Του Leonid Bershidsky
Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, ο μεγάλος φόβος για την Ευρώπη είναι ότι τα λαϊκιστικά κινήματα, συχνά ακροδεξιά και ευρωσκεπτικιστικά, θα επικρατήσουν στις εκλογές ανά την ήπειρο. Αλλά τα εκλογικά τοπία μεταβάλλονται γρήγορα και ήρθε η ώρα να εξεταστεί ένα διαφορετικό σενάριο –σύμφωνα με το οποίο οι λαϊκιστές χάνουν σε όλες τις α…
Του Leonid Bershidsky
Εδώ και πάνω από έναν χρόνο, ο μεγάλος φόβος για την Ευρώπη είναι ότι τα λαϊκιστικά κινήματα, συχνά ακροδεξιά και ευρωσκεπτικιστικά, θα επικρατήσουν στις εκλογές ανά την ήπειρο. Αλλά τα εκλογικά τοπία μεταβάλλονται γρήγορα και ήρθε η ώρα να εξεταστεί ένα διαφορετικό σενάριο –σύμφωνα με το οποίο οι λαϊκιστές χάνουν σε όλες τις αναμετρήσεις.
Πρόκειται για κάτι περισσότερο από έναν ευσεβή πόθο. Οι δημοσκοπήσεις στην Ολλανδία έδειχναν το Φεβρουάριο του 2016 ότι το κόμμα του εθνικιστή Geert Wilders, PVV, θα κερδίσει τουλάχιστον 40 έδρες. Ο αριθμός μειώθηκε στις 30 πριν από έναν μήνα. Σήμερα οι δημοσκοπήσεις “χαρίζουν” κατά μέσο όρο 25 έδρες στον Wilders, πίσω από το κυβερνών κεντροδεξιό κόμμα, με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Mark Rutte. Η δυναμική αυτή έχει να κάνει με μια παράδοξη ολλανδική συμπεριφορά που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις: Ενώ σε ορισμένες άλλες χώρες, ο κόσμος αποκρύπτει την πρόθεσή του να ψηφίσει ένα ακροδεξιό κόμμα, οι πιο “ωμοί” Ολλανδοί τείνουν να υπερβάλλουν ως προς την πρόθεση ψήφου απλά και μόνο για να στείλουν ένα μήνυμα. Όταν όμως έρχεται η ώρα των εκλογών, κάνουν μία επιλογή που υπακούει περισσότερο στη λογική παρά στο συναίσθημα.
Είναι κοινή γνώση ότι, ακόμη και αν ο Wilders κερδίσει την πλειοψηφία των ψήφων, δεν θα λάβει μέρος στη διακυβέρνηση, διότι τα άλλα κόμματα δεν τον εμπιστεύονται μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα συνεργασίας το 2011. Αλλά αν το κόμμα του, PVV έρθει δεύτερο, μετά από όλη την αναστάτωση που έχει προκαλέσει στους κεντρώους διεθνώς, θα είναι μια συμβολική, αλλά και πρακτική συνάμα, ήττα.
Στη Γαλλία, το Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen συγκέντρωνε ποσοστό στήριξης 30% στις δημοσκοπήσεις το οποίο αύξησε όταν κέρδισε ο Donald Trump στις ΗΠΑ. Τώρα η Le Pen έχει υποχωρήσει κάτω από το 26%, έχοντας προβάδισμα μερικών ποσοστιαίων μονάδων σε σχέση με τον κεντροαριστερό Emmanuel Macron. Στο δεύτερο γύρο της ψηφοφορίας, η Le Pen θα χάσει με διαφορά από οποιονδήποτε mainstream υποψήφιο. Είναι πιθανό να τα πάει καλύτερα σε σύγκριση με το πώς τα πήγε ο πατέρας της, Jean-Marie Le Pen, στον τελικό γύρο του 2002 -αλλά η επίδοσή της δεν θα προσφέρει πολλά στη γαλλική ακροδεξιά, που πάντα διατηρούσε έναν ισχυρό ρόλο αλλά ποτέ δεν κατέλαβε την εξουσία, εκτός εάν κάποιος μετρήσει το καθεστώς Vichy.
