Σε αντίθεση με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία αποτέλεσε ως επί το πλείστον ένα μεγάλο αρνητικό συνολικό πλήγμα στο επίπεδο της ζήτησης, η επόμενη ύφεση είναι πιθανό να προκληθεί από μόνιμους αρνητικούς κραδασμούς από τον εμπορικό και τεχνολογικό πόλεμο Κίνας-ΗΠΑ. Πάντως, η προσπάθεια να αποκατασταθεί η ζημιά μέσω ατελείωτων νομισματικών και δημοσιονομικών κινήτρων δεν αποτελεί λύση.
ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ – Υπάρχουν τρεις αρνητικές κρίσεις εφοδιασμού που θα μπορούσαν να προκαλέσουν παγκόσμια ύφεση μέχρι το 2020. Όλες αντικατοπτρίζουν πολιτικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις διεθνείς σχέσεις – οι δύο αφορούν την Κίνα ενώ οι ΗΠΑ βρίσκονται στο επίκεντρο όλων. Επιπλέον, καμία δεν υπόκειται στα παραδοσιακά εργαλεία της αντικυκλικής μακροοικονομικής πολιτικής.
Η πρώτη ενδεχόμενη κρίση προέρχεται από τον εμπορικό και νομισματικό πόλεμο μεταξύ Κίνας – ΗΠΑ, ο οποίος κλιμακώθηκε νωρίτερα αυτό τον μήνα όταν η κυβέρνηση του προέδρου Donald Trump απείλησε με πρόσθετους δασμούς τις κινεζικές εξαγωγές και επισήμως χαρακτήρισε την Κίνα ως χειριστή νομισμάτων. Η δεύτερη αφορά τον ψυχρό πόλεμο που αναπτύσσεται αργά ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα στον τομέα της τεχνολογίας. Σε μια αντιπαλότητα που έχει όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της «Παγίδας του Θουκιδίδη», η Κίνα και η Αμερική αγωνίζονται για την κυριαρχία στις βιομηχανίες του μέλλοντος: τεχνητή νοημοσύνη (AI), ρομποτική, τεχνολογία 5G κτλ. Οι ΗΠΑ έχουν καταχωρήσει τον κινεζικό γίγαντα τηλεπικοινωνιών Huawei στον «κατάλογο οντοτήτων» που προορίζεται για όσες ξένες εταιρείες θεωρείται ότι αποτελούν απειλή εθνικής ασφάλειας. Και παρ’ όλο που η Huawei έλαβε προσωρινές εξαιρέσεις που της επέτρεψαν να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα αμερικανικά εξαρτήματα, η κυβέρνηση Trump αυτή την εβδομάδα ανακοίνωσε ότι πρόσθεσε στη λίστα άλλες 46 θυγατρικές της Huawei.
Ο τρίτος σημαντικός κίνδυνος αφορά τις προμήθειες πετρελαίου. Αν και οι τιμές του πετρελαίου έχουν μειωθεί τις τελευταίες εβδομάδες και μια ύφεση που θα προκαλούνταν από τον πόλεμο στον τομέα του εμπορίου, του νομίσματος και της τεχνολογίας θα μείωνε την ενεργειακή ζήτηση και θα οδηγούσε σε πτώση των τιμών, η αντιπαράθεση της Αμερικής με το Ιράν θα μπορούσε να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα. Σε περίπτωση που η σύγκρουση αυτή κλιμακωθεί σε μια στρατιωτική σύγκρουση, οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να κορυφωθούν παγκοσμίως και να οδηγήσουν σε ύφεση, όπως ακριβώς συνέβη κατά τις προηγούμενες καταστροφές στη Μέση Ανατολή το 1973, το 1979 και το 1990.
