Tου Leonid Bershidsky – Οι ρωσικές προεδρικές εκλογές που έλαβαν χώρα την Κυριακή ήταν ψεύτικες, αλλά το αποτέλεσμά τους είναι αρκετά πραγματικό. Έδειξαν σαφώς ότι η πλειοψηφία των Ρώσων αποδέχεται τους κανόνες που τους επέβαλε ο Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν. Αυτό από μόνο του είναι ένα είδος δημοκρατικής επιλογής, με σαφείς επιπτώσεις στους εχθρούς του Πούτιν μέσα και έξω από τη Ρωσία.
Οι εκλογές ήταν ψεύτικες επειδή ο πιο ισχυρός και πιο ταλαντούχος πολιτικά αντίπαλος του Πούτιν, Αλεξέι Ναβάλνι, δεν είχε τη δυνατότητα να είναι υποψήφιος λόγω μίας σκληρής ποινικής καταδίκης του. Ήταν ψεύτικες επειδή οι “αντίπαλοι υποψήφιοι” επιλέχτηκαν από το ίδιο το Κρεμλίνο και επειδή η πλειοψηφία των ρωσικών μέσων ενημέρωσης είναι υπό τον άμεσο ή έμμεσο έλεγχο του Κρεμλίνου. Ήταν επίσης ψεύτικες εξαιτίας της σκληρής διοικητικής πίεσης στα εκατομμύρια εξαρτημένων από την κυβέρνηση ψηφοφόρων – δημοσίων υπαλλήλων, φοιτητών, εργαζομένων σε κρατικές επιχειρήσεις – να προσέλθουν στις κάλπες και επειδή σε πολλά εκλογικά κέντρα, ειδικά σε εκείνα όπου η εύθραυστη ρωσική αντιπολίτευση δεν είχε “μάρτυρες”, οι κάλπες ήταν γεμάτες.
Ωστόσο, αυτή τη φορά υπάρχουν λιγότεροι λόγοι σε σχέση με αρκετές προηγούμενες εκλογές για να περιγράψουμε το αποτέλεσμα ως πλαστό. Ο Sergei Shpilkin, φυσικός και εκλογικός στατιστικολόγος, ο οποίος απέδειξε πειστικά ότι υπήρξαν παρατυπίες σε προηγούμενα εκλογικά αποτελέσματα, σημείωσε ότι το επίπεδο ψευδούς ψήφου ήταν “πιθανότατα σε ιστορικό χαμηλό” και κοντά σε αυτό του 2004, κατά τη διάρκεια της δεύτερης, χωρίς συγκρούσεις εκλογής του Πούτιν. Σύμφωνα με τον Shpilkin, έως και 8 εκατομμύρια ψήφοι μπορεί να έχουν προστεθεί στην πραγματική καταμέτρηση.
Ακόμα και η “διόρθωση” των επίσημων στοιχείων θα είχε ως αποτέλεσμα μία αξιοπρεπή συμμετοχή 60% και ένα ποσοστό περίπου στο 74% για τον Πούτιν. Χωρίς τη διόρθωση, η προσέλευση έφτασε το 67,4%, ποσοστό μεγαλύτερο από αυτό του 2004 και του 2012, και ο Πούτιν κέρδισε 77,7% των ψήφων – το υψηλότερο ποσοστό που κέρδισε ποτέ.
