Image default
ΚΟΣΜΟΣ

Θεσμοί και διεθνείς οργανισμοί ανησυχούν για την παγκόσμια οικονομία – Η προειδοποίηση Λαγκάρντ

Της Ελευθερίας Κούρταλη 

Μπορεί θεσμοί και παγκόσμιοι οργανισμοί να προβάλλουν ως βασικό σενάριο την ήπια προσγείωση της οικονομίας, ωστόσο είναι βέβαιο πως πίσω από τις κλειστές πόρτες συζητούνται πολύ πιο σοβαρά σενάρια και το όποιο σχετικό ντιμπέιτ για τις προοπτικές της οικονομίας είναι πολύ διαφορετικό από αυτό που ίσως αποτιμούν οι αγορές. 

Σε ομιλίες αξιωματούχων και σε αναλύσεις οίκων και ινστιτούτων διαφαίνεται σημαντική ανησυχία σχετικά με τις προοπτικές της οικονομίας με βάση και τις πολλαπλές προκλήσεις με τις οποίες είναι αντιμέτωπη σε μέτωπα όπως το εμπόριο, η γεωπολιτική, τα δημοσιονομικά και το δημόσιο χρέος, η αδύναμη ανάπτυξη και το τέλος της εποχής των χαμηλών επιτοκίων. 

Τα τελευταία χρόνια η παγκόσμια οικονομία χτυπήθηκε από αλλεπάλληλες κρίσεις –την πανδημία, το ενεργειακό και πληθωριστικό σοκ– με τον αντίκτυπο των εξελίξεων αυτών να μην έχει ακόμα φανεί ή εξαφανιστεί πλήρως, ενώ το γεωπολιτικό μέτωπο “βράζει”. Παράλληλα, η κλιματική κρίση, το δημογραφικό, η άμυνα είναι παράγοντες που έχουν επίσης ισχυρό αντίκτυπο στην οικονομία και αυξάνουν τις δαπάνες σε μια περίοδο που τα δημοσιονομικά πολλών χωρών είναι σε πολύ εύθραυστη και δυσχερή κατάσταση.

Ομοιότητες με τη δεκαετία του ’20

Ένα τρανταχτό παράδειγμα των έντονων ανησυχιών που υπάρχουν είναι η πρόσφατη ομιλία της επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, στο ΔΝΤ στην Ουάσινγκτον. Στη διάλεξη Michel Camdessus 2024, που εγκαινιάστηκε από τη Λαγκάρντ και η οποία έγινε προς τιμήν της πρώην επικεφαλής του ΔΝΤ, παρομοίασε την παρούσα περίοδο με τη δεκαετία του 1920.

Ειδικότερα, όπως προειδοποίησε, η παγκόσμια οικονομία αντιμετωπίζει ρήγματα συγκρίσιμα με τις πιέσεις που οδήγησαν στον “οικονομικό εθνικισμό”, στην κατάρρευση του παγκόσμιου εμπορίου και στη Μεγάλη Ύφεση της δεκαετίας του 1920.

“Αντιμετωπίσαμε τη χειρότερη πανδημία από τη δεκαετία του 1920, τη χειρότερη σύγκρουση στην Ευρώπη από τη δεκαετία του 1940 και το χειρότερο ενεργειακό σοκ από τη δεκαετία του 1970”, είπε η επικεφαλής της ΕΚΤ, προσθέτοντας ότι οι διαταραχές αυτές σε συνδυασμό με παράγοντες όπως τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα έχουν αλλάξει μόνιμα την παγκόσμια οικονομική δραστηριότητα. Υποστήριξε ότι ξεχωρίζουν αρκετοί παραλληλισμοί “μεταξύ των δύο 20s – της δεκαετίας του 1920 και της δεκαετίας του 2020”, επισημαίνοντας τις “οπισθοδρομήσεις στην παγκόσμια εμπορική ολοκλήρωση” και τις τεχνολογικές εξελίξεις και στις δύο περιόδους.