Και οι τρεις από αυτές τις πιθανές κρίσεις θα είχαν σταδιακή επίδραση αυξάνοντας την τιμή των εισαγόμενων καταναλωτικών αγαθών, των ενδιάμεσων εισροών, των τεχνολογικών εξαρτημάτων και της ενέργειας, μειώνοντας παράλληλα την παραγωγή διαταράσσοντας τις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Ακόμα χειρότερα, η σύγκρουση ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ τροφοδοτεί ήδη μια ευρύτερη διαδικασία αποπαγκοσμιοποίησης, επειδή οι χώρες και οι επιχειρήσεις δεν μπορούν πλέον να υπολογίζουν στη μακροπρόθεσμη σταθερότητα αυτών των ενοποιημένων αλυσίδων αξίας. Καθώς το εμπόριο αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου, εργασίας, πληροφόρησης, δεδομένων και τεχνολογίας βαλκανοποιείται ολοένα και περισσότερο, το παγκόσμιο κόστος παραγωγής θα αυξηθεί σε όλες τις βιομηχανίες.
Επιπλέον, ο πόλεμος στον τομέα του εμπορίου και του νομίσματος καθώς και ο ανταγωνισμός στην τεχνολογία θα αλληλοενισχύονται. Αναλογιστείτε την περίπτωση της Huawei, η οποία σήμερα αποτελεί παγκόσμιο ηγέτη στον εξοπλισμό 5G. Αυτή η τεχνολογία σύντομα θα μετατραπεί στην κλασσική μορφή σύνδεσης για τις περισσότερες σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές υποδομές, για να μην αναφέρουμε τα βασικά καταναλωτικά αγαθά που συνδέονται μέσω του αναδυόμενου Διαδικτύου των Πραγμάτων. Η παρουσία ενός τσιπ 5G σημαίνει ότι οτιδήποτε από μια τοστιέρα μέχρι μια καφετιέρα θα μπορούσε να γίνει συσκευή παρακολούθησης. Αυτό σημαίνει ότι αν η Huawei θεωρείται ευρέως απειλή εθνικής ασφάλειας, το ίδιο θα συνέβαινε και με χιλιάδες εξαγωγές κινεζικών καταναλωτικών αγαθών.
Είναι εύκολο να φανταστούμε το πώς η σημερινή κατάσταση θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρη καταστροφή του παγκόσμιου ανοιχτού εμπορικού συστήματος. Το ερώτημα λοιπόν είναι κατά πόσον οι δημιουργοί της νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής είναι προετοιμασμένοι για μια συνεχή – ή και μόνιμη – αρνητική κρίση στον τομέα του εφοδιασμού.
Μετά τις σταδιακές κρίσεις της δεκαετίας του 1970, οι φορείς χάραξης νομισματικής πολιτικής απάντησαν με αυστηρότερη νομισματική πολιτική. Ωστόσο, σήμερα μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ, επιδιώκουν ήδη τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής, επειδή οι προσδοκίες σχετικά με τον πληθωρισμό παραμένουν χαμηλές. Οποιαδήποτε πληθωριστική πίεση από μια πετρελαϊκή κρίση θα γίνει αντιληπτή από τις κεντρικές τράπεζες ως απλή επίδραση σε επίπεδο τιμών και όχι ως συνεχής αύξηση του πληθωρισμού.
Με την πάροδο του χρόνου, οι αρνητικές κρίσεις σε επίπεδο προσφοράς τείνουν επίσης να καταστούν προσωρινές αρνητικές κρίσεις στον τομέα της ζήτησης που μειώνουν τόσο την ανάπτυξη όσο και τον πληθωρισμό, οδηγώντας έτσι σε ύφεση την κατανάλωση και τις κεφαλαιουχικές δαπάνες. Πράγματι, υπό τις σημερινές συνθήκες, οι αμερικανικές και παγκόσμιες δαπάνες για τα εταιρικά κεφάλαια οδηγούνται σε ύφεση εξαιτίας της αβεβαιότητας σχετικά με την πιθανότητα, τη σοβαρότητα και την επιμονή των τριών πιθανών κρίσεων.