Δεδομένων των περιοριστικών κανόνων πολιτικής της Ρωσίας και της συστηματικής καταστολής της αντιπολίτευσης και των μέσων ενημέρωσης, οι εκλογές αναγκαστικά μετατράπηκαν σε ένα δημοψήφισμα για την κυριαρχία του Πούτιν, με την προσέλευση να αποκτά πρωταρχική σημασία. Το Κρεμλίνο έκανε ό,τι ήταν δυνατό για να ενθαρρύνει την προσέλευση στις κάλπες, προβαίνοντας σε μια μαζική εκστρατεία για να πάνε οι πολίτες να ψηφίσουν και καθοδηγώντας τις περιφερειακές αρχές να επιδιώξουν τη μέγιστη συμμετοχή των ψηφοφόρων. Διάφορα είδη δώρων – από τρόφιμα με έκπτωση μέχρι δωρεάν εισιτήρια κινηματογράφου, από διαγωνισμούς selfie μέχρι λαχεία – έγιναν κάτι το σύνηθες, σύμφωνα με την Golos, μία μη κυβερνητική οργάνωση που παρακολουθεί τις ρωσικές εκλογές. Αλλά τίποτα από αυτά δεν θα είχε δουλέψει εάν οι Ρώσοι δεν ήταν πρόθυμοι να παίξουν το παιχνίδι του Πούτιν: Τα προϊόντα δελεασμού δεν είχαν σημαντική χρηματική αξία και η πίεση για συμμετοχή ήταν αρκετά ήπια κι έτσι οι περισσότεροι άνθρωποι θα μπορούσαν να έχουν αντισταθεί.
Κατά κάποιον τρόπο, ο Ναβάλνι, ο οποίος κάλεσε σε μποϊκοτάζ των εκλογών αφότου τέθηκε εκτός κούρσας, ήταν ο μεγαλύτερος ηττημένος την Κυριακή. Η υψηλή προσέλευση έδειξε ότι οι Ρώσοι δέχονται ευχάριστα τους κανόνες του Πούτιν, ακόμα και αν δεν υπάρχει ισχυρή τάση προς το να συμμετάσχουν ενεργά ή να αγνοήσουν το παιχνίδι του Προέδρου.
Ο εκπρόσωπος της καμπάνιας του Πούτιν, Alexei Kondrashov, ευχαρίστησε το Ηνωμένο Βασίλειο για τη νίκη του Πούτιν, λέγοντας ότι η έντονη αντίδρασή του για τη δηλητηρίαση ενός πρώην διπλού πράκτορα στη Βρετανία συνέβαλε στη συσπείρωση των Ρώσων γύρω από τον πρόεδρο. “Και πάλι άρχισαν να μας ασκούν πιέσεις, ακριβώς τη στιγμή που έπρεπε να κινητοποιηθούμε”, είπε. “Κάθε φορά που η Ρωσία κατηγορείται για κάτι αβάσιμο και χωρίς αποδείξεις, όλος ο ρωσικός λαός εμφανίζεται ενωμένος ενάντια στο επίκεντρο της δύναμης”. Η θεωρία αυτή θα μπορούσε να αποτελεί ένα κίνητρο για την απόπειρα δολοφονίας του Σεργκέι Σπριπάλ και της κόρης του Τζούλια, σε αντίθεση με την επίσημη γραμμή της Μόσχας (ο εκπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη, Vasily Nebenzya, επέμεινε πρόσφατα ότι το Κρεμλίνο δεν θα μπορούσε να επωφεληθεί από τέτοια βία πριν από τις εκλογές).
