Η άποψή μου ήταν ότι από τη στιγμή που διορίστηκε ο Draghi, η ΕΚΤ δεν μπορούσε πλέον να ελπίζει ότι θα λειτουργούσε ως μια συμβατική κεντρική τράπεζα, αν δηλαδή υπήρξε και ποτέ. Αντ ‘αυτού, έπρεπε να υπηρετεί ως ένας πολιτικός οργανισμός, υποχρεωμένος να αντικαθιστά το απόν υπουργείο Οικονομικών μιας ελλιπούς πολιτικής ένωσης. Αυτή είναι μια αποστολή που δεν θα πρέπει να αναλαμβάνει κανένας μη αιρετός κεντρικός τραπεζίτης.
Οι αγορές πίστεψαν την υπόσχεση που έδωσε ο Draghi το 2012 (κατά ειρωνικό τρόπο σε ένα συνέδριο για την προώθηση των επενδύσεων στη Βρετανία) ότι “η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό, τι χρειαστεί για να διατηρήσει το ευρώ”. Η εμπιστοσύνη των επενδυτών στη δέσμευση αυτή, που ενισχύθηκε από τις δηλώσεις της Γερμανίας καγκελαρίου και του Γάλλου Προέδρου την αμέσως επόμενη μέρα, ήταν εν μέρει αυτόεκπληρούμενη: Επειδή πίστεψαν την υπόσχεση του Draghi, αυτή δεν δοκιμάστηκε ουσιαστικά ποτέ. Τέτοιου είδους εμπιστοσύνη είναι πάντα πιο εύθραυστη από ό, τι δείχνει.
Η ΕΚΤ και άλλοι Ευρωπαίοι ηγέτες το κατανοούν και έχουν προσπαθήσει από καιρού εις καιρόν να προωθήσουν πιο βαθιές μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της νομισματικής ένωσης. Αλλά καταλαβαίνουν επίσης ότι δεν υπάρχει δημοκρατική στήριξη για περαιτέρω κινήσεις προς μια πολιτική ένωση, συνεπώς πρέπει να προσαρμόσουν διακριτικά τους υπάρχοντες θεσμούς. Αυτή η διαδικασία έχει καταστήσει την ΕΚΤ τη βάση της αναδυόμενης ευρωπαϊκής τάξης πραγμάτων -ένα κράτος υπό κατασκευή, που θα διοικείται από διαχειριστές, όχι από πολιτικούς. Ως κεντρικός θεσμός αυτού του νέου διοικητικού κράτους, η ΕΚΤ δεν μπορεί να διευθύνεται από έναν απλό κεντρικό τραπεζίτη.
Πολλοί παρατηρητές αναθάρρησαν από την πιθανότητα ότι ο νέος “μεγάλος συνασπισμός” της Γερμανίας και ο Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron θα μεταρρυθμίσουν πράγματι τη βασική αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης. Η γλώσσα θα είναι ζεστή και ενθαρρυντική, αλλά η ουσία λιγότερο. Τους τελευταίους μήνες παρατηρώ την ασυμφωνία μεταξύ, αφενός της κοινής γαλλικής και γερμανικής αποφασιστικότητας να ξεκινήσουν οι μεταρρυθμίσεις στη νομισματική ένωση, αφετέρου των συγκρουόμενων αντιλήψεων των κυβερνήσεων τους σχετικά με το πώς πρέπει να γίνει αυτό. Ο Macron θέλει μια δημοσιονομική ένωση και έναν υπουργό οικονομικών για την Ευρωζώνη. Η Γερμανία δεν θέλει: Επιμένει ότι οι χώρες πρέπει να είναι υπεύθυνες για τη δική τους δημοσιονομική θέση.
Ο πιθανός συμβιβασμός είναι ότι οι δημοσιονομικές μεταβιβάσεις θα παραμείνουν όσο το δυνατόν μικρότερες – όχι μεγαλύτερες από τις αναγκαίες για να ξεπεραστεί το άμεσο πρόβλημα. Αυτό θα αρκούσε σε φυσιολογικούς καιρούς, αλλά όχι εάν η εμπιστοσύνη της αγοράς εξανεμιστεί όπως συνέβη το 2010-12. Σε αυτό το σημείο, το ζήτημα δεν μπορεί πλέον να υποβαθμιστεί.