Στη Γερμανία, το αντι-μεταναστευτικό, αντι-ευρωπαϊκό κόμμα AFD συγκέντρωνε 15% στις δημοσκοπήσεις το Σεπτέμβριο του 2016. Σήμερα έχει υποχωρήσει στο 10-11%, που τεχνικά το κατατάσσει στην τρίτη θέση, αλλά αυτό δεν έχει μεγάλη σημασία από τη στιγμή που τα δύο πρώτα κόμματα συγκεντρώνουν περισσότερο από 30% έκαστο στις δημοσκοπήσεις. Εάν δεν υπάρξει κάποια απρόσμενη εξέλιξη, το AFD θα μπει στο κοινοβούλιο στις 24 Σεπτεμβρίου, αλλά θα είναι μια περιθωριακή δύναμη, την οποία όλοι οι υπόλοιποι θα αποφεύγουν. Στην Ιταλία, το ευρωσκεπτικιστικό M5S (Κίνημα Πέντε Αστέρων) συγκέντρωνε 30% και άνω στα μέσα του περασμένου έτους. Έχει υποχωρήσει στις περίπου 27 μονάδες, δίνοντας ακόμη μάχη σώμα με σώμα για την ηγεσία με το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά υπάρχει χρόνος. Οι πρόωρες εκλογές δείχνουν πολύ λιγότερο πιθανές σήμερα από ό,τι όταν ο πρωθυπουργός Matteo Renzi παραιτήθηκε το Δεκέμβριο του 2016 μετά από την ήττα του στο δημοψήφισμα.
Υπάρχει πάντα η πιθανότητα, βέβαια, οι δημοσκοπήσεις να είναι λάθος. Αυτή είναι η “προεπιλεγμένη ρύθμιση” μετά το δημοψήφισμα του Brexit και τη νίκη του Trump. Αλλά ακόμη και αν κάποιος αγνοήσει το ιστορικό των δημοσκόπων -καλύτερο σε πολλά μέρη της Ευρώπης από ό,τι στις ΗΠΑ ή το Ην. Βασίλειο- το Brexit και ο αμερικανικός προεκλογικός αγώνας κρίθηκαν οριακά και τα λάθη των δημοσκόπων, όσο καταστροφικά και να φαίνονται, έπεσαν εντός του περιθωρίου σφάλματος. Αν τα πράγματα εξελιχθούν με τον ίδιο τρόπο στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ολλανδία, η ακροδεξιά θα ταπεινωθεί. Με υποστήριξη από το 10% έως 15% του πληθυσμού, οι δυνάμεις αυτές θα μείνουν μακριά από τη διακυβέρνηση από το κατεξοχήν λογικό, πολυκομματικό ευρωπαϊκό μοντέλο που αποφεύγει να φέρνει τους σαστισμένους ψηφοφόρους προ έντονων δυαδικών επιλογών.
Αυτό μπορεί να είναι ακριβώς αυτό που θέλουν οι δυνάμεις αυτές. Λαμβάνοντας μέρος στην κυβέρνηση δεν είναι συνήθως το στοιχείο τους, όπως διαπίστωσε ο Timo Soini, αρχηγός του εθνικιστικού, αντιευρωπαϊκού κόμματος της Φινλανδίας. Ο Soini, ο οποίος είναι επίσης υπουργός Εξωτερικών και το κόμμα του οποίου έχει πέσει κατακόρυφα στις δημοσκοπήσεις της Φινλανδίας, έχει ανακοινώσει την πρόθεσή του να παραιτηθεί τον Ιούνιο.