Ενώ η νομισματική πολιτική στη δεκαετία του 1920 έκανε τα πράγματα χειρότερα, καθώς η προσκόλληση στον κανόνα χρυσού ώθησε τις κορυφαίες οικονομίες σε αποπληθωρισμό και τραπεζικές κρίσεις, σήμερα, όπως τόνισε, είμαστε σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσουμε αυτές τις διαρθρωτικές αλλαγές. Πριν από έναν αιώνα, οι κεντρικοί τραπεζίτες έμαθαν με τον δύσκολο τρόπο ότι η σύνδεση του νομίσματος με τον χρυσό και οι σταθερές συναλλαγματικές ισοτιμίες “δεν ήταν ανθεκτικές σε περιόδους βαθιών διαρθρωτικών αλλαγών”, καθώς έσπρωξαν τον κόσμο στον αποπληθωρισμό, τροφοδοτώντας την “οικονομική δυσφορία” και συμβάλλοντας σε έναν “κύκλο οικονομικού εθνικισμού”.

Σήμερα πάντως, όπως είπε η Λαγκάρντ, τα εργαλεία των κεντρικών τραπεζιτών για τη διατήρηση της σταθερότητας των τιμών έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικά, επισημαίνοντας τη γρήγορη πτώση του πληθωρισμού μόλις άρχισαν να αυξάνονται τα επιτόκια το 2022. Οι τιμές καταναλωτή είχαν εκτοξευθεί μετά την αύξηση της ζήτησης στη μετα-πανδημία εποχή, τις παγκόσμιες διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού και τις μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Περιέγραψε το επεισόδιο ως ένα “ακραίο stress test” για τη νομισματική πολιτική. 

Η Λαγκάρντ χαρακτήρισε “αξιοσημείωτο” το γεγονός ότι οι κεντρικές τράπεζες κατάφεραν να θέσουν υπό έλεγχο τον πληθωρισμό μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια, αποφεύγοντας παράλληλα την αύξηση της ανεργίας. Ωστόσο, προειδοποίησε κατά του εφησυχασμού, λέγοντας ότι ζητήματα όπως πιθανά εμπόδια στην παγκοσμιοποίηση, η μερική αποσύνθεση των παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού, η ισχύς στην αγορά των τεχνολογικών κολοσσών όπως η Google και η “ταχεία ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης” θα μπορούσαν να δοκιμάσουν τις αντοχές των κεντρικών τραπεζιτών.

Παρ’ όλα αυτά που ανέφερε η Λαγκάρντ για το σήμερα, η προσπάθεια εμπνεύσεως εμπιστοσύνης, ωστόσο, μάλλον απέτυχε. Η σημερινή επικεφαλής του ΔΝΤ, Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα, ρώτησε τι θα είχε κάνει τη δεκαετία του 1920 για να αποτρέψει την καταστροφή που ακολούθησε. Η Λαγκάρντ δεν μπόρεσε να δώσει μια συνεκτική απάντηση.

Κρίση στα δημοσιονομικά

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, σε ομιλία της στην Ιρλανδία, η πρώτη αναπληρώτρια γενική διευθύντρια του ΔΝΤ και ουσιαστικά το “νούμερο 2” του Ταμείου μετά την Γκεοργκίεβα, η Γκίτα Γκόπιναθ, προειδοποίησε για την κρίση που δημιουργείται στα δημόσια οικονομικά, καθώς τα χρέη συσσωρεύονται ολοένα και υψηλότερα. 

Η Γκόπιναθ είπε ότι το επίκεντρο της διάλεξής της ήταν να πιέσει για μια “στρατηγική στροφή στην παγκόσμια δημοσιονομική πολιτική”, για να διασφαλίσει ότι οι κυβερνήσεις έχουν τους πόρους για να “καταπολεμήσουν την επόμενη κρίση”.

“Μια τέτοια στροφή ξεκινά με την αναγνώριση της πραγματικής κλίμακας των δημοσιονομικών κινδύνων”, είπε. “Είναι χειρότερο από όσο νομίζετε. Αυτό απαιτεί περαιτέρω αναγνώριση ότι οι οικονομικές συνέπειες του υψηλού χρέους δεν μπορούν πλέον να παραβλεφθούν στις προηγμένες οικονομίες”.

