Κυβέρνηση και τράπεζες συμφώνησαν να επεκταθεί στην 20ετία από 5ετία ο χρόνος φορολογικής απόσβεσης της ζημίας που προκύπτει από λογιστικές ή πραγματικές διαγραφές δανειακών απαιτήσεων.
Σήμερα, αν μια τράπεζα προχωρήσει σε διαγραφή δανειακών απαιτήσεων, ακόμη και αν έχει σχηματίσει ειδικές προβλέψεις πιστωτικού κινδύνου ως το τέλος του 2015, έχει μεν τη δυνατότητα να συμψηφίσει μέρος της ζημίας, μόνο, όμως, εντός 5ετίας.
Η παραπάνω διάταξη λειτουργεί ως εμπόδιο στην επίτευξη του στόχου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (Non Performing Exposures – NPEs) κατά 38% ως το τέλος του 2019.
Οι στόχοι που συμφώνησαν οι τέσσερις συστημικές τράπεζες με τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό (SSM) προβλέπουν ότι ως το τέλος του 2019 τα NPEs θα μειωθούν σε απόλυτα νούμερα κατά περίπου 40,2 δισ. ευρώ.
Για να επιτευχθεί ο παραπάνω στόχος, θα πρέπει μεταξύ άλλων να διενεργηθούν διαγραφές δανείων, ύψους 13,9 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ιδιαίτερα υψηλό νούμερο, που καθιστά δυσχερή τη φορολογική απόσβεση της ζημίας εντός πενταετίας που προβλέπει το υφιστάμενο πλαίσιο.
Με τις «χειρουργικές» τροποποιήσεις, οι οποίες συμφωνήθηκαν, επέρχονται οι εξής δύο αλλαγές:
A) Όταν διαγράφονται δανειακές απαιτήσεις για τις οποίες οι τράπεζες είχαν σχηματίσει προβλέψεις ως την 31η Δεκεμβρίου 2015, ως χρόνος απόσβεσης της αναβαλλόμενης φορολογικής απαίτησης που έχει σχηματίσει η τράπεζα ορίζεται η 20ετία. Με το υφιστάμενο πλαίσιο, οι μεν προβλέψεις, που είχαν σχηματισθεί για δάνεια ως τις 31.12.2015, είχαν πολυετή περίοδο φορολογικής απόσβεσης, όταν όμως χρησιμοποιούνται οι προβλέψεις από τις τράπεζες για λογιστικές διαγραφές, ο χρόνος απόσβεσης μειώνεται στην 5ετία.
B) Για τις διαγραφές δανείων, οι οποίες διενεργούνται στο πλαίσιο ρυθμίσεων, οριστικών διευθετήσεων, πωλήσεων και δεν είναι λογιστικές, ορίζεται ως χρόνος απόσβεσης η 20ετία.
Με τις παραπάνω αλλαγές θα μειωθεί σημαντικά η πίεση που ασκεί στις αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις των τραπεζών, και επομένως στα εποπτικά τους κεφάλαια, η ανάγκη να προχωρήσουν σε σημαντικές διαγραφές δανείων τα επόμενα χρόνια, προκειμένου να εξυγιάνουν τους ισολογισμούς τους, μειώνοντας τα κόκκινα δάνεια.
Με δεδομένο ότι η προ προβλέψεων κερδοφορία των τραπεζών είναι ακόμη ισχνή και δεν προβλέπεται να ενισχυθεί θεαματικά ως το 2019, οι εκτεταμένες διαγραφές είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσουν σε αδυναμία απόσβεσης εντός 5ετίας.
Με βάση το νόμο Χαρδούβελη, οι τράπεζες έχουν τη δυνατότητα για προβλέψεις που σχημάτισαν επί δανείων ως τις 31.12.2015 να αναγνωρίζουν αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, η οποία προσμετράται άμεσα κατά 100% στα εποπτικά τους κεφάλαια καθώς είναι εγγυημένη από το Δημόσιο.
Στην περίπτωση, όμως, που μια τράπεζα εμφανίσει ζημίες και επομένως δεν μπορεί να συμψηφίσει την αναλογούσα αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση, ενεργοποιείται η εγγύηση του Δημοσίου, το οποίο πρέπει να καλύψει υποχρεωτική αύξηση κεφαλαίου της τράπεζας.
Οι θεσμοί, σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων, έχουν αποδεχθεί τις προτεινόμενες τροποποιήσεις. Το «καλώς έχειν» θα δοθεί, όμως, με την ολοκλήρωση της αξιολόγησης καθώς η ικανοποίηση του αιτήματος αποτελεί ένα από τα θέματα στα οποία οι θεσμοί μπορούν να πιέσουν την κυβέρνηση.
