Ένα από τα πιο συζητημένα, κρίσιμα αλλά και «σκιώδη» ζητήματα στον σύγχρονο δημόσιο διάλογο είναι και αυτό της ανταγωνιστικότητας. Όλοι σχεδόν την επικαλούνται ως κεντρικό ζητούμενο, λίγοι την κατανοούν πραγματικά ως έννοια…
Σε γενικούς όρους, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Ανταγωνιστικότητα παραπέμπει απλώς στην ικανότητα του να μπορείς να προσφέρεις στις αγορές (τοπικές, εθνικές ή διεθνείς) προϊόντα και υπηρεσίες με τρόπο που να είναι και να