Οι σημαντικές εξελίξεις των τελευταίων ημερών στο μέτωπο της αγοράς ομολόγων και του τραπεζικού κλάδου, έχουν δημιουργήσει δύο πολύ σημαντικές προσδοκίες. Η μία αφορά την επιτάχυνση των αναβαθμίσεων της ελληνικής οικονομίας και των τραπεζών από τους οίκους αξιολόγησης (οι οποίες βαθμολογούνται ακόμη με “CCC”) και η άλλη την άρση/χαλάρωση του ορίου των ελληνικών ομολόγων που κατέχουν οι ελληνικές τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους.
Η επανέκδοση του 10ετούς ομολόγου η οποία έφερε και επίσημα το κόστος δανεισμού του ελληνικού δημοσίου στα ιστορικά χαμηλά του 1,5% και μάλιστα με την ισχυρή συμμετοχή ποιοτικών επενδυτών, βάζοντας έτσι τα ελληνικά assets στον χάρτη της στρατηγικής των μεγάλων μακροπρόθεσμων επενδυτών, αποτελεί χωρίς αμφιβολία μία σημαντική εξέλιξη η οποία εκπέμπει ένα ισχυρό σήμα αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης γύρω από την Ελλάδα. Αυτό σε συνδυασμό με το ορόσημο της υποχώρησης του επιτοκίου για ελληνικά έντοκα σε αρνητικά επίπεδα για πρώτη φορά στην ιστορία -το οποίο αποτελεί μεταξύ άλλων και αποτέλεσμα της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ- δεν αναμένεται να περάσουν… απαρατήρητα από τους οίκους αξιολόγησης.
Το ίδιο ισχύει και για την έγκριση του σχεδίου “Ηρακλής” για τη μείωση των κόκκινων δανείων των ελληνικών τραπεζών. Εδώ και καιρό οι οίκοι αξιολόγησης έχουν διαμηνύσει πως η αναβάθμιση της Ελλάδας περνάει μέσα από τις τράπεζες. Αυτό εξηγεί και τη στάση αναμονής που έχουν τηρήσει οι οίκοι το τελευταίο διάστημα, περιμένοντας τις εξελίξεις γύρω από την οικονομία – και τα χειροπιαστά αποτελέσματα της πολιτικής ενίσχυσης της ανάπτυξης και των επενδύσεων που εφαρμόζει με ταχύτατους ρυθμούς η Νέα Δημοκρατία, καθώς και της εξυγίανσης των ελληνικών τραπεζών από τα κόκκινα δάνεια.
Η Morgan Stanley το έθεσε ξεκάθαρα στην τελευταία της έκθεση: μία λύση για τα NPEs αναμένεται να εκληφθεί θετικά από τους οίκους αξιολόγησης. Η Fitch το έκανε ακόμη πιο… σαφές: Η έγκριση του προγράμματος προστασίας περιουσιακών στοιχείων “Ηρακλής” είναι πιστωτικά θετική. Σε πρόσφατη ανάλυσή της η Moody’s είχε επίσης υπογραμμίσει: Ταχύτερες από το αναμενόμενο βελτιώσεις στην υγεία του τραπεζικού τομέα θα μπορούσαν επίσης να αποτελέσουν έναυσμα για μια θετική αξιολόγηση.
Αξίζει να σημειώσουμε πως επόμενες προγραμματισμένες αξιολογήσεις από τους οίκους είναι στις 25 Οκτωβρίου από S&P και την 1η Νοεμβρίου από DBRS.
Σύμφωνα με τους αναλυτές, οι εξελίξεις στην αγορά ομολόγων και εντόκων σε συνδυασμό με το “πράσινο φως” για το σχέδιο “Ηρακλής” θα λύσουν τα χέρια των οίκων αξιολόγησης ενώ θα επισπεύσουν τις εξελίξεις γύρω από τα όρια που έχουν σήμερα οι ελληνικές τράπεζες σε ό,τι αφορά τις θέσεις τους στα ελληνικά ομόλογα.
“Κλειδί” για την επενδυτική εμπιστοσύνη
Το όριο που έχει τεθεί από την ΕΚΤ σε ό,τι αφορά το πόσα κρατικά ομόλογα μπορούν να κατέχουν στα βιβλία τους οι τράπεζες είναι από τα θέματα που απασχολούν έντονα τα μεγάλα διεθνή funds σχετικά με τη τρατηγική τους για τις ελληνικές τράπεζες. Αυτό το όριο το είχε επιβάλει η ΕΚΤ το 2015 και συνδεόταν με το ποσό των ελληνικών ομολόγων που κατείχαν οι ελληνικές συστημικές τράπεζες εκείνη τη στιγμή. Ωστόσο, δεδομένου ότι η χώρα είναι εκτός QΕ, και καθώς οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων βρίσκονται σε χαμηλά επίπεδα ρεκόρ, το να επιτραπεί στις τράπεζες να αγοράσουν περισσότερα ελληνικά ομόλογα είναι λογικό.