Καθώς ξεδιπλώνονται αυτά τα γεγονότα, ο Draghi και ο διάδοχός του, που αναμένεται να αναλάβει τα ηνία τον Οκτώβριο του 2019, θα αντιμετωπίσουν πολλές δοκιμασίες. Η άνοδος των λαϊκιστικών κομμάτων στη νότια Ευρώπη είναι μία – αλλά η μεγαλύτερη πρόκληση πιθανόν να προκύψει από τη γνώμη της Γερμανίας. Μέχρι στιγμής, η νομισματική ένωση ήταν καλή για τους Γερμανούς εξαγωγείς και πολιτικούς, αλλά λιγότερο για τους Γερμανούς καταναλωτές, οι οποίοι έχουν στερηθεί το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο που θα πρόσφερε ένα νόμισμα που ανατιμάται. Πολλοί σχολιαστές, συμπεριλαμβανομένου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, έχουν πει στη Γερμανία να χρησιμοποιήσει το πλεόνασμα του προϋπολογισμού για την αύξηση των δημόσιων δαπανών, αλλά αυτό που πραγματικά χρειάζεται η Γερμανία είναι μια υψηλότερη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία. Ως έχουν τα πράγματα, αυτό θα πρέπει να επιτευχθεί μέσω της αύξησης του πληθωρισμού.
Προς το παρόν, η ΕΚΤ και η Γερμανία ενδέχεται να συνεχίσουν να επιβάλουν μέτρα λιτότητας στο υπόλοιπο της νομισματικής ένωσης για να αποτρέψουν τα εξωτερικά ελλείμματα από το να προκαλέσουν τα προβλήματα χρηματοδότησης που είδαμε το 2010 και το 2012. Αλλά στο τέλος θα υπάρξει κάποιος συνδυασμός υψηλότερου πληθωρισμού και συγκεκαλυμμένων μεταβιβάσεων από τη Γερμανία και την Ολλανδία προς τα νότια μέλη -ενορχηστρωμένες από το διοικητικό κράτος της ΕΕ, με την ΕΚΤ στο κέντρο του. Αυτό θα οδηγήσει σε αυξανόμενη αντιπολίτευση στη Γερμανία.
Με την πολιτική να γίνεται πιο δύσκολη, ο Draghi μπορεί να αποχωρήσει την κατάλληλη στιγμή -αλλά ποιος πρέπει να τον διαδεχτεί; Πολλοί υποψήφιοι θα μπορούσαν να ξεχωρίσουν στο τιμόνι της ΕΚΤ. Ο Erkki Liikanen, διοικητής της Τράπεζας της Φινλανδίας και πρώην Επίτροπος της ΕΕ, έχει την πείρα και τις πολιτικές δεξιότητες να γίνει αξιόλογος διάδοχος του Draghi. Ο François Villeroy de Galhau, διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας, είναι εύστροφος και εξίσου επιδέξιος πολιτικά. Ο Klaas Knot από την ολλανδική κεντρική τράπεζα είναι άλλος ένας ισχυρός υποψήφιος. Αλλά ο βασικός στόχος της ΕΚΤ θα είναι να κρατήσει ενωμένο το ευρωσύστημα και αυτό μπορεί να έχει να κάνει πολύ λίγο με τα τυπικά ταλέντα.
Το κρίσιμο στοιχείο θα είναι η υπέρβαση της αντίστασης στη Γερμανία όσον αφορά τον υψηλότερο πληθωρισμό και τις δημοσιονομικές μεταβιβάσεις. Μέχρι στιγμής, στην αντίσταση αυτή πρωτοστατεί η Bundesbank και οι σύμμαχοί της. Τι καλύτερος τρόπος να κατασταλεί αυτή η αντιπολίτευση από το να αναλάβει τα ηνία της ΕΚΤ ένας σεβαστός Γερμανός κεντρικός τραπεζίτης –ένας που στο τέλος θα υποχρεωθεί να κάνει “ό, τι χρειάζεται” για να σώσει το σύστημα του ευρώ, αλλά που ποτέ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ύποπτος ότι αποδέχτηκε τον υψηλότερο πληθωρισμό και τις μεγαλύτερες δημοσιονομικές μεταβιβάσεις;
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Lyndon B. Johnson είχε πει για τον διευθυντή του FBI Edgar Hoover: “Είναι καλύτερο να τον έχω μέσα στη σκηνή και να κατουράει έξω, παρά έξω από τη σκηνή και να κατουράει μέσα”. Δεν έχω αμφιβολία ότι ο Johnson θα πρότεινε ανεπιφύλακτα το διορισμό του Jens Weidnmann, σημερινού Προέδρου της Bundesbank, και δεν θα εκπλησσόμουν εάν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις το έβλεπαν με τον ίδιο τρόπο.
Η συμβουλή μου προς τον Jens; Να το σκεφτεί διπλά προτού δεχτεί.