Με το τέλος του προγράμματος στήριξης της Ελλάδας, οι αρχές έχουν πλέον τη δυνατότητα να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών και του υψηλού χρέους του ιδιωτικού τομέα, σημειώνει το Ινστιτούτο Bruegel σε νέα του έκθεση.
Όπως αναφέρει ο οικονομολόγος Alexander Lehmann, αυτή τη στιγμή εξετάζονται δύο σχέδια αντιμετώπισης των NPEs τα οποία πρέπει να εκτιμηθούν από την άποψη της απαιτούμενης κρατικής στήριξης, της πιθανής επενδυτικής όρεξης για προβληματικά περιουσιακά στοιχεία των ελληνικών τραπεζών και της ικανότητας των θεσμών να διαχειριστούν έναν σύνθετο νέο οργανισμό που θα αναλάβει την αναδιάρθρωση του χρέους.
Με 90 δισεκατομμύρια ευρώ σε μη εξυπηρετούμενα δάνεια στα τέλη του 2018, που ισοδυναμεί με το 43% όλων των δανείων, η Ελλάδα παραμένει ένα κρίσιμο τεστ για τη στρατηγική “μείωσης των κινδύνων” στην ευρωζώνη, σημειώνει το Ινστιτούτο. Η οικονομική ανάκαμψη επέστρεψε το 2017, ωστόσο δεν θα συνεχιστεί εάν δεν ολοκληρωθεί η απομόχλευση των τραπεζών. Αυτό θα πρέπει να υποστηριχθεί από μια συνολική μεταφορά επισφαλών δανείων από τους ισολογισμούς των τραπεζών, σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση του ιδιωτικού χρέους.
Ο υψηλός δείκτης των μη εξυπηρετούμενων δανείων των ελληνικών τραπεζών ήταν μια πρόωρη και ιδιαίτερα ορατή επίδραση της χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης στη χώρα. Ο λόγος μη εξυπηρετούμενων δανείων κορυφώθηκε στο 47% στα μέσα του 2017, το υψηλότερο επίπεδο στην ΕΕ. Η έκθεση αξιολόγησης της Κομισιόν τον περασμένο Νοέμβριο στην Επιτροπή, αναγνώρισε ότι η εκτεταμένη ύφεση αποτέλεσε τη βασική αιτία των προβλημάτων του τραπεζικού τομέα. Πιο πρόσφατα, διαδραμάτισε επίσης ρόλο ο ηθικός κίνδυνος που προκάλεσε η κακή διαχείριση των συστημάτων προστασίας των οφειλετών.
Στα δύο χρόνια έως τα μέσα του 2018, τα NPLs μειώθηκαν κατά περισσότερο από 20 δισ. ευρώ, κυρίως μέσω των διαγραφών, ενώ πολλά μέτρα (όπως ο εξωδιακαστικός συμβιβασμός, ο πτωχευτικός κώδικας κτλ) συνέβαλλαν επίσης στην βελτίωση της κατάστασης. Παράλληλα, συμφωνήθηκαν πολύ φιλόδοξοι στόχοι για την μείωση των NPLs οι οποίοι τοποθετούν την πτώση του δείκτη NPLs στο 35% φέτος και στο 20% έως τα τέλη του 2021. Οι μεταρρυθμίσεις και η εποπτεία δεν θα αρκούν για να υπάρξει μια τόσο σημαντική μείωση, τονίζει το Bruegel, αναφερόμενο στη συνέχεια στα δύο σχέδια που εχουν πρταθεί, από την ΤτΕ και το ΤΧΣ.
Τι χρειάζονται οι ελληνικές τράπεζες
Σε αντίθεση με άλλες χώρες της ευρωζώνης που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την κρίση, κυρίως η Ιταλία, υπήρξαν πολύ λίγες πωλήσεις NPL από τις ελληνικές τράπεζες. Η αναδιάρθρωση δυσκολεύει την κατάσταση για τις τράπεζες, και στα μέσα του 2018 το ποσοστό των αθετήσεων των οφειλετών εξακολουθούσε να υπερβαίνει το ρυθμό με τον οποίο τα δάνεια επέστρεψαν σε βιώσιμες επιδόσεις.
