Οι ρυθμιστικές αρχές και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης εργάζονται πυρετωδώς: η 3η Ιανουαρίου έφτασε και εκείνοι παλεύουν ακόμη να συμμορφωθούν με τους νέους κανόνες που σχεδιάστηκαν για να καταστήσουν τις αγορές κεφαλαίων της περιοχής πιο φιλικές προς τους επενδυτές.
Ο στόχος -αν όχι ο τρόπος με τον οποίο θα υλοποιηθεί η πολιτική- είναι τέτοιος που ίσως θα έπρεπε να απασχολεί τις αμερικανικές αρχές.
Η προσοχή έχει επικεντρωθεί μέχρι στιγμής στην έντονη και πολύπλοκη εκκίνηση αυτής της μνημειώδους μεταρρύθμισης, που είναι γνωστή ως η αναθεωρημένη οδηγία για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων ή MiFID II. Ο συντονισμός αυτής της προσπάθειας σε όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ ήταν ένα τεράστιο εγχείρημα. Οι αξιωματούχοι της ΕΕ, μεμονωμένες χώρες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα περίμεναν μέχρι την τελευταία στιγμή να διασαφηνίσουν σημαντικές λεπτομέρειες και να προετοιμαστούν. Ευτυχώς οι ρυθμιστικές αρχές έχουν προσφέρει ευελιξία -δίδοντας επιπλέον χρόνο και σηματοδοτώντας μια εποικοδομητική προσέγγιση στη συμμόρφωση. Ωστόσο, ορισμένα θεσμικά όργανα αναπόφευκτα θα παραβιάσουν τους κανόνες και οι συνέπειες είναι πιθανές.
Μόλις διορθωθούν οι ατέλειες, η Ευρώπη θα αναδυθεί με ένα σύστημα πολύ πιο κατάλληλο για τις σύγχρονες επενδύσεις – ξεπερνώντας κατά πάσα πιθανότητα τις ΗΠΑ, που από καιρό θεωρούνται παγκόσμιος ηγέτης στην ποιότητα και τη διαφάνεια. Επιπλέον, οι ρυθμιστικές αρχές της ΕΕ θα διαθέτουν μια ευρύτερη και σαφέστερη εικόνα της βιομηχανίας, η οποία θα τους βοηθήσει να προχωρήσουν με τη φιλοδοξία τους να ενοποιήσουν τις κεφαλαιαγορές της Ευρώπης.
Οι επενδυτές θα έχουν περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τις τιμές των ομολόγων και των παραγώγων τους, τη φύση των αμοιβών των διαχειριστών κεφαλαίων και το πόσο καλά εκτελούνται οι συναλλαγές. Οι ρυθμιστικές αρχές θα έχουν ακριβή χρονικά δεδομένα αγοράς που θα τους βοηθήσουν να κατανοήσουν καλύτερα -και ενδεχομένως να αποτρέψουν- ανωμαλίες όπως τα λεγόμενα “flash crashes”.
Για να αποκτήσετε μια αίσθηση του τρόπου με τον οποίο διαφέρει η προσέγγιση της Ευρώπης, σκεφτείτε το πεδίο της επενδυτικής έρευνας. Παραδοσιακά, οι τράπεζες και οι χρηματιστές παρείχαν ανάλυση για τις εταιρείες και τις αγορές στους πελάτες τους ως μέρος μιας δέσμης υπηρεσιών συναλλαγών, όπως περίπου οι εταιρείες καλωδιακής τηλεόρασης συνδυάζουν τα τηλεοπτικά πακέτα με τις υπηρεσίες διαδικτύου. Αυτό κρύβει την τιμή της έρευνας στη γενική κατηγορία των “προμηθειών συναλλαγών”. Και ενισχύει το φαινόμενο της συγκέντρωσης της έρευνας σε χρηματιστηριακές εταιρείες που επιθυμούν να εκτελέσουν μεγαλύτερο όγκο συναλλαγών ή να “ψαρέψουν” συγκεκριμένες επενδύσεις. Το αποτέλεσμα είναι υψηλότερο κόστος και κατώτερη απόδοση.
Οι νέοι κανόνες της Ευρώπης απαιτούν η έρευνα να πωλείται και να τιμολογείται χωριστά. Αυτό θα φέρει μεγάλη αναστάτωση -οι τράπεζες και οι χρηματιστηριακές προσπαθούν να συμμορφωθούν, οι διαχειριστές των κεφαλαίων επανεξετάζουν τον τρόπο λειτουργίας τους και οι αναλυτές αναγκάζονται να αποδείξουν την αξία τους. Τελικά, όμως, θα μπορούσε να μειώσει το κόστος συναλλαγών, να βελτιώσει την ποιότητα της έρευνας και να δώσει στους επενδυτές καλύτερη εικόνα για τον τρόπο διαχείρισης των χρημάτων τους.
Αυτή η σαρωτική αλλαγή προκαλεί δυσφορία στις ΗΠΑ, όπου εξακολουθεί να επικρατεί το παλαιό μοντέλο έρευνας. Ορισμένοι θεσμικοί επενδυτές, όπως τα μεγάλα κρατικά συνταξιοδοτικά ταμεία, πιέζουν για την ίδια διαφάνεια που σύντομα θα είναι ο κανόνας στην Ευρώπη. Αλλά οι χρηματιστηριακές των ΗΠΑ δεν μπορούν να συμμορφωθούν χωρίς να παραβιάσουν κανόνες που τους απαγορεύουν να χρεώνουν για έρευνα χωρίς να εγγραφούν ως σύμβουλοι επενδύσεων, μια ανάθεση που φέρει πρόσθετες ευθύνες. Μέχρι στιγμής, οι ρυθμιστικές αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών απλώς απέφευγαν το πρόβλημα, υποσχόμενες να μην διώκουν τις παραβιάσεις όταν επρόκειτο για ευρωπαίους πελάτες.
Οι φιλοδοξίες της Ευρώπης απαιτούν καλύτερη απάντηση. Οι ΗΠΑ θα πρέπει να απαιτήσουν αποσύνδεση. Σε άλλους τομείς, όπως η διαφάνεια και εκτέλεση των τιμών, οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή στην εμπειρία της Ευρώπης και να υιοθετήσουν τις βέλτιστες πρακτικές. Και δεν πρέπει να καθυστερούν τα έργα χρηματοπιστωτικών υποδομών της χώρας.
Η Ευρώπη θέλει να κάνει τις αγορές της τις πιο ελκυστικές επενδυτικά στον κόσμο. Οι ΗΠΑ πρέπει να προετοιμαστούν για να απαντήσουν στην πρόκληση.