Η νέα σχέση της Βρετανίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να απέχει πολύ από την τελική της μορφή, αλλά το Brexit “πυροδότησε” μια διαδικασία που είναι βέβαιο ότι θα βλάψει το City του Λονδίνου. Νωρίτερα αυτό το μήνα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε να αναθεωρεί τους κανόνες που διέπουν έναν από τους πιο προσοδοφόρους τομείς του City –την εκκαθάριση των παραγώγων που αποτιμώνται ευρώ.
Το Ηνωμένο Βασίλειο θέλει να κρατήσει τη συγκεκριμένη δραστηριότητα στο Λονδίνο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ήταν σκεπτική σχετικά με αυτό ακόμη και πριν από το Brexit. Τώρα οι Βρυξέλλες εξετάζουν δύο εναλλακτικές λύσεις –είτε να επιβάλουν αυστηρότερη εποπτεία επί των εκκαθαριστικών οίκων του Λονδίνου είτε να εξαναγκάσουν ορισμένες δραστηριότητες σε μεταφορά εκτός Λονδίνου και εντός της Ευρωζώνης.
Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι σε θέση να διαμαρτυρηθεί για την πολιτική λογική που καθοδηγεί το διάλογο: Αυτό το είδος ανταγωνισμού για προνόμια ήταν αναμενόμενο. Αλλά όπου κι αν οδηγήσει αυτή η ιστορία, το σημαντικότερο είναι οι ζωτικής σημασίας χρηματοπιστωτικές υποδομές να εποπτεύονται κατάλληλα και να συνεχίσουν να λειτουργούν καλά. Αυτό είναι το πρωταρχικό ενδιαφέρον και των δύο πλευρών.
Η Βρετανία δεν ανήκει στην Ευρωζώνη, αλλά το City εκκαθαρίζει περίπου τα τρία τέταρτα των συναλλαγών σε παράγωγα που αποτιμώνται σε ευρώ, κυρίως μέσω της LCH.Clearnet Ltd. Οι οίκοι εκκαθάρισης αποτελούν ουσιαστικό μέρος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Βρίσκονται μεταξύ αγοραστών και πωλητών, εγγυώνται τη διευθέτηση των συναλλαγών και τη διαχείριση των σχετικών κινδύνων. Αυτή η δομή μειώνει τον κίνδυνο εξάπλωσης των επιπτώσεων μιας χρεοκοπίας σε όλο το σύστημα.
Το 2011, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρότεινε να μεταφερθούν οι αποτιμημένες σε ευρώ δραστηριότητες των συστημικά σημαντικών ιδρυμάτων, όπως η LCH, στην Ευρωζώνη. Η Τράπεζα της Αγγλίας και η ΕΚΤ συμφώνησαν στη συνέχεια σε ένα πλαίσιο κοινής εποπτείας. Εάν οι οίκοι εκκαθάρισης που εδρεύουν στο Λονδίνο χρειάζονταν έκτακτη ρευστότητα, μια γραμμή ανταλλαγής μεταξύ των δύο κεντρικών τραπεζών θα εξασφάλιζε ότι η Τράπεζα της Αγγλίας είχε αρκετά ευρώ για να αποτρέψει τον οικονομικό πανικό.
Αυτή η ρύθμιση υπήρξε αποτελεσματική και ανεξαρτήτως Brexit έχει κάποια πλεονεκτήματα. Επιτρέπει στην LCH να παρέχει υπηρεσίες εκκαθάρισης σε πολλά νομίσματα, όχι μόνο σε ευρώ, όλα σε μια ενιαία δεξαμενή, γεγονός που μειώνει το κόστος. Ωστόσο, είναι ευάλωτη σε τυχόν κατάρρευση της συνεργασίας των κεντρικών τραπεζών. Εάν ξεσπούσε μία κρίση, η Τράπεζα της Αγγλίας θα στήριζε τις υπηρεσίες εκκαθάρισης του Λονδίνου, ακόμη και αν ο κίνδυνος να αποτύχει εστίαζε στη ζώνη του ευρώ;
Το να επιτραπεί στις ευρωπαϊκές αρχές να εποπτεύουν απευθείας τους οίκους εκκαθάρισης στο εξωτερικό, συμπεριλαμβανομένου του Λονδίνου, θα αντέγραφε μια ανάλογη ρύθμιση των ΗΠΑ, θα διατηρούσε την αποτελεσματικότητα και θα γλίτωνε τις εταιρείες από μια σύνθετη μετεγκατάσταση. Ωστόσο, μετά το Brexit, η Τράπεζα της Αγγλίας και η ΕΚΤ θα πρέπει να διαπραγματευτούν μια νέα σχέση. Η απαίτηση να γίνονται οι εκκαθαρίσεις σε ευρώ στην Ευρωζώνη θα οριοθετούσε με μεγαλύτερη σαφήνεια τις γραμμές ευθύνης, αλλά θα προκαλούσε μια αποδιοργανωμένη μετάβαση που θα αύξανε μακροπρόθεσμα το κόστος εάν έθετε υπό αμφισβήτηση ολόκληρη την ιδέα της εκκαθάρισης πολλαπλών νομισμάτων.
Καθένα από τα μοντέλα αυτά θα μπορούσαν να λειτουργήσουν, με την προϋπόθεση ότι θα διατηρηθεί στενή συνεργασία στον τομέα της κανονιστικής ρύθμισης και οι δύο πλευρές δεν ξεχάσουν το πιο σημαντικό -όχι ποια πόλη παίρνει ποιες θέσεις εργασίας, αλλά την ανάγκη για μια σωστά διοικούμενη διεθνή υποδομή και αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ των κεντρικών τραπεζών και των ρυθμιστικών αρχών.
Η Βρετανία δεν έχει κανένα δικαίωμα να επιμείνει για παραμονή της δραστηριότητας στο Λονδίνο και αναμένεται να πληρώσει βαρύ τίμημα για το Brexit. Ωστόσο, καθώς η διαπραγμάτευση προχωράει, η Ευρώπη θα πρέπει επίσης να έχει κατά νου το δικό της μεγαλύτερο διακύβευμα για ένα ομαλά διεξαγόμενο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.