Είναι ριψοκίνδυνο να βλέπουμε τις εκλογές για το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ως ένα βαρόμετρο της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η προσέλευση ήταν υψηλότερη από ό, τι σε προηγούμενες ευρωεκλογές, αλλά και πάλι μόνο περίπου 50%. Οι ψηφοφόροι σε πολλές χώρες δεν είναι σίγουροι για το τι ακριβώς κάνει το κοινοβούλιο. Οι εθνικές ανησυχίες κυριαρχούν. Ουσιαστικά, οι ψήφοι δόθηκαν σε 28 ξεχωριστές εθνικές εκλογές, παρά σε μια ενιαία ευρωπαϊκή μάχη. Αυτό δείχνει πόσο δρόμο πρέπει να διανύσει ακόμη η ένωση για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής ταυτότητας του μπλοκ ως ενιαίου συνόλου.
Πράγματι, η πολιτική του νέου κοινοβουλίου θα είναι ακόμα πιο μπερδεμένη από ό, τι πριν. Τα παραδοσιακά κεντροδεξιά και κεντροαριστερά κόμματα είναι έτοιμα, όπως και πριν, να σχηματίσουν τις μεγαλύτερες ομάδες στη νέα σύνθεση, αλλά το ποσοστό στήριξής τους συνέχισε να διολισθαίνει. Οι Πράσινοι και οι Φιλελεύθεροι τα πήγαν καλά -αλλά, σε πολλές χώρες, το ίδιο έκαναν και οι λαϊκιστές, αν και η στήριξή τους δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο ήλπιζαν οι ηγέτες τους. Το νέο κόμμα Brexit της Βρετανίας προσέλκυσε μια τεράστια ψήφο διαμαρτυρίας κατά της συμμετοχής στην ΕΕ, καθώς η υποστήριξη για τους κυβερνώντες Συντηρητικούς του Ηνωμένου Βασιλείου βυθίστηκε. Στη Γαλλία, ο ακροδεξιός Εθνικός Συναγερμός της Marine Le Pen οδήγησε το Republic en Marche του Emmanuel Μακρόν στη δεύτερη θέση. Στην Ένωση συνολικά, τα κόμματα που εναντιώνονται στην ΕΕ αύξησαν τις δυνάμεις τους, αλλά δεν κατάφεραν να ανατρέψουν τη mainstream πολιτική της Ευρώπης.
Μετά από αυτές τις εκλογές, το παλιό πολιτικό κέντρο της Ευρώπης κάθε άλλο παρά έχει πεθάνει – αλλά δεν είναι ακμάζον. Σε μια υγιή πολιτεία, οι λαϊκιστές αντάρτες θα είχαν τεθεί εκτός συναγωνισμού.
Η ορθή απάντηση στην πρόκληση που αντιμετωπίζει η κεντρώα πολιτική έχει τόσο εθνικά όσο και ευρωπαϊκά στοιχεία. Η αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής δυσπραγίας της Ένωσης είναι κρίσιμης σημασίας.
Τα ποσοστά ανεργίας είναι υψηλότερα στις περισσότερες χώρες της ΕΕ από ό, τι στις ΗΠΑ. Αυτό οφείλεται εν μέρει σε κακές πολιτικές για την αγορά εργασίας, συμπεριλαμβανομένων των υψηλών κατώτατων μισθών (ειδικά για τους νέους εργαζόμενους) και των αδικαιολόγητα άκαμπτων συμβάσεων εργασίας. Αλλά σε ορισμένες χώρες φταίει, επίσης, η έλλειψη ζήτησης. Σε αυτόν τον τομέα η ευρωζώνη έχει βάλει τον εαυτό της σε διαρθρωτική μειονεκτική θέση. Το ενιαίο νόμισμα της Ευρώπης καθιστά αδύνατη την παροχή ισχυρών νομισματικών κινήτρων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκεί όπου είναι πιο απαραίτητα, ενώ οι συναλλαγματικές ισοτιμίες δεν μπορούν να προσαρμοστούν ώστε να απορροφήσουν την πίεση. Η καλύτερη συνεργασία στη δημοσιονομική πολιτική θα μπορούσε να μετριάσει αυτό το πρόβλημα, αλλά οι κυβερνήσεις της ΕΕ δεν μπορούν να συμφωνήσουν στον τρόπο.
