Του Κώστα Ράπτη
Εκατό χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Τουρκική Δημοκρατία οδεύει την επόμενη Κυριακή σε μία εκλογική αναμέτρηση που θα κρίνει το αν η γειτονική χώρα θα παραμείνει αυθεντικά πολυκομματική, με ουσιαστικές εγγυήσεις πολιτικών ελευθεριών και δυνατότητα ομαλής δημοκρατικής εναλλαγής στην εξουσία. Μετά από δύο δεκαετίες στα πράγματα, ο Ταγίπ Ερντογάν δίνει τη μεγαλύτερη μάχη της σταδιοδρομίας του, αλλά με τη δυσκολότερη πρόγνωση από ποτέ.
Πρόκειται για μία αναμέτρηση εξαιρετικά αμφίρροπη, η οποία για τους βασικούς αντιπάλους έχει χαρακτήρα υπαρξιακό. Πολλοί αμφιβάλλουν κατά πόσον ο ισχυρός άνδρας της Άγκυρας είναι σε θέση να παραδεχθεί ενδεχόμενη ήττα και να αποχωρήσει αθορύβως από το “Παλάτι”, ιδίως εάν η διαφορά είναι αρκούντως μικρή, ώστε να επιτρέπει κάθε είδους αμφισβητήσεις. Οι ποινικές κατηγορίες με τις οποίες θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπος ο ίδιος και το περιβάλλον του, δίνουν στο διακύβευμα διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές μιας απλής πολιτικής αποδοκιμασίας και τροφοδοτούν ποικίλα σενάρια για υπόγειες διαπραγματεύσεις ενόψει της επόμενης μέρας.
Αλλά και για την υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου αντιπολίτευση η ευκαιρία που δίνεται είναι κυριολεκτικά η τελευταία. Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι χρειάστηκε η δημιουργία ενός εξακομματικού μπλοκ ετερόκλητων δυνάμεων (από κεντροαριστερές μέχρι εθνικιστικές και ισλαμιστικές) για να απειληθεί στα σοβαρά η κυριαρχία του Ερντογάν, με την εξωτερική στήριξη του φιλοκουρδικού κόμματος HDP και της Αριστεράς (που δεν προτείνουν προεδρικό υποψήφιο) να δίνει στο όλο εγχείρημα τα χαρακτηριστικά δημοκρατικής πανστρατιάς. Είναι σαφές ότι αν ο νυν πρόεδρος κρατηθεί στην εξουσία, το πολίτευμα θα έχει ριζικά τροποποιηθεί, το HDP θα τεθεί εκτός νόμου και η καταστολή θα αρχίσει να αγγίζει και τη mainstream αντιπολίτευση.
Η επιλογή της ημερομηνίας των βουλευτικών και προεδρικών εκλογών αποκτά έτσι συμβολισμό αντίστροφο από τον επιδιωκόμενο: η επέτειος της εμπέδωσης του τουρκικού πολυκομματισμού το 1950, με την πρώτη εκλογική νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος του Μεντερές (οιονεί προπάτορα του Ερντογάν), μεταφέρει την πρόκληση στο σήμερα, αντιστρέφοντας τους ρόλους των πρωταγωνιστών.
Στρατηγική δεύτερου γύρου
Η εκλογική στρατηγική του Ερντογάν συνίσταται στο να οδηγήσει τη μάχη για την προεδρία στον δεύτερο γύρο, έχοντας εξασφαλίσει από τις 14 Μαΐου πλειοψηφία, έστω και σχετική, του κόμματος και των συμμάχων του στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών. Ως προς αυτό η ενθάρρυνση της υποψηφιότητας του Μουχαρέμ Ιντζέ (κοινού υποψηφίου της αντιπολίτευσης το 2018) έπαιξε ήδη τον ρόλο της, όμως όσο πλησιάζει η ημερομηνία των εκλογών η δυναμική του “τρίτου ανθρώπου” υποχωρεί και η πόλωση εντείνεται.
Σύμφωνα με την τακτική μηνιαία δημοσκόπηση της εταιρείας Yöneylem, η οποία διεξήχθη στα τέλη Απριλίου, η πρόθεση ψήφου διαμορφώνεται στο 48,6% για τον Κιλιτσντάρογλου (με αύξηση 2,2 μονάδων από τον Μάρτιο), στο 42,5% για τον Ερντογάν ( 0,9%), στο 3,7% για τον Ιντζέ (-5,4%) και στο 5,2 για τον εθνικιστή υποψήφιο Ογάν ( 2,3%).
Σε ό,τι αφορά τις βουλευτικές εκλογές η ίδια έρευνα δίνει ποσοστό 35,2% στο κυβερνών ΑΚΡ ( 0,2%), 30,7% στο CHΡ του Κιλιτσντάρογλου ( 3,1%), 9,8% στο κόμμα της εθνικίστριας συμμάχου του τελευταίου Μεράλ Άκσενερ ( 0,3%), 9,3% στο μέτωπο Πράσινων-Αριστεράς που φιλοξενεί και τους υποψήφιους του υπό διωγμόν HDP, 6,3% στο συμπολιτευόμενο Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης και 8,7% (-3,6%) στα μικρότερα κόμματα.
Μεγάλος άγνωστος και ουσιαστικός κριτής της αναμέτρησης είναι τα πέντε εκατομμύρια των νέων που θα ψηφίσουν για πρώτη φορά, ενώ υπολογίζεται ότι περίπου ένα εκατομμύριο πληγέντες από τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου δεν θα μπορέσουν να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα.