Η Γκόπιναθ σημείωσε ότι όταν εφιστούσε την προσοχή στους δημοσιονομικούς κινδύνους μια κοινή αντίδραση ήταν: “Και λοιπόν; Πολλές προηγμένες οικονομίες έχουν διατηρήσει πολύ υψηλά επίπεδα χρέους και δεν έχει συμβεί τίποτα δραματικό. Γιατί λοιπόν να ανησυχούμε τώρα;” 

Οι ανησυχίες προέκυψαν λόγω της αργής ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και του τερματισμού των μεγάλων αγορών κρατικού χρέους από τις κεντρικές τράπεζες (η λεγόμενη ποσοτική χαλάρωση, QE) που οδήγησε τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων σε χαμηλά επίπεδα-ρεκόρ.

Η χαλαρή δημοσιονομική πολιτική σήμαινε ότι υπήρχε πλέον ένα ασφάλιστρο στις αποδόσεις που απαιτούνται για την προσέλκυση επενδυτών σε κρατικά ομόλογα, οδηγώντας σε αύξηση του κόστους δανεισμού στην ευρύτερη οικονομία. Η Γκόπιναθ δεν μπήκε σε λεπτομέρειες, αλλά το γεγονός είναι πως αυτή η κατάσταση είναι ιδιαίτερα έντονη στις ΗΠΑ, όπου το δημόσιο χρέος πλησιάζει τα 36 τρισεκατομμύρια δολάρια και οι τόκοι του χρέους πλησιάζουν το 1 τρισεκατομμύριο δολάρια ετησίως. 

Συμπερασματικά, σημείωσε ότι “οι πολιτικές και διαρθρωτικές τάσεις” “αυξάνουν την πίεση στις κυβερνήσεις να ξοδεύουν περισσότερα και να δανείζονται περισσότερα”. 

“Αν η ιστορία είναι οποιοσδήποτε οδηγός”, συνέχισε, “η τροχιά του χρέους θα είναι χειρότερη από ό,τι σχεδιάζει οποιοσδήποτε από εμάς σήμερα. Αυτό δεν είναι βιώσιμο και πρέπει να στραφούμε στρατηγικά”.

Κρυφοί κίνδυνοι 

Ακόμη πιο… ευθεία είναι η προειδοποίηση του Διεθνούς Χρηματοοικονομικού Ινστιτούτου IIF, σε ό,τι αφορά το μέτωπο του διογκούμενου δημόσιου χρέους. Όπως ανέφερε στην καθιερωμένη έκθεσή του Global Debt Monitor που δημοσιοποιήθηκε την περασμένη εβδομάδα, το παγκόσμιο χρέος άγγιξε το ρεκόρ των 312 τρισ. δολαρίων το πρώτο εξάμηνο του 2024, καταγράφοντας αύξηση άνω των 2 τρισ. δολ., κυρίως λόγω ΗΠΑ και Κίνας.  

Δίνοντας στην έκθεσή του τον τίτλο “Προσοχή στους κρυφούς κινδύνους του χρέους”, το IIF χτύπησε καμπανάκι για τον ολοένα αυξανόμενο κρατικό δανεισμό. Το IIF προβλέπει ότι ο παγκόσμιος δημόσιος δανεισμός θα αυξηθεί από το τρέχον επίπεδο των 92 τρισ. δολαρίων σε 145 τρισ. δολάρια έως το 2030 και στα 440 τρισ.  δολάρια έως το 2050. “Με τον νέο κύκλο χαλάρωσης της Fed που αναμένεται να επιταχύνει τον ρυθμό συσσώρευσης παγκόσμιου χρέους, σημαντική ανησυχία προκαλεί η προφανής έλλειψη πολιτικής βούλησης για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων επιπέδων κρατικού χρέους τόσο στις ώριμες όσο και στις αναδυόμενες οικονομίες”, αναφέρει έκθεση. 