Ο Πούτιν δεν διεξήγαγε τέτοια καμπάνια αυτή τη φορά: Ούτε δημοσίευσε ποτέ μια εκλογική πλατφόρμα. Αυτό που έκανε ήταν να υπογραμμίσει την περιφρόνηση στην ηγεμονία των ΗΠΑ σε μια κομβική ομιλία στην οποία παρουσίασε μισή ντουζίνα νέα στρατηγικά όπλα. Η υπόθεση Σκριπάλ “ταίριαξε” στη μινιμαλιστική προσπάθεια προσέλκυσης ψήφων του Πούτιν. Ακόμη και αν οι διαγωνισμοί selfie και όλα τα υπόλοιπα ήταν τελικά πιο αποτελεσματικά από την επίδειξη δύναμης και την επιθετική ρητορική στην κρατική τηλεόραση – κάτι που νομίζω ότι θα μπορούσε να συμβεί – οι ιδεολόγοι του Κρεμλίνου θα είναι πλέον πεπεισμένοι για τη συσπειρωτική επίδραση της ενίσχυσης των δυνάμεων της χώρας μέχρι το νέο Ψυχρό Πόλεμο. Θα είναι ένα πρόσθετο κίνητρο για να αγνοήσει κανείς τους κανόνες αλληλεπίδρασης με τους “δυτικούς εταίρους μας”, όπως αρέσει στον Πούτιν να τους αποκαλεί, με ένα πονηρό χαμόγελο. Θα αποτελέσει επίσης πρόσχημα για να συνεχίσει η καθυστέρηση κάθε οικονομικής αλλαγής: Γιατί να αλλάξει το σύστημα εάν ένας εξωτερικός εχθρός κρατά τους Ρώσους ενωμένους και πρόθυμους να τα βγάλουν πέρα στις δυσκολίες;
Αν και ο Kondrashov δεν είναι κάποιος σημαντικός αξιωματούχος του Κρεμλίνου, η παρατήρησή του αντικατοπτρίζει την τετάρτη θητεία του Πούτιν στην εξουσία. Δεν υπάρχει κανένας λόγος για το Κρεμλίνο να αποσυρθεί από τις πολυάριθμες συγκρούσεις που έχει με τη Δύση σήμερα – σε σχέση με τα χημικά όπλα, το hacking, την προπαγάνδα και την παραπληροφόρηση, τους πολέμους και τις συμμαχίες στη Μέση Ανατολή, την Ουκρανία, τα κανάλια διανομής ενέργειας. Τα αποτελέσματα των εκλογών ενισχύουν επίσης τα επιθετικά “γεράκια” στο περιβάλλον του Πούτιν και αποδυναμώνουν τους τεχνοκράτες που επισημαίνουν ότι η στασιμότητα της οικονομίας υπονομεύει τη σταθερότητα του καθεστώτος. Το να επικεντρωθεί στα οικονομικά ζητήματα, σίγουρα δεν θα ήταν τόσο αποδοτικό πολιτικά όσο η ανυπακοή του Πούτιν – και την ανυπακοή είναι ευκολότερο να τη διατηρήσει κανείς.
Υποστήριξα νωρίτερα φέτος ότι ο πραγματικός αντίπαλος του Πούτιν στις εκλογές θα ήταν ένα υψηλό ποσοστό αποχής. Θα είχε σημάνει μία εν μέρει ετοιμότητα για αλλαγή εάν οι λαϊκοί ηγέτες πίεζαν προς αυτή την κατεύθυνση. Τα επόμενα έξι χρόνια θα ήταν μια καλή στιγμή για την εμφάνιση εναλλακτικών λύσεων, δεδομένου ότι ο Πούτιν, που δεν επιθυμεί να αλλάξει το σύνταγμα, πρέπει να αποχωρήσει στις επόμενες εκλογές. (Ο ίδιος αστειευόταν την Κυριακή με την ιδέα να είναι υποψήφιος και πάλι το 2030: “Κάντε τα μαθηματικά. Θα είμαι ακόμα σε αυτή τη θέση μέχρι να φτάσω στα 100 μου χρόνια; Όχι”.
Αλλά η απάθεια εξαφανίστηκε τόσο εύκολα όσο και οι αδιάφοροι αντίπαλοι του Πούτιν. Η πιθανότητα μιας ομαλής μεταβίβασης εξουσίας σε έναν εξίσου “επιθετικό” διάδοχο μόλις αυξήθηκε και η Δύση πρέπει να ετοιμαστεί για μια μακρά περίοδο με μια σκληρή, ύπουλη, εχθρική, χωρίς συμβιβασμούς Ρωσία. Θα χρειαζόταν ένα θαύμα για να στρέψει τη χώρα σε διαφορετική πορεία.