Moodys: Credit negative για τις ελληνικές τράπεζες
Credit negative για τις ελληνικές τράπεζες είναι η μείωση των καταθέσεων για δεύτερο συνεχόμενο μήνα, που ανακοίνωσε η ΤτΕ για το μήνα Ιανουάριο, αναφέρει η Moody’s.
Όπως επισημαίνει στην ανάλυσή του ο οίκος, τα στοιχεία για τις καταθέσεις έρχονται τη στιγμή που οι επίσημοι εκπρόσωποι των πιστωτών της Ελλάδας επέστρεψαν στην Αθήνα στις 28 Φεβρουαρίου για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων με την κυβέρνηση.
“Αυτό δημιουργεί ελπίδες για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος της Ελλάδας, η οποία εκκρεμεί από τον Δεκέμβριο του 2016, και θα είναι επωφελής για τις τράπεζες”, ανέφερε η Moody’s.
Όπως επισημαίνει ο οίκος, η μείωση των καταθέσεων αποδίδεται κυρίως στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της αξιολόγησης, η οποία μειώνει την εμπιστοσύνη των καταθετών.
Η εμπιστοσύνη των καταθετών και το ισοζύγιο καταθέσεων, είναι εξαιρετικά ευάλωτα στις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, με μια σημαντική πτώση στη διάρκεια του α΄ μισού του 2015, ως αποτέλεσμα του παρατεταμένου αδιεξόδου στις διαπραγματεύσεις με τους επίσημους πιστωτές της Ελλάδας.
Τότε, είχαν φύγει από το τραπεζικό σύστημα περί τα 40 δισ. ευρώ και κατά συνέπεια οι ελληνικές τράπεζες αύξησαν την εξάρτησή τους από τη χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας, συμπεριλαμβανομένου του ELA από την ΤτΕ.
Οι ελληνικές αρχές στη συνέχεια επέβαλλαν capital controls τον Ιούνιο του 2015, περιορίζοντας τις ημερήσιες εκταμιεύσεις μετρητών σε 60 ευρώ, και βελτιώνοντας την επιδεινούμενη ρευστότητα των τραπεζών.
Τον Ιούλιο του 2016, μετά από την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών τον Δεκέμβριο του 2015, τα νέα μέτρα που επιβλήθηκαν εν μέρει για την χαλάρωση των capital controls, βοήθησαν τις τράπεζες να προσελκύσουν πίσω τις καταθέσεις των πελατών.
Η μείωση των καταθέσεων στα 119,7 δισ. ευρώ στο τέλος Ιανουαρίου αποτελεί χαμηλό 15 ετών για το σύστημα, και υπονομεύει τις προσπάθειες των τραπεζών για βελτίωση της χρηματοδότησής τους, μειώνοντας την εξάρτησή τους από την χρηματοδότηση της κεντρικής τράπεζας.
Οι χρηματοδοτήσεις αυτές αποτελούσαν το 22% των συνολικών τραπεζικών assets τον Δεκέμβριο του 2016, εκ των οποίων το 14% σχετίζονται με τον ELA.
Όπως αναφέρει η Moody’s, αν και οι ελληνικές τράπεζες το 2016 έλαβαν μέτρα για να μειώσουν την εξάρτησή τους από τον ELA, όπως να αποκτήσουν πρόσβαση στην διατραπεζική αγορά repo, η αύξηση των καταθέσεων είναι ζωτικής σημασίας για την μακροπρόθεσμη ικανότητα χρηματοδότησης.
Μια πιθανή αύξηση του ELA για την αντιστάθμιση των εκροών των καταθέσεων, θα αυξήσει το χρηματοδοτικό κόστος και θα μειώσει την κερδοφορία, και θα είναι επιζήμιο για την βελτίωση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών και την περαιτέρω χαλάρωση των capital controls.
Παρά το ότι περαιτέρω καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος θα ήταν επιζήμιες για τις τράπεζες, η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων και των συνομιλιών διάσωσης μεταξύ της κυβέρνησης και των πιστωτών της στις 28 Φεβρουαρίου, είναι μια θετική εξέλιξη.
Επιπλέον, η πολυπόθητη ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο QE της ΕΚΤ, το οποίο θα βελτίωνε την εμπιστοσύνη επενδυτών και καταθετών, εξαρτάται επίσης από την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης.