Παρεό «made in Greece» στα τουριστικά καταστήματα της Μαγιόρκας. Πολύχρωμα μαγιό ελληνικής ραφής στην Ίμπιζα. Και σακάκια ή ταγιέρ, που πριν μπουν στη γκαρνταρόμπα στελεχών επιχειρήσεων στις μεγάλες εταιρείες της Μαδρίτης, έχουν περάσει από τα σχεδιαστήρια των ελληνικών βιοτεχνιών ρούχων.
Μπορεί οι ισπανικοί όμιλοι ένδυσης να κατακλύζουν την Ευρώπη με καταστήματα πασίγνωστων brand, όπως τα «Zara», «Massimo Dutti», «Mango», «Oysho» και «Pull&Bear», αλλά τα τελευταία χρόνια η ελληνική μόδα φαίνεται πως κερδίζει καταναλωτές στην Ισπανία, με ολοένα περισσότερα φορτία ελληνικών ρούχων να περνούν, παρά την πανδημία, τα ισπανικά σύνορα και να πωλούνται ιδίως σε τουριστικές περιοχές και μικρές πόλεις.
Όχι μόνο ως ρούχα ιδιωτικής ετικέτας, που έχουν ραφτεί για λογαριασμό των μεγάλων ισπανικών brand (private label), αλλά και ως επώνυμα ελληνικά ενδύματα των περίπου 30 ελληνικών επιχειρήσεων ένδυσης, που εξάγουν στην Ισπανία (το μερίδιο του επώνυμου ελληνικού ρούχου στην ισπανική αγορά εκτιμάται ότι ξεπερνά πλέον αρκετά το 50% των συνολικών ελληνικών εξαγωγών ένδυσης στη χώρα). Ως αποτέλεσμα, η αξία των ελληνικών εξαγωγών ρούχων στην Ισπανία εκτιμάται ότι υπερδιπλασιάστηκε πέρυσι, σε σύγκριση με το 2017, με την τάση να παραμένει ευνοϊκή για φέτος και για το 2023.
Τα παραπάνω επισημαίνει στο --ΜΠΕ ο γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Πλεκτικής Ετοίμου Ενδύματος Ελλάδος (ΣΕΠΕΕ), Θεόφιλος Ασλανίδης και, επικαλούμενος στοιχεία της Eurostat, γνωστοποιεί ότι η Ισπανία (η οποία σημειωτέον πραγματοποίησε το 2019 συνολικές εισαγωγές ύψους 20 δισ. ευρώ σε ένδυση και υπόδηση) «είναι σήμερα η πέμπτη μεγαλύτερη αγορά για το ελληνικό ρούχο».
Οι ελληνικές εξαγωγές ένδυσης στη χώρα, διευκρινίζει, «έφτασαν στα 43 εκατ. ευρώ το 2020, έναντι 25 εκατ. ευρώ και 19 εκατ. ευρώ αντίστοιχα κατά τα προπανδημικά 2018 και 2017, σύμφωνα πάντα με τη Eurostat».
«Παρότι τα επίσημα στοιχεία για το 2021 δεν έχουν ακόμα ανακοινωθεί, η εκτίμησή μας είναι ότι οι ελληνικές εξαγωγές ρούχων στην Ισπανία ξεπέρασαν πέρυσι τα 50 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων περίπου 30 εκατ. υπολογίζουμε πως αφορούν επώνυμο ελληνικό ρούχο και τα υπόλοιπα το private label», σημειώνει ο κ. Ασλανίδης, ο οποίος, μόλις λίγα χρόνια πριν, δεν μπορούσε και ο ίδιος να φανταστεί την πορεία που θα είχε το ελληνικό ρούχο σε μια αγορά, που έχει πετύχει τα brand των επιχειρήσεών της να «φιγουράρουν» στους πιο κεντρικούς δρόμους όλης της Ευρώπης.
Στη «φωλιά των γιγάντων»
«Όταν το 2017 πήγαμε για πρώτη φορά ως ΣΕΠΕΕ στη μεγάλη ισπανική έκθεση του κλάδου, τη “Momad”, που γίνεται ταυτόχρονα με τη “Bisutex” (αξεσουάρ ένδυσης), αντιμετώπισα την πρόσκληση με επιφυλακτικότητα. Η αλήθεια είναι πως αναρωτήθηκα: “πού πάμε τώρα εμείς στη φωλιά των γιγάντων”; Γρήγορα όμως αντιλήφθηκα ότι η ισπανική αγορά έχει χαρακτηριστικά, τα οποία μπορούν να επιτρέψουν στο ελληνικό ρούχο να κάνει σημαντικές εξαγωγές», λέει ο κ. Ασλανίδης.
Ποια είναι αυτά τα χαρακτηριστικά; Το πρώτο και βασικό -κοινό χαρακτηριστικό και με την Ελλάδα- είναι, κατά τον κ. Ασλανίδη, ότι η Ισπανία διαθέτει «πολύ ανεξάρτητο λιανεμπόριο», δηλαδή πολλά μικρά καταστήματα. «Σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη δυτική Ευρώπη, όπου τα καταστήματα ρούχου συγκεντρώνονται σε μεγάλο βαθμό μέσα σε πολυκαταστήματα, η Ισπανία έχει πάρα πολλά διασπαρμένα μικρομάγαζα, και οι ιδιοκτήτες του καθενός αγοράζουν τις δικές του συλλογές, βλέποντας ρούχα σε εκθέσεις όπως η “Momad”.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό της ισπανικής αγοράς είναι ότι τα μεγάλα brand κατακλύζουν μεν τους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων -Μαδρίτης, Βαρκελώνης, Βαλένθιας, Σεβίλλης- αλλά σε πόλεις μικρού μεγέθους για τα δεδομένα της Ισπανίας, της τάξης των 50.000 έως 100.000 κατοίκων, δεν είναι παρόντα» επισημαίνει ο γενικός διευθυντής του ΣΕΠΕΕ.
Στην αγορά αυτών των συγκριτικά μικρών πόλεων, αλλά και στους δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της Ισπανίας, τα ελληνικά ρούχα έχουν αρχίσει να διεκδικούν θέση στις προθήκες και τις βιτρίνες των καταστημάτων. Μάλιστα, οι αγοραστές συχνά γνωρίζουν πως δίνουν τα χρήματά τους για να αποκτήσουν ένα ελληνικό ρούχο, αφού τα ενδύματα αυτά πωλούνται σε πολλές περιπτώσεις επώνυμα, με την ετικέτα της ελληνικής εταιρείας. Την ίδια στιγμή, καθώς η πανδημία σταδιακά υποχωρεί, αυξάνεται εκ νέου η ζήτηση για αμπιγιέ ρούχα και ένδυση γραφείου, τομείς της αγοράς με παραδοσιακά μεγάλη ζήτηση στην Ισπανία, στους οποίους το ελληνικό ένδυμα μπορεί επίσης να έχει παρουσία.
Η προοπτική για το 2022 και το 2023
«Η Ισπανία είναι μια αγορά που μπορεί να έχει καλή πιθανή εξέλιξη για τις ελληνικές εξαγωγές ρούχου. Αν δε, λάβουμε υπόψη μας ότι καθώς η πανδημία υποχωρεί, το 2022 και το 2023 η τουριστική κίνηση στη χώρα λογικά θα ανακάμψει και το ΑΕΠ πιθανώς θα αυξηθεί, τότε γίνεται αντιληπτό ότι όσοι έχουν ήδη μπει στην αγορά, πιθανώς θα δουν τις πωλήσεις και τους πελάτες τους να αυξάνονται» λέει ο κ. Ασλανίδης.
Τι πρέπει να κάνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις ένδυσης για να αξιοποιήσουν αυτή την ευνοϊκή τάση; Πολύ βασικό είναι, κατά τον κ. Ασλανίδη, να συμμετάσχουν με συνέπεια στις εκθέσεις “Momad” και “Bisutex”, που γίνονται δύο φορές τον χρόνο, μία για κάθε σεζόν («την τελευταία τριετία, μάλιστα, η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας καλύπτει μέρος των εξόδων συμμετοχής επιχειρήσεων στη “Momad”, μέσω του ΣΕΠΕΕ, για την ενίσχυση της εξωστρέφειάς τους»), αλλά και να παραδίδουν ό,τι υπόσχονται, την ώρα που το υπόσχονται. Επιπλέον, κρίσιμο είναι να διατηρήσουν λογική αντιστοιχία ποιότητας-τιμής, να εξασφαλίσουν καλούς αντιπροσώπους και συνεργάτες στην ισπανική αγορά, αλλά και να μεριμνήσουν για ένα καλό δίκτυο διανομής των προϊόντων τους.