών του εκδοτικού οίκου Arnoldo Mondadori ενώ στις επιχειρηματικές του δραστηριότητες συγκαταλέγονταν τα πολυκαταστήματα Standa και οι ασφάλειες Mediolanum. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, απέκτησε τηλεοπτικά κανάλια στην Ισπανία, τη Γερμανία και, για σύντομο χρονικό διάστημα, στη Γαλλία.
Ο Μπερλουσκόνι ουσιαστικά μετατράπηκε στο απόλυτο σύμβολο του επιτυχημένου επιχειρηματία, με συνεχή ανάληψη νέων πρωτοβουλιών. Σύμφωνα με πολλούς σχολιαστές, η δημιουργία της ιταλικής, τηλεοπτικής του αυτοκρατορίας κατέστη δυνατή χάρη στη στενή φιλία του με τον σοσιαλιστή πρώην πρωθυπουργό Μπετίνο Κράξι, αλλά κανείς δεν αμφισβήτησε τις οργανωτικές του ικανότητες και τον εντυπωσιακό του δυναμισμό.
Από το 1986 και για τα επόμενα τριάντα χρόνια ήταν παράλληλα ιδιοκτήτης της ποδοσφαιρικής ομάδας της Μίλαν, η οποία κατέκτησε πολλά τρόπαια και έγινε από τις ισχυρότερες, σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τον Ιανουάριο του 1994 κάνει την μεγάλη στροφή: από τον επιχειρηματικό τομέα, ο Μπερλουσκόνι επεκτείνεται στο πεδίο της πολιτικής, με την ίδρυση του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια.
Αιτιολογεί την απόφασή του αυτή δηλώνοντας ότι “υπάρχει ορατός κίνδυνος κατάκτησης της εξουσίας από μέρους της αριστεράς και των κομμουνιστών”. Πολλοί αναλυτές, όμως, θεώρησαν ότι σημαντικό ρόλο έπαιξε η ευρύτερη ιταλική πραγματικότητα, με τη δικαστική Έρευνα “Καθαρά Χέρια” η οποία, τη συγκεκριμένη περίοδο, είχε ως κύριο αντικείμενο τις σχέσεις του επιχειρηματικού και πολιτικού συστήματος της χώρας, με την αποκάλυψη ευρύτατου πλέγματος διαφθοράς.
Ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, γνωστός και ως “Καβαλιέρε” (από τον τιμητικό τίτλο του ιππότη της Ιταλικής Δημοκρατίας) ορκίσθηκε πρωθυπουργός τέσσερις φορές, αφού υπερίσχυσε, με την κεντροδεξιά συμμαχία, στις βουλευτικές εκλογές του 1994, του 2001 (έπειτα από τέσσερα παραιτήθηκε και του δόθηκε νέα εντολή σχηματισμού κυβέρνησης) και του 2008. Κατά την διάρκεια της πολιτικής του σταδιοδρομίας, ο κυριότερος αντίπαλός του, ήταν ο κεντροαριστερός πρώην πρωθυπουργός και πρώην πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ρομάνο Πρόντι.
Σε ό,τι αφορά τις δικαστικές του περιπέτειες, ο Ιταλός πρώην πρωθυπουργός καταδικάσθηκε οριστικά τον Αύγουστο του 2013 σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης (τα τρία “σβήστηκαν”, χάρη σε αμνηστία) λόγω φορολογικής απάτης στα πλαίσια αγοραπωλησίας τηλεοπτικών δικαιωμάτων. Το κοινοβούλιο της Ρώμης, τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ψήφισε υπέρ της καθαίρεσής του από το αξίωμα του γερουσιαστή.
Ο “μίστερ τιβί” εξέτισε “εναλλακτική ποινή” δέκα μηνών, εργαζόμενος σε υπηρεσίες του δήμου του Μιλάνου, οι οποίες στηρίζουν τις ασθενέστερες κατηγορίες πολιτών.
Τεράστιο ενδιαφέρον, σε διεθνές επίπεδο, προκάλεσαν οι δίκες για τα λεγόμενα πάρτι “μπούνγκα-μπούνγκα”. Δεν προέκυψε , όμως, κάποια οριστική καταδίκη ενώ αθωώθηκε από την κατηγορία χρηματισμού νεαρών γυναικών με στόχο να ψευδομαρτυρήσουν ως προς το περιεχόμενο των δείπνων που οργανώνονταν στην κατοικία του.
Στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2022 ο “Καβαλιέρε” ήταν επικεφαλής του κόμματος Φόρτσα Ιτάλια και εξελέγη εκ νέου γερουσιαστής. Μια εξέλιξη την οποία ο ίδιος θεώρησε “μια προσωπική, ιστορική αποζημίωση”.
Ο Μπερλουσκόνι απέκτησε πέντε παιδιά και παντρεύτηκε δυο φορές: το 1965 με την Κάρλα Ελβίρα Νταλ’ Όλιο και το 1990 την Βερόνικα Λάριο. Η προσωπική του περιουσία, σύμφωνα με το αμερικανικό περιοδικό Forbes, ξεπέρασε τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ.
Στη δεκαετία του ’90 και την πρώτη δεκαετία της νέας χιλιετίας, η πολιτική αντιπαράθεση της ιταλικής κεντροαριστεράς με την κεντροδεξιά παράταξη -και τον ίδιο τον Μπερλουσκόνι- ήταν οξύτατη. Οι πολιτικοί του αντίπαλοι τον κατηγόρησαν, κυρίως, για “σύγκρουση συμφερόντων”, λόγω της πολιτικής και επιχειρηματικής δράση του.
Στη συνέχεια, οι τόνοι άρχισαν σταδιακά να πέφτουν και –πέρα από μια σειρά ουσιαστικών διαφωνιών– αρκετοί αντίπαλοι θεώρησαν τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι έναν από τους κύριους πρωταγωνιστές της ιταλικής πολιτικής ζωής των τελευταίων τριάντα ετών.