Πολιτικοί και οι αναλυτές ξοδεύουν πολύ χρόνο μιλώντας για το πώς θα μπορούσε να επιταχυνθεί η οικονομική ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Ωστόσο, οι ενέργειες της Federal Reserve την προηγούμενη εβδομάδα και τους τελευταίους έξι μήνες δείχνουν ότι η τράπεζα αντ’ αυτού αντιδρά αθόρυβα στις παγκόσμιες ανησυχίες.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες των ΗΠΑ γνωρίζουν ότι ο κόσμος δεν μπορεί να αντέξει μια ισχυρότερη αμερικανική οικονομία και αυτή τη στιγμή είναι περισσότερο προς το συμφέρον του πλανήτη το να επικεντρωθούν στην αδυναμία που παρουσιάζεται σε άλλα μέρη αντί να ανησυχούν για το ενδεχόμενο εσωτερικής υπερθέρμανσης.
Θυμηθείτε την εποχή που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ ξεκινούσε την πορεία της για να αποσύρει μέρος της μη συμβατικής νομισματικής πολιτικής που είχε θέσει σε εφαρμογή κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Το 2013, η Fed άφησε να εννοηθεί ότι θα αρχίσει να μειώνει τις αγορές χρηματοπιστωτικών τίτλων (tapering), καθώς προτίθετο να διακόψει το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, οδηγώντας σε ένα “taper tantrum” στις αγορές σταθερού εισοδήματος με τις αποδόσεις των αμερικανικών ομολόγων να εκτοξεύονται, καθώς οι συμμετέχοντες στην αγορά άριχσαν να προεξοφλούν τις μελλοντικές αυξήσεις των επιτοκίων.
Καθώς η οικονομία των ΗΠΑ συνέχιζε να ενδυναμώνεται το 2014, πλησίαζε ολοένα και περισσότερο η κατάλληλη στιγμή για τις αυξήσεις των επιτοκίων και, σε αντίδραση, το δολάριο άρχισε να ισχυροποιείται έναντι ξένων νομισμάτων. Μεταξύ των μέσων του 2014 και της αρχής του 2015, ο δείκτης spot dollar του Bloomberg αυξήθηκε κατά 20%. Αυτό συνέπεσε με την πτώση της τιμής του πετρελαίου και άλλων βασικών προϊόντων.
Το γεγονός αυτό δημιούργησε πιέσεις στις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών, οι οποίες ξαφνικά προσπαθούσαν να καταπολεμήσουν τις μειώσεις των τιμών των βασικών εμπορευμάτων που εξήγαγαν και τις μειώσεις της αξίας των νομισμάτων τους. Για να αποτρέψουν τις εκρροές κεφαλαίων, απαιτήθηκε η αύξηση των επιτοκίων ώστε να εξισορροπηθεί η επιθετική πολιτική της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, με την αυστηρότερη εφαρμογή της νομισματικής πολιτικής, δημιουργώντας πιο αρνητικές επιπτώσεις στις ήδη αδύναμες οικονομίες.
Οι επενδύσεις στην έρευνα και την παραγωγή βασικών προϊόντων δέχτηκαν πλήγμα, ως αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών. Οι βιομηχανικές εταιρείες που δημιουργούσαν εξοπλισμό για τους παραγωγούς βασικών προϊόντων είδαν πτώση στις παραγγελίες τους. Τα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών αποδυναμώθηκαν έναντι του δολαρίου και η διαφορά στις αποδόσεις των αμερικανικών έναντι των υπολοίπων ομολόγων διευρύνθηκε καθώς οι νευρικοί επενδυτές εξέφραζαν ανησυχίες για την προοπτική αθέτησης πληρωμών. Καθώς οι δευτερογενείς επιπτώσεις επέστρεψαν στις Η.Π.Α., αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για τη μεγαλύτερη πτώση της βιομηχανικής παραγωγής σε ετήσια βάση που δεν συνέπεσε με περίοδο ύφεσης.