Και οι δύο προτάσεις θα μπορούσαν να επιτύχουν τη μεταφορά μεγάλων αποθεμάτων επισφαλών δανείων σε χωριστές οντότητες, με αποτέλεσμα να απελευθερωθούν τα τραπεζικά κεφάλαια και ο νέος τραπεζικός δανεισμός. Και οι δύο θα μπορούσαν να τονώσουν το ενδιαφέρον των επενδυτών για περιουσιακά στοιχεία τα οποία στερούνται διαφάνειας, εκτίθενται σε πολιτικές παρεμβάσεις στην αναδιάρθρωση και εξαρτώνται από το αποτέλεσμα δικαστικών διαδικασιών. Η διαχείριση των δανείων που είναι σε αδυναμία πληρωμής ή σε δικαστικές διαδικασίες και τα οποία προέρχονται από διαφορετικές τράπεζες και κατηγορίες περιουσιακών στοιχείων, θα αποτελέσει πάντως, σύμφωνα με το Bruegel, μεγάλη πρόκληση.
Το SPV που προτείνει η ΤτΕ θα δημιουργήσει νέες δυνατότητες για τη διάρθρωση χαρτοφυλακίων που είναι πιο ελκυστικά για τους επενδυτές από εκείνα των μεμονωμένων τραπεζών και θα μπορούσε να ξεπεράσει τα προβλήματα συντονισμού όπου οι δανειολήπτες που αθετούν εκτίθενται σε δάνεια από διάφορες τράπεζες. Η ανεξάρτητη υπηρεσία εξυπηρέτησης δανείων θα μπορούσε να επιβάλουν πιο αποτελεσματικές λύσεις αναδιάρθρωσης
Όπως επισημαίνει το Bruegel, η Ελλάδα έχει ένα σημαντικό πρόβλημα με τις “επιχειρήσεις ζόμπι” – τις επιχειρήσεις που είναι ζημιογόνες και υπερχρεωμένες και οι οποίες είναι απίθανο να ανακάμψουν μετά από οποιαδήποτε περαιτέρω αναδιάρθρωση του χρέους. Σε αυτές τις περιπτώσεις θα πρέπει να υπάρξει ένας νέος οργανισμός αντιμετώπισης ης κατάστασης. Σε επιχειρήσεις που είναι δυνητικά βιώσιμες, πολλές τις λύσεις αναδιάρθρωσης των τραπεζών φαίνεται να έχουν αποτύχει. Ένας κοινός θεσμός μπορεί να είναι πιο αποτελεσματικός στις προσπάθειες αναδιάρθρωσης. Αλλά αυτό θα απαιτήσει δεξιότητες, και ίσως πρόσθετο κεφάλαιο και ειδικά προνόμια σύμφωνα με το νόμο.
Η άλλη πρόταση, αυτή του ΤΧΣ, προβλέπει μια σειρά συναλλαγών από μεμονωμένες τράπεζες. Αυτό θα προσφέρει πιο διαφανή περιουσιακά στοιχεία στους επενδυτές και θα μπορούσε να γίνει στα πλαίσια του παρόμοιου σχεδίου που υιοθετήθηκε στην Ιταλία. Η κρατική εγγύηση των χαρτοφυλακίων θα είναι ωστόσο δαπανηρή, καθώς το ελληνικό κράτος έχει πολύ χαμηλή αξιολόγηση από τους οίκους. Πάντως, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει μια λογική συμπληρωματική λύση για τη δημιουργία περαιτέρω επενδυτικής ζήτησης, ιδίως για τα δάνεια που ήδη βρίσκονται σε δικαστική διαδικασία.
Όπως καταλήγει το Bruegel, η έλλειψη κεφαλαίων από τις ελληνικές τράπεζες για την κάλυψη περαιτέρω απομείωσης της αξίας του ενεργητικού αποτελεί τον βασικό περιορισμό στην αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους και της αθέτησης των δανείων στην Ελλάδα. Η κρατική στήριξη για ένα σχέδιο που δεσμεύει τους ιδιώτες επενδυτές σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να γεφυρώσει ορισμένες αποτυχίες της αγοράς, ωστόσο η ικανότητα του κράτους να επεκτείνει τις εγγυήσεις είναι περιορισμένη.
Ένας ενιαίος οργανισμός διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που θα υποστηρίζεται από κοινού από τις συστημικές τράπεζες θα αποτελούσε πολύτιμη προσθήκη στη διαδικασία της αντιμετώπισης του βουνού του ιδιωτικού χρέους. Μόνο ορισμένοι τύποι περιουσιακών στοιχείων θα είναι κατάλληλοι, ενώ σημαντικό κομμάτι της αναδιάρθρωσης θα παραμείνουν στις τράπεζες.