Η πολιτική “νόσος”
Η αδιαθεσία του Ερντογάν κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής του εμφάνισης την περασμένη εβδομάδα και η απουσία του από προεκλογικές υποχρεώσεις επί τριήμερο έδωσε λαβή για κάθε είδους ερωτήματα και σενάρια. Όμως η πραγματική “ασθένεια” του Τούρκου προέδρου είναι πολιτική. Η προεκλογική του καμπάνια αποτυπώνει την αποκοπή του από το ευρύτερο κοινό λόγω της πολυετούς παραμονής στην εξουσία και την επιλογή του να απευθύνεται περισσότερο στον σκληρό πυρήνα των οπαδών του, με σχοινοτενείς τηλεοπτικούς μονολόγους ή συγκεντρώσεις με επιλεγμένο ακροατήριο.
Το ταλέντο του να καλλιεργεί την πόλωση, πάνω σε άλλοτε άλλη διαχωριστική γραμμή, δεν μοιάζει να αποδίδει πια. Η αναζήτηση “εσωτερικού εχθρού” τον οδηγεί στην ανακίνηση του “κουρδικού κινδύνου|” κατά τρόπο που στέλνει μια κρίσιμη μάζα ψηφοφόρων στον αντίπαλό του (όπως αποδεικνύει η θριαμβευτική εμφάνιση του Κιλιτσντάρογλου στην πόλη Βαν όπου το κόμμα του έχει αμελητέες δυνάμεις και η δημόσια υιοθέτηση της υποψηφιότητάς του από τον κρατούμενο συνιδρυτή του HDP Σελαχατίν Ντεμίρτας). Και τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο αντιφατικά, όταν αποκαλύπτεται ότι οι κυβερνώντες, αναζητώντας αντίβαρο, πραγματοποιούν συνομιλίες με τον φυλακισμένο ηγέτη του ΡΚΚ Αμπντουλάχ Οτσαλάν ή όταν συνάπτουν συμμαχία με την κουρδική ισλαμιστική (και με τρομοκρατικό παρελθόν) οργάνωση Huda-Par, προκαλώντας αντιδράσεις από το εθνικιστικό ακροατήριο.
“Ενεργούμενα της Δύσης”
Ο Ερντογάν συνεχίζει βέβαια το αφήγημα της “ισχυρής Τουρκίας”, της οποίας την ανάδυση επιχειρούν να ανακόψουν τα ενεργούμενα της Δύσης. Χαρακτηριστικά, σε ομιλία του στην Κερασούντα, υποστήριξε ότι αν εκλεγεί ο Κιλιτσντάρογλου θα σταματήσει η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου των οποίων την ανακάλυψη έσπευσε να πανηγυρίσει, θα απελευθερωθεί ο Ντεμίρτας και θα προωθηθούν οι LGBT αξίες. “Δεν θα θυσιάσετε τον αρχηγό σας για τα κρεμμύδια και τις πατάτες” ήταν το σχόλιό του για την πορεία του πληθωρισμού, η οποία υποστηρίζει ότι είναι καθοδική.
Με λιγότερες περιστροφές, ο υπουργός Εσωτερικών Σουλεϊμάν Σοϊλού, ο οποίος επίσης πλειοδοτεί σε αντι-LGBT ρητορική, δήλωσε ότι τυχόν νίκη της αντιπολίτευσης θα αποτελεί την πραγματική επιτυχία της απόπειρας πραξικοπήματος του 2016. Αν μια τέτοια γλώσσα απονομιμοποίησης των αντιπάλων προοιωνίζεται ομαλή εκλογική και μετεκλογική πορεία είναι ανοιχτό ερώτημα…
Προεκλογική ανθελληνική πλειοδοσία
Θύμα της προεκλογικής έντασης στη γείτονα φαίνεται πως πέφτει και το κλίμα εκτόνωσης των ελληνοτουρκικών εντάσεων το οποίο προέκυψε μετά τους σεισμούς της 6ης Φεβρουαρίου. Ερντογάν και Κιλιτσντάρογλου έχουν μπει σε αγώνα ρητορικής πλειοδοσίας, με τον πρώτο να κατηγορεί την αντιπολίτευση ότι ενοχλείται όσο και “αυτοί που βρίσκονται στην άλλη πλευρά της θάλασσας” από τις εξοπλιστικές “επιτυχίες” της κυβέρνησής του και τον δεύτερο να επικρίνει τον νυν πρόεδρο ότι δεν έχει κάνει τίποτε για τα “νησιά που κατέχει παρανόμως η ελληνική πλευρά”.
Υπενθυμίζεται ότι η πατρότητα του εφευρήματος των 17 “κατεχόμενων νησιών” ανήκει ακριβώς στον Κιλιτσντάρογλου, ο οποίος πάντως κατά τα λοιπά διανθίζει τη γλώσσα των απειλών με ανοίγματα προς την ελληνική πλευρά, όπως έδειξε και η συνέντευξή του στη “Ναυτεμπορική”, όπου εξέφρασε επιθυμία για περισσότερη “σταθερότητα, αμοιβαία εμπιστοσύνη και κατανόηση στις σχέσεις μας”, μίλησε για κοινή μοίρα των δύο λαών, ανακάλεσε το δόγμα του Ατατούρκ “ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο” και πρότεινε ελληνοτουρκική συνεργασία σε θέματα όπως η κλιματική μεταβολή. Το κρίσιμο στοιχείο πάντως είναι οι διαρκείς αναφορές του στη συνέχεια της κρατικής πολιτικής, ανεξαρτήτως κομμάτων.