Αυτός ο παγκόσμιος κύκλος έφτασε στον “πάτο του βαρελιού” στις αρχές του 2016, οδηγώντας σε μια ανάκαμψη που διήρκεσε μέχρι το 2018 και κατά την πρώτη περίοδο της θητείας του Προέδρου Donald Trump. Τα αποτελέσματα από αυτή την κυκλική ανάκαμψη, ίσως σε συνδυασμό με το βελτιωμένο επιχειρηματικό κλίμα μετά την εκλογή του και την προοπτική φορολογικών περικοπών, έδωσαν στην Federal Reserve την αυτοπεποίθηση να κλιμακώσει τις αυξήσεις των επιτοκίων το 2017 και το 2018, με την τράπεζα να αυξάνει το επιτόκιο καταθέσεων μιας ημέρας κατά 1,75% κατά τη διάρκεια αυτών των δύο ετών.
Όμως, καθώς η ανάκαμψη άρχισε να χάνει τη δυναμική της στις αρχές του 2018, οι συνεχιζόμενες αυξήσεις των επιτοκίων από τη Federal Reserve άρχισαν να ασκούν εκ νέου ανοδικές πιέσεις προς το δολάριο, γεγονός που για ακόμη μία φορά έπληξε την οικονομική ανάπτυξη στον υπόλοιπο κόσμο.
Η απότομη αλλαγή πορείας της Fed τους τελευταίους έξι μήνες μπορεί να θεωρηθεί ως ένα σημάδι ότι υποκύπτει σε αυτές τις παγκόσμιες πιέσεις. Τα παγκόσμια οικονομικά στοιχεία είναι αδύναμα, η επιχειρηματική εμπιστοσύνη στις ΗΠΑ έχει υποχωρήσει και η αβεβαιότητα περί δασμών παραμένει – αλλά ο Αμερικανός καταναλωτής παραμένει ισχυρός. Δεν είναι σαφές τι θα σημάνει η παγκόσμια αδυναμία και το αρνητικό επιχειρηματικό κλίμα για την ανάπτυξη στην εγχώρια αγορά.
Όλη αυτή η δυναμική εγείρει ένα δυσάρεστο ερώτημα για όσους προσπαθούν να επιταχύνουν την ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Αν το αποτέλεσμα της ταχύτερης ανάπτυξης στις ΗΠΑ είναι ο υψηλότερος πληθωρισμός, το ισχυρότερο δολάριο και τα υψηλότερα επιτόκια, ο υπόλοιπος κόσμος που έχει παγιδευτεί στη χρήση του δολαρίου ως νόμισμα χρηματοδότησης, δεδομένου ότι πρόκειται για το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, θα εκτιμούσε πιθανώς ότι αυτό αποτελεί μια ανεπιθύμητη εξέλιξη. Αυτές οι πολυαναμενόμενες εξελίξεις στις ΗΠΑ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε οικονομική κρίση τη Λατινική Αμερική.
Η Fed έχει την τύχη να μην έχει τη δυνατότητα να παράγει υψηλότερο πληθωρισμό από το στόχο και να έχει ένα σκληροπυρηνικό Κογκρέσο ανίκανο να κάνει πολλά στον τομέα των δημοσιονομικών κινήτρων με στόχο να προκαλέσει ταχύτερη ανάπτυξη. Αυτό έδωσε χώρο στους Αμερικανούς κεντρικούς τραπεζίτες να αναβάλουν την παγκόσμια νευρικότητα. Σε έναν κόσμο όπου υπάρχει τόσο πληθωρισμός πάνω από το στόχο σε εγχώριο επίπεδο, όσο και παγκόσμια προβλήματα λόγω της εξάρτησης του κόσμου από το δολάριο, η Fed μπορεί να αναγκαστεί να επικεντρωθεί στην εγχώρια εντολή της εις βάρος της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.