Η προβληματική της κρίσης στα πλαίσια της τρέχουσας αναδιάρθρωσης της παγκοσμιοποίησης φαίνεται πως αναδεικνύεται, στις μέρες μας, σε ένα νέο κομβικό θεωρητικό πεδίο ανανέωσης όλων των κοινωνικών επιστημών. Συγκεκριμένα, η σύνθεση πολλών νέων προσεγγίσεων που αναδύονται λόγω της τρέχουσας κοινωνικοοικονομικής παγκόσμιας πραγματικότητας μάς υποδεικνύει πως μπορούμε και οφείλουμε να εξετάσουμε την παγκόσμια κρίση ως το γέννημα μίας πολυετούς διαδικασίας δομικής ωρίμανσης της δυναμικής της παγκοσμιοποίησης.
Παρά το γεγονός, ωστόσο, ότι εμφανίζονται προσεγγίσεις που καλύπτουν σε κάποιον βαθμό την εξέταση και ερμηνεία της ελληνικής κρίσης, κάποιος μπορεί να διακρίνει, σε ένα σχετικά μεγάλο μέρος εξ αυτών, μία σχετική ανεπάρκεια εμβάθυνσης στην δομική και εξελικτική διάσταση του φαινομένου. Αυτή η αβαθής οπτικής της ίδιας της έννοιας της κρίσης έχει ως αποτέλεσμα να διαιωνίζονται ορισμένες ερμηνευτικές αστοχίες, όσον αφορά ειδικότερα τους ενδογενείς περιορισμούς στην άρθρωση μιας αποτελεσματικής «αντι-κρισιακής» οικονομικής πολιτικής.
Εμείς εστιάζουμε, ειδικότερα, στην συνδυασμένη αναπαραγωγή και διάχυση τριών ειδών εννοιολογικών στρεβλώσεων, όσον αφορά την άρθρωση οικονομικής πολιτικής απέναντι στη τρέχουσα κρίση, οι οποίες θεωρούν λανθασμένα:
-Την οικονομική πολιτική είτε ως απο-ιδεολογικοποιημένη κατασκευή είτε ως απο-τεχνικοποιημένο βολονταρισμό.
-Την οικονομική πολιτική ως απο-στρατηγικοποιημένη σύνθεση.
-Την οικονομική πολιτική ως αυτόματη, αδιαβάθμητη και άχρονη διαδικασία.
Αναλυτικότερα, σε ό,τι αφορά την πρώτη διάσταση, υπάρχει μία νοητή διελκυστίνδα στο ένα άκρο της οποίας δημιουργείται η ψευδαίσθηση πως η άρθρωση της αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής είναι, απλώς, ένα στενά «τεχνικό ζήτημα». Δηλαδή, εκτιμάται – συνήθως εμμέσως και με υπονοούμενο τρόπο – πως δεν θα μπορούσε να υπάρχει παρά μόνον «μία σωστή λύση, πάντοτε» για την αντιμετώπιση της κρίσης που διάγουμε, ανεξαρτήτως πολιτικού περιβάλλοντος, κοινωνικών προτεραιοτήτων και ιδεολογικών παραμέτρων που επικρατούν πολιτικά. Στο άλλο άκρο, υπάρχει η ακριβώς αντίθετη άποψη –και αυτή λανθασμένη- που συνοψίζεται στο ακραίως παραπλανητικό «οι άνθρωποι πάνω από τους αριθμούς», υποδηλώνοντας πως η αντιμετώπιση της κρίσης θα μπορούσε να είναι μια άσκηση αμιγούς ιδεολογικού βολονταρισμού, του τύπου «μπορούμε να κάνουμε τα πάντα, άμεσα και όπως θέλουμε»…
Αυτή η πρώτη «αντιπαράθεση», φυσικά, είναι άγονη καθώς η οικονομική πολιτική, πάντα και σε κάθε επίπεδο της, δεν μπορεί παρά να αποτελεί παράγωγο τόσο των «θετικών» όσο και των «δεοντολογικών» διαστάσεων της οικονομικής επιστήμης. Στην πραγματικότητα, οι φορείς οικονομικής πολιτικής, όσο κι αν επικαλούνται την «αντικειμενική οπτική» τους, θέτουν πάντοτε ορισμένους σκοπούς οι οποίοι προκύπτουν από τις αξιολογικές κρίσεις τους και ενσωματώνουν τις ιδεολογικές και πολιτικές τους προτιμήσεις και προτεραιότητες. Έτσι, η οικονομική πολιτική είναι πάντα ένα σύνθετο και δύσκολα διαιρετό μίγμα «δεοντολογικών» και «θετικών» συνιστάμενων: ιδεολογικό και τεχνικό συγχρόνως, σε άμεση σχέση με τους περιορισμούς του «περιβάλλοντος» που αντιμετωπίζει.
Ως παράγωγο της προηγούμενης σχετικά ευρείας πρώτης παρανόησης, αναδύεται και η δεύτερη αστοχία, που αφορά στην προσπάθεια εννοιολογικής «απο-στρατηγικοποίησης» της οικονομικής πολιτικής: Με την έννοια πως ορισμένοι προσπαθούν να την παρουσιάσουν ως, δήθεν, δυνητικά ανεξάρτητη και αυτονομημένη από τις συγκεκριμένες δομές και δυναμικές του εσωτερικού και εξωτερικού περιβάλλοντος μέσα στα οποία αυτή αρθρώνεται, υλοποιείται και ελέγχεται.