Ένα μεγάλο μέρος του δημόσιου δανεισμού οφείλεται στην ενεργειακή μετάβαση, η οποία αναμένεται να αντιπροσωπεύει πάνω από το ένα τρίτο της προβλεπόμενης αύξησης του δημόσιου χρέους  έως το 2050. “Αυτό θέτει σημαντικές προκλήσεις, καθώς πολλές κυβερνήσεις κατανέμουν ήδη ένα αυξανόμενο μερίδιο των εσόδων τους σε δαπάνες για τόκους”, τόνισε το IIF.

Σε άλλη έκθεσή του για τις παγκόσμιες προοπτικές, Global Outlook Report, το IIF επεσήμανε μια άλλη τεράστια πρόκληση της οικονομίας που είναι το γεωπολιτικό τοπίο. Όπως ανέφερε, οι γεωπολιτικές εντάσεις συμβάλλουν στην αυξημένη παγκόσμια αβεβαιότητα. Το IIF προβλέπει ότι η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη θα μειωθεί από 3,1% το 2023 σε 2,9% τόσο το 2024 όσο και το 2025.

Η έκθεση τονίζει ότι οι συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή και οι αυξανόμενες εντάσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας επιδεινώνουν την παγκόσμια αστάθεια. Το IIF σημείωσε ότι αυτοί οι γεωπολιτικοί κίνδυνοι είναι πιθανό να συνεχίσουν να επηρεάζουν τις οικονομικές συνθήκες, υπογραμμίζοντας πώς τα πολιτικά γεγονότα μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά την παγκόσμια οικονομική απόδοση. Το IIF σημειώνει επίσης ότι οι οικονομικές προοπτικές της Ευρωζώνης συνεχίζουν να είναι γεμάτες προκλήσεις . Η περιοχή αναμένεται να δει ανάπτυξη μόλις 0,5% το 2024, ακολουθώντας τις χαμηλές επιδόσεις του προηγούμενου έτους.

Πολλαπλά μέτωπα  

Από την πλευρά του ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, στην τελευταία έκθεση για τις παγκόσμιες οικονομικές προοπτικές που δημοσίευσε την προηγουμένη εβδομάδα, υπογράμμισε τις πολλές και ισχυρές προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη σήμερα η παγκόσμια οικονομία. 

Όπως σημείωσε, αν και η οικονομία γυρίζει σελίδα, καθώς η ανάπτυξη παρέμεινε ανθεκτική κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 και οι πληθωριστικές πιέσεις εκτονώθηκαν, ωστόσο σημαντικοί κίνδυνοι παραμένουν: οι συνεχιζόμενες γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις θα μπορούσαν να βλάψουν όλο και περισσότερο τις επενδύσεις και να επιβαρύνουν τις τιμές εισαγωγών. Η ανάπτυξη θα μπορούσε να επιβραδυνθεί περισσότερο από ό,τι αναμένεται, καθώς η αγορά εργασίας πλήττεται και οι αποκλίσεις από την αναμενόμενη ομαλή πορεία αποπληθωρισμού θα μπορούσαν να προκαλέσουν διαταραχές στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Ειδικότερα, όπως τόνισε ο ΟΟΣΑ, οι προβλεπόμενες προοπτικές είναι σχετικά ευνοϊκές, με σταθερή ή βελτιωμένη ανάπτυξη και μετριασμό του πληθωρισμού. Ωστόσο, εξακολουθούν να υπάρχουν σημαντικοί κίνδυνοι, αντανακλώντας την αβεβαιότητα σχετικά με τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές συγκρούσεις, τον ρυθμό με τον οποίο θα μειωθεί ο πληθωρισμός και τον παρατεταμένο αντίκτυπο των ακόμη υψηλών πραγματικών επιτοκίων. 

Οι πιθανές πηγές επίμονου πληθωρισμού περιλαμβάνουν τη μετακύλιση από τη συνεχιζόμενη αύξηση του κόστους εργασίας, τα αυξημένα περιθώρια κέρδους σε ορισμένους τομείς, τα επίμονα υψηλά έξοδα στον κλάδο των μεταφορών και πρόσθετες γεωπολιτικές ή εμπορικές εντάσεις που αυξάνουν το κόστος των εισαγόμενων αγαθών. 

Μια βραδύτερη από την αναμενόμενη πορεία αποπληθωρισμού μπορεί επίσης να ωθήσει ξανά τις προσδοκίες για τον πληθωρισμό των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. 