Όσον αφορά τη δημοσιονομική πολιτική και άλλες πτυχές της οικονομικής ολοκλήρωσης, η ένωση αντιμετωπίζει ένα δίλημμα. Χάρη στο ευρώ, η αποτελεσματική διαχείριση της ζήτησης απαιτεί “περισσότερη Ευρώπη” – αλλά η “περισσότερη Ευρώπη” είναι ακριβώς αυτό στο οποίο αντιτίθενται πολλοί υποστηρικτές της λαϊκιστικής πολιτικής. Η απάντηση είναι να επιδιωχθεί μια έντονα στοχευμένη πολιτική ολοκλήρωση, εκεί όπου κρίνεται ως ζωτικής σημασίας για την οικονομική ευημερία της ΕΕ, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις πρωτοβουλίες της ΕΕ όπου αυτές δεν είναι απαραίτητες και επιτρέποντας στις εθνικές κυβερνήσεις να αναλάβουν ηγετικό ρόλο.
Ίσως να μην το γνωρίζετε, αλλά οι αρχιτέκτονες της Ευρώπης έχουν συμφωνήσει από καιρό ότι αυτό είναι επιθυμητό. Η ιδέα κατοχυρώνεται στην έννοια της “επικουρικότητας”, την οποία αναγνωρίζουν οι συνθήκες της ΕΕ. Στην πράξη, ωστόσο, οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής στην Ευρώπη έκαναν πολύ συχνά το αντίθετο – πίεζαν προς τα εμπρός με μία συμβολική ολοκλήρωση, με την ελπίδα ότι αυτό θα καλλιεργούσε την ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη, ενώ αγνοούσαν την ολοκλήρωση εκεί που πραγματικά είχε σημασία. Ως αποτέλεσμα, η οικονομία της ΕΕ υποαποδίδει -και τα θεσμικά όργανα της ΕΕ κατηγορούνται περισσότερο από όσο τους αναλογεί.
Δέκα χρόνια μετά τη μεγάλη ύφεση, για παράδειγμα, η τραπεζική ένωση της ΕΕ εξακολουθεί να μην έχει ολοκληρωθεί. Το πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής δεν είναι ουσιαστικά αναμορφωμένο. Ένα σύστημα ασφάλισης κατά της ανεργίας σε ολόκληρη την ΕΕ -το οποίο θα αποτελούσε δημοσιονομικό σταθεροποιητικό παράγοντα σε περιόδους ύφεσης, παρέχοντας αυτομάτως μέτρα στήριξης, όπου αυτά θα ήταν περισσότερο απαραίτητα – δεν διαφαίνεται πουθενά κοντά. Χωρίς αυτές τις άμυνες, η επόμενη ύφεση μπορεί να προκαλέσει μεγαλύτερες οικονομικές και πολιτικές ζημιές από την τελευταία.
Η πολιτική για τη μετανάστευση πάσχει από μια παρόμοια αναντιστοιχία και οι δημοσκοπήσεις υποδηλώνουν ότι οι ανησυχίες σχετικά με τη μετανάστευση κατέχουν την υψηλότερη θέση μεταξύ των ψηφοφόρων των λαϊκιστών. Η ΕΕ έχει δεσμευτεί για την ελεύθερη κυκλοφορία των πολιτών της εντός της ένωσης – μια αξιοθαύμαστη αρχή που επιφέρει και οικονομικό όφελος – αλλά η ένωση δεν κατάφερε να οικοδομήσει την κοινή πολιτική εξωτερικών συνόρων που απαιτεί μια τέτοια δέσμευση.
Μια συνολική μεταναστευτική πολιτική σε επίπεδο ΕΕ, η οποία θα είναι δίκαιη και θα θεωρείται δίκαιη, θα είναι ζωτικής σημασίας για την αντιστροφή του λαϊκιστικού κύματος σε χώρες όπως η Ιταλία, οι οποίες έχουν αφεθεί μόνες να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις της μετανάστευσης στη Μεσόγειο. Είτε αυτό, είτε η Ευρώπη μπορεί να υποχρεωθεί να αναθεωρήσει τη δέσμευσή της για ελεύθερη κυκλοφορία.
Οι κυβερνήσεις της Ευρώπης πρέπει να αντιμετωπίσουν την επίμονη τάση να συνδυάζουν την υπερβολή με την υποτονικότητα. Να εστιάσουν στα απαραίτητα και να αφήσουν τα περιττά στην άκρη. Να ολοκληρώσουν το σύστημα του ενιαίου νομίσματος με δημοσιονομικές και χρηματοπιστωτικές ρυθμίσεις που είναι κρίσιμες για την ευημερία της Ευρώπης – στη συνέχεια, να κάνουν πίσω όπου είναι δυνατόν και να αφήσουν τις εθνικές κυβερνήσεις να είναι υπεύθυνες για την εθνική πολιτική και να είναι πλήρως υπεύθυνες έναντι των πολιτών τους. Ένας πιο έξυπνος καταμερισμός της εργασίας μεταξύ της ΕΕ και των κρατών μελών της μπορεί να στείλει τους λαϊκιστές αντάρτες πίσω στην αφάνεια.