Στην πραγματικότητα, με τις επιχειρήσεις στις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Κίνα και άλλα μέρη της Ασίας να έχουν περιορίσει τις κεφαλαιουχικές δαπάνες, ο παγκόσμιος κλάδος της τεχνολογίας, της παραγωγής και του βιομηχανικού τομέα βρίσκεται ήδη σε ύφεση. Ο μόνος λόγος για τον οποίο αυτό δεν έχει μεταφραστεί σε παγκόσμια ύφεση είναι ότι η ιδιωτική κατανάλωση παραμένει ισχυρή. Αν η τιμή των εισαγόμενων αγαθών αυξηθεί περαιτέρω ως αποτέλεσμα οποιασδήποτε από αυτές τις αρνητικές κρίσεις στον τομέα του εφοδιασμού, η πραγματική (προσαρμοσμένη στον πληθωρισμό) αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών θα δεχόταν αρνητική επιρροή, όπως και η εμπιστοσύνη των καταναλωτών, ρίχνοντας την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση.
Με βάση το ενδεχόμενο μιας συνολικής αρνητικής κρίσης στον τομέα της ζήτησης στο άμεσο μέλλον, οι κεντρικές τράπεζες ορθώς μειώνουν τα επιτόκια. Ωστόσο, οι υπεύθυνοι χάραξης δημοσιονομικής πολιτικής θα πρέπει επίσης να προετοιμάσουν μια παρόμοια βραχυπρόθεσμη απάντηση. Μια απότομη πτώση της ανάπτυξης και της συνολικής ζήτησης θα απαιτούσε χαλάρωση της αντικυκλικής δημοσιονομικής πολιτικής για να αποφευχθεί η υπερβολή στη σοβαρότητα της ύφεσης.
Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα, η καλύτερη απάντηση δεν θα ήταν η αντιμετώπιση των αρνητικών κρίσεων στον τομέα του εφοδιασμού, αλλά η προσαρμογή σε αυτές χωρίς περαιτέρω χαλάρωση. Εξάλλου, οι αρνητικές κρίσεις στον τομέα της προσφοράς από τον πόλεμο στο εμπόριο και την τεχνολογία θα είναι μάλλον μόνιμες, όπως και η μείωση της δυνητικής ανάπτυξης. Το ίδιο ισχύει και για το Brexit: η εγκατάλειψη της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα επιβαρύνει τη Βρετανία με μόνιμη αρνητική κρίση στον τομέα του εφοδιασμού και έτσι θα μειώσει μόνιμα τη δυνητική ανάπτυξη.
Τέτοιες κρίσεις δεν μπορούν να αντιστραφούν μέσω της χάραξης κάποιας νομισματικής ή δημοσιονομικής πολιτικής. Παρ’ όλο που μπορούν να αντιμετωπιστούν βραχυπρόθεσμα, οι προσπάθειες για μόνιμη αποδοχή τους θα οδηγήσουν τελικά σε πληθωρισμό και προσδοκίες για τον πληθωρισμό που θα φτάσουν πολύ πάνω από τους στόχους των κεντρικών τραπεζών. Στη δεκαετία του 1970, οι κεντρικές τράπεζες δέχτηκαν δύο μεγάλες πετρελαϊκές κρίσεις. Το αποτέλεσμα ήταν η συνεχής αύξηση του πληθωρισμού και των προσδοκιών για τον πληθωρισμό, τα μη βιώσιμα δημοσιονομικά ελλείμματα και η συσσώρευση δημόσιου χρέους.
Τέλος, υπάρχει μια σημαντική διαφορά ανάμεσα στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και στις αρνητικές κρίσεις στον τομέα του εφοδιασμού που θα μπορούσαν να πλήξουν την παγκόσμια οικονομία σήμερα. Επειδή η πρώτη αποτελούσε ως επί το πλείστον ένα μεγάλο αρνητικό συνολικό πλήγμα στον τομέα της ζήτησης που έριξε την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό, αντιμετωπίστηκε κατάλληλα με νομισματικά και δημοσιονομικά κίνητρα. Αυτή τη φορά όμως, ο κόσμος θα αντιμετωπίζει συνεχείς αρνητικές κρίσεις εφοδιασμού που θα απαιτούσαν μια πολύ διαφορετική πολιτική απάντηση μεσοπρόθεσμα. Η προσπάθεια να αποκατασταθεί η ζημιά μέσω ατελείωτων προγραμμάτων για νομισματικά και δημοσιονομικά κίνητρα δεν αποτελεί λογική επιλογή.
του Nouriel Roubini