Η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας συνοδεύεται από μέτρα ελαφρύνσεως του δημοσίου χρέους και ένα αξιόπιστο εποπτικό πλαίσιο που διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του σε μεσοχρόνιο ορίζοντα, επισημαίνει σε ανάλυσή της η Alpha Bank.
Το νέο τοπίο, σημειώνει, επανακαθορίζει τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Ο
…
Η ολοκλήρωση του τρίτου προγράμματος προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας συνοδεύεται από μέτρα ελαφρύνσεως του δημοσίου χρέους και ένα αξιόπιστο εποπτικό πλαίσιο που διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του σε μεσοχρόνιο ορίζοντα, επισημαίνει σε ανάλυσή της η Alpha Bank.
Το νέο τοπίο, σημειώνει, επανακαθορίζει τις προτεραιότητες της οικονομικής πολιτικής. Ο στόχος της ταχύτερης αναπτύξεως της ελληνικής οικονομίας που θα την επαναφέρει σε τροχιά συγκλίσεως με τις άλλες χώρες της Ζώνης του Ευρώ και θα κάμψει με επιταχυνόμενο ρυθμό το ποσοστό ανεργίας τίθεται εκ των πραγμάτων στο επίκεντρο του σχεδιασμού της οικονομικής πολιτικής. Σε αυτήν την προσπάθεια, η δημοσιονομική πολιτική οφείλει να είναι αρωγός στο πλαίσιο του δυνατού.
Το 2017, το υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα της Γενικής Κυβερνήσεως, το οποίο υπερέβη τον στόχο κατά 2,45 εκατοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ, αποδίδεται στην υψηλή φορολόγηση και την περικοπή δαπανών, κυρίως του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Παρά τη διατήρηση των ιδιαίτερα υψηλών στόχων για τα πρωτογενή πλεονάσματα στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας για τα μέτρα ελαφρύνσεως του χρέους, η πιθανότητα υπερβάσεως των στόχων και, κατά συνέπεια, δημιουργίας δημοσιονομικού χώρου παραμένει υψηλή. Ο τρόπος αξιοποιήσεως του δημοσιονομικού χώρου είναι κρίσιμης σημασίας αφού επηρεάζει καθοριστικά την αναπτυξιακή διαδικασία.
Η επιλογή της σταδιακής μειώσεως των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών, αφενός, ενισχύει άμεσα την οικονομική δραστηριότητα δεδομένου ότι καθιστά επικερδή ορισμένα επενδυτικά σχέδια και ενδυναμώνει τα κίνητρα για εργασία και αφετέρου, ενισχύει περαιτέρω την εμπιστοσύνη των επενδυτών, μειώνοντας το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου.
Στη διάρκεια της παρατεταμένης δημοσιονομικής προσαρμογής, το μείγμα πολιτικής προκάλεσε επιπλέον εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, αφού στηρίχθηκε κυρίως στην αύξηση των φορολογικών επιβαρύνσεων και των ασφαλιστικών εισφορών και λιγότερο στην αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας και στον εξορθολογισμό των δαπανών.
Η πολιτική αυτή είχε ως συνέπεια σημαντικές δυσχέρειες στην υλοποίηση των δημόσιων επενδύσεων, ενώ παράλληλα η σχεδόν οριζόντια μείωση δαπανών οδήγησε, σε αρκετές περιπτώσεις, στην υποβάθμιση της ποιότητας των παρεχόμενων δημοσίων αγαθών και υπηρεσιών.
Κατά συνέπεια, η αλλαγή του μείγματος δημοσιονομικής προσαρμογής είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας. Βασικό συστατικό μιας τέτοιας πολιτικής είναι μία φορολογική μεταρρύθμιση, η οποία θα μπορούσε να περιλαμβάνει χαμηλότερους συντελεστές, απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και διεύρυνση της φορολογικής βάσεως μέσω του περιορισμού της φοροδιαφυγής, καταλήγει η τράπεζα.