Οι διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι θέλουν να δουν ταχεία αλλαγή γιατί οι λαϊκιστές την υποσχέθηκαν. Αλλά η δυναμική των κυβερνήσεων συνασπισμού – και συχνά η κοινή λογική- το καθιστούν αδύνατο και έτσι οι λαϊκιστές χάνουν την υποστήριξη. Αυτό έχει ήδη συμβεί στον Wilders μετά την προηγούμενη εκλογική επιτυχία το 2010, όταν το κόμμα του πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του να βομβαρδίζει την κυβέρνηση με ερωτήσεις σχετικά με τη μετανάστευση, δεν συνέταξε σχεδόν κανένα νομοσχέδιο και βυθίστηκε στον κυβερνητικό συνασπισμό με το οποίο είχε δεσμευθεί να συνεργαστεί.
Ακόμη κι έτσι, αυτά τα κόμματα επιτελούν μια χρήσιμη λειτουργία δίνοντας φωνή στις πραγματικές ανησυχίες που επωάζουν στο εσωτερικό των κοινωνιών. Ο επίμονος αγώνας του Wilders κατά της μετανάστευσης των μουσουλμάνων έχει μετατοπίσει τον κεντρώο διάλογο προς τα δεξιά και έχει οδηγήσει σε αυστηρότερες πολιτικές μετανάστευσης κατά την τελευταία δεκαετία, παρά το γεγονός ότι το PVV δεν έλαβε μέρος στην κατάρτισή τους. Η δημοτικότητα της Le Pen έχει αναγκάσει τον Francois Fillon, τον άτυχο κεντροδεξιό υποψήφιο των φετινών εκλογών, να λάβει σκληρή στάση απέναντι στη μετανάστευση, και θα παίξει πιθανότατα σημαντικό ρόλο στις βουλευτικές εκλογές που θα λάβουν χώρα τον Ιούνιο. Δεν γίνεται να αγνοηθεί το αίτημα για καλύτερη προστασία των συνόρων και πιο περιορισμένη μετανάστευση -αλλά αυτό είναι ένα αίτημα που μπορεί να ικανοποιηθεί χωρίς άγρια πειράματα, όπως η εκλογή του Τrump ως Προέδρου των ΗΠΑ.
Οι πολιτικές της ηπειρωτικής Ευρώπης είναι ισχυρότερες, πιο σταθερές και πιο περιεκτικές από αυτές που πολλοί σχολιαστές των ΗΠΑ και της Βρετανίας αφήνουν το κοινό τους να πιστεύει. Από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι χώρες αυτές έχουν κάνει αξιοπρεπή δουλειά στο να διασφαλίσουν την αντιπροσώπευση κάθε είδους ακραίας δύναμης –από κομμουνιστές έως ακροδεξιά κόμματα- χωρίς καταστροφικές συνέπειες. Μέχρι στιγμής, μόνο τα μετα-κομμουνιστικά έθνη έχουν αποτύχει να κρατήσουν την ισορροπία -αλλά αυτό μπορεί να μην είναι προάγγελος των εξελίξεων που θα ακολουθήσουν, αλλά μάλλον ένα σημάδι ότι τα κράτη αυτά εντάχθηκαν στην ΕΕ λίγο νωρίτερα από τη χρονική στιγμή που θα ήταν έτοιμα για ένταξη. Εάν κανείς πρέπει να αναζητήσει οιωνούς, τότε οι εκλογές του Δεκεμβρίου στην Αυστρία, όπου επικράτησε εύκολα ένας πολιτικός των Πρασίνων έναντι του ακροδεξιού υποψηφίου παρά τους τόσους μήνες αναταραχής που προηγήθηκαν, μπορεί να αποτελούν πιο ενδεικτικό παράδειγμα φέτος.
Αν τα πράγματα εξελιχθούν με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να σηματοδοτήσουν την έναρξη μιας νέας εποχής στην οποία η ηπειρωτική Ευρώπη, και όχι οι ΗΠΑ, θα είναι το παγκόσμιο κέντρο της λογικής δημοκρατικής διακυβέρνησης και η μεγαλύτερη πηγή του είδους της “ήπιας εξουσίας” που τη συνοδεύει.