Σύμφωνα με πληροφορίες κατά τα πρόσφατα roadshows σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη, ένα από τα ερωτήματα των επενδυτών ήταν το πότε θα αρθεί αυτό το όριο.
Σύμφωνα με την HSBC, μία αλλαγή της στάσης της ΕΚΤ απέναντι σε αυτό το ζήτημα αρκεί για να ενισχύσει σημαντικά την εμπιστοσύνη των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα. Οι συζητήσεις των τραπεζών με τις ευρωπαϊκές αρχές συνεχίζονται, ωστόσο δεν υπάρχει ακόμη κάποιος χρονικός ορίζοντας για το πότε θα υπάρξει κάποια συμφωνία. Στο β’ τρίμηνο του έτους υπήρξε μία προσπάθεια να υποβληθεί σχετικό αίτημα από το ΥΠΟΙΚ και τις τράπεζες προς την ΕΚΤ, ενώ ανάλογες προσπάθειες είχαν γίνει και το φθινόπωρο του 2018, ωστόσο δεν ευοδώθηκαν.
Η HSΒC αναφέρει πως αν και όλα τα προαπαιτούμενα για να προχωρήσει το ζήτημα έχουν ικανοποιηθεί, το timing και η μορφή της αλλαγής στάση της ΕΚΤ είναι εξαιρετικά αβέβαια μέχρι στιγμής. Επίσης, όπως αναφέρει, δεν είναι ακόμη καν ξεκάθαρο εάν θα αρθούν πλήρως τα όρια επιτρέποντας στις τράπεζες να αγοράσουν όσα κρατικά ομόλογα κρίνουν οι ίδιες, ή εάν θα υπάρξει απλά αύξηση του ορίου δίνοντας κάποια περιθώρια στις τράπεζες για αύξηση των θέσεών τους. Το μόνο θέμα στο οποίο υπάρχει συμφωνία είναι ότι η απόφαση της ΕΚΤ θα είναι ξεχωριστή για κάθε τράπεζα και όχι συνολική.
Πάντως η HSBC τονίζει πως ο περιορισμός αυτός είναι ένας παράγοντας που περιορίζει σημαντικά τη ρευστότητα στη δευτερογενή αγορά και έτσι είναι ένα θέμα ανησυχίας για τους επενδυτές, εμποδίζοντας την Ελλάδα να διευρύνει την επενδυτική της βάση.
Σύμφωνα με την Axia, το πρόσφατο ισχυρό ράλι των ελληνικών ομολόγων έχει ενισχύσει τα έσοδα από συναλλαγές των ελληνικών συστημικών τραπεζών καθώς και την κεφαλαιακή τους θέση, ωστόσο η ενίσχυση αυτή έχει περιοριστεί από το όριο που έχει θέσει η ΕΚΤ για τις θέσεις τους στα ομόλογα, το οποίο και είναι σημαντικά χαμηλότερο από αυτό που έχουν οι τράπεζες της υπόλοιπης ευρωπεριφέρειας.
Σήμερα οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν κρατικά ομόλογα αξίας περίπου 15 δισ. ευρώ (μετά και το ράλι των τιμών τους). Περίπου 4,2 δισ. ευρώ η Alpha Bank, 3,8 δισ. ευρώ η Eurobank, 5,8 δισ. η Εθνική Τράπεζα και 900 εκατ. ευρώ η Τράπεζα Πειραιώς). Ωστόσο η Alpha Bank, η Eurobank και η Πειραιώς φαίνεται να έχουν πολλά περιθώρια να απορροφήσουν περισσότερους ελληνικούς κρατικούς τίτλους έτσι ώστε να πλησιάσουν την θέση που έχει η Εθνική Τράπεζα.
Ο δείκτης ομολόγων προς κεφάλαια (GGBs/CET1) για την Alpha διαμορφώνεται στο 50%, για την Eurobank στο 58% και για την Πειραιώς στο 17%, έναντι 94% για την Εθνική, τη στιγμή που για τις ευρωπαϊκές τράπεζες ξεπερνάει κατά πολύ το 100%, και φτάνει ακόμα και το 179% στην Πορτογαλία και το 163% στην Ιταλία.