Ένας άλλος βασικός κίνδυνος κατά τον ΟΟΣΑ είναι ότι η ανάπτυξη θα μπορούσε να επιβραδυνθεί πιο απότομα από ό,τι αναμενόταν σε πολλές χώρες. Τα επιτόκια δανεισμού συνεχίζουν να αποτελούν αντικείμενο επαναδιαπραγμάτευσης και το χρέος με πολύ χαμηλά επιτόκια ωριμάζει και αντικαθίσταται από νέα δάνεια νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Περίπου το 30% του υπάρχοντος εταιρικού χρέους στις προηγμένες οικονομίες αναμένεται να λήξει έως το 2026, με ακόμη υψηλότερο μερίδιο στις οικονομίες των αναδυόμενων αγορών. Οι επιχειρηματικές αποτυχίες σε πολλές προηγμένες οικονομίες έχουν ήδη αυξηθεί σε επίπεδα πολύ πάνω από αυτά που παρατηρήθηκαν πριν από την πανδημία.

Όπως σημείωσε ο ΟΟΣΑ, εκπλήξεις είτε για τον ρυθμό οικονομικής ανάπτυξης είτε για τον πληθωρισμό θα μπορούσαν να προκαλέσουν ισχυρά sell-offs στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η βραχύβια περίοδος αστάθειας των χρηματοπιστωτικών αγορών στις αρχές Αυγούστου πυροδοτήθηκε εν μέρει από την αδυναμία των οικονομικών δεικτών για τις ΗΠΑ και τις αλλαγές στις προσδοκίες της αγοράς για τα επιτόκια και τις διαφορές αποδόσεων με άλλες οικονομίες, ιδιαίτερα την Ιαπωνία. 

Περαιτέρω αποκλίσεις από την αναμενόμενη ομαλή πορεία αποπληθωρισμού θα μπορούσαν να αναγκάσουν τις χρηματοπιστωτικές αγορές να επανεκτιμήσουν τον πιθανό ρυθμό χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής, με επιπτώσεις στα ασφάλιστρα κινδύνου, εκθέτοντας δυνητικά ορισμένους χρηματοπιστωτικούς τομείς. 

Οι οικονομικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι ιδιαίτερα έντονες σε ένα περιβάλλον υψηλού χρέους: το συνολικό χρέος ως μερίδιο του ΑΕΠ είναι πλέον σημαντικά υψηλότερο από ό,τι τη δεκαετία του 2010 ή οποιαδήποτε προηγούμενη δεκαετία τόσο για τις προηγμένες όσο και για τις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, όπως τόνισε ο ΟΟΣΑ.

Related posts

Το Αζερμπαϊτζάν και η Αρμενία αντάλλαξαν αιχμαλώτους πολέμου

admin

G20: Μεγάλη υποστήριξη στη λύση των δύο κρατών στη σύγκρουση Ισραήλ – Παλαιστίνης

admin

Στα εγκαίνια του Ε65 την Τρίτη ο Κυρ. Μητσοτάκης

admin

ΗΠΑ: Ισχυρή ανάπτυξη 2,4% που ξεπέρασε τις προσδοκίες στο 2ο τρίμηνο

admin

Μπάιντεν: Έχω στα χέρια μου ισραηλινό σχέδιο εκεχειρίας τριών φάσεων – Καλώ να γίνει αποδεκτό

admin

Πλημμύρες στη Νότια Κορέα: Στους 22 ανήλθε ο αριθμός των νεκρών – Στους 14 οι αγνοούμενοι

admin

Βρετανία: Η αστυνομία απήγγειλε κατηγορίες εις βάρος του πρώην στρατιώτη που δραπέτευσε από φυλακή του Λονδίνου τη Δευτέρα

admin

Χήρα Ναβάλνι: Ο Πούτιν είναι δολοφόνος και γκάνγκστερ

admin

Γουατεμάλα: Αναστέλλεται προσωρινά η απαγόρευση του κόμματος του εκλεγμένου προέδρου Μπ. Αρέβαλο

admin