Στην οπτική μας, αντίθετα, εκτιμούμε πως πρέπει να γίνεται κατανοητό πως η άρθρωση οικονομικής πολιτικής είναι πάντοτε γέννημα μιας ανταγωνιστικής στρατηγικής διαδικασίας. Θέτει -με άμεσο ή έμμεσο τρόπο, περισσότερο ή λιγότερο συνεκτικό και επεξεργασμένο- ένα «όραμα», έχει στόχους, έχει φορείς, έχει εξωτερικό περιβάλλον, έχει συγκρουόμενες εναλλακτικές και έχει και τους πολίτες – ή όπως θα τους προσδιόριζε ο B. S. Frey, «πελάτες» – που την επικυρώνουν, ή όχι, εκλογικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, γίνεται ευκολότερα σαφές πως η οικονομική πολιτική είναι πάντοτε γέννημα στρατηγικών διαδικασιών και συνθέσεων. Παρότι ως βασικός σκοπός της συχνά παρουσιάζεται η, δήθεν, ουδέτερη επιδίωξη του «δημοσίου συμφέροντος» ή της «κοινής ευημερίας», οφείλουμε να κατανοούμε πως, πάντοτε, έχει το δικό της ιδιαίτερο συγκρουσιακό περιεχόμενο: Άρα είναι πάντοτε ένα καθεαυτό στρατηγικό δημιούργημα, υπό συγκεκριμένους ιδεολογικοπολιτικούς περιορισμούς.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, το κρισιμότερο ερώτημα στην άρθρωση της οικονομικής πολιτικής είναι πάντοτε το αμιγώς στρατηγικό-πολιτικό διακύβευμά της, το οποίο θα μπορούσε να διατυπωθεί απλά ως εξής: «Ποια εναλλακτική πολιτική θα ακολουθήσω, στις συγκεκριμένες πολιτικο-κοινωνικές συνθήκες που αντιμετωπίζω και με ποια συγκεκριμένα πολιτικά οφέλη και κόστη, σε βραχύ αλλά και μακρό ορίζοντα;».
Η τρίτη συχνή συναφής παρανόηση σε σχέση με την άρθρωση οικονομικής πολιτικής υπέρβασης της κρίσης στην Ελλάδα αφορά την ευρέως διακινούμενη λανθασμένη πεποίθηση πως η οικονομική πολιτική μπορεί, δήθεν, να παράγεται και να υλοποιείται «αυτόματα», χωρίς ιεραρχήσεις και προτεραιότητες, μέσα σε ένα περιβάλλον χωρίς «τριβές» και καθυστερήσεις.
Φυσικά, γνωρίζουμε πως η οικονομική πολιτική, πάντοτε, αποκτά ολοκληρωμένο νόημα μονάχα στον βαθμό που καταφέρνει να δώσει συγκεκριμένες απαντήσεις στο «τι», στο «πώς» και στο «σε ποια χρονικά πλαίσια» αυτή θα αρθρωθεί και θα λειτουργήσει. Κατ’ επέκταση, οποιαδήποτε δήθεν αδιαβάθμητη και άχρονη αντίληψη της του τύπου «μπορούν όλα να γίνουν σήμερα» είναι βαθιά αποπροσανατολιστική.
Συγκεκριμένα, για να κατανοήσουμε το «τι» πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πάντα, κατ’ αρχήν, ποια είναι η συγκεκριμένη έννοια των σκοπών και των στόχων της οικονομικής πολιτικής. Οι σκοποί της[i] δεν μπορούν παρά να είναι οι «οικονομικές μεταφράσεις» των γενικών πολιτικών επιδιώξεων σε διαστάσεις οι οποίες μπορούν να ποσοτικοποιηθούν. Και πάντοτε ένας σκοπός της οικονομικής πολιτικής[ii] δεν μπορεί να είναι παρά μία από τις μεταβλητές που περιγράφουν το οικονομικό σύστημα και η οποία θεωρείται «σημαντική», με την έννοια ότι η αύξηση ή η μείωση της ποσότητας της θεωρείται ότι καλυτερεύει χειροτερεύει το σύστημα.
Άρα, κάθε ένας σκοπός της οικονομικής πολιτικής, πρέπει να παραπέμπει πάντοτε σε μία μετρήσιμη επιδίωξη των φορέων της και να προσδιορίζει ένα ποσοτικό κριτήριο επιτυχίας αυτής της επιδίωξης (αυτό δεν σημαίνει ότι ένας σκοπός δεν μπορεί να συντελεί στην κάλυψη περισσοτέρων της μιας γενικής επιδίωξης της οικονομικής πολιτικής). Από την άλλη, οι στόχοι πρέπει πάντοτε είναι τα επιμέρους ποσοτικοποιημένα, χρονισμένα, τομεακά και γεωγραφικά εστιασμένα αποτελέσματα τα οποία πρέπει να επιτευχθούν ώστε να καλυφθεί ο εκάστοτε σκοπός της οικονομικής πολιτικής.
Συνοψίζοντας, εκτιμούμε πως ένας σημαντικός παράγοντας ανάσχεσης της ίδιας της προσπάθειας εξόδου της Ελλάδας από την κρίση είναι και η συνεχής ενεργοποίηση ενός «φαύλου κύκλου» πλημμελούς κατανόησης της ίδιας της έννοιας της οικονομικής πολιτικής, στην βάση των προηγούμενα παρουσιασμένων παρανοήσεων. Και αυτό συμβαίνει τόσο από ένα σημαντικό μέρος των πολιτών όσο και των πολιτικών ηγεσιών της χώρας, δυστυχώς.
Δρ. Χάρης Βλάδος
Δρ. Νίκος Δενιόζος
Δημοσθένης Χατζηνικολάου (Υποψ.Διδάκτορας)
Μιχάλης Δεμερτζής
—————————————————————
[i] σύμφωνα με τον E.S. Kirschen,
[ii] σύμφωνα με τον K.E. Boulding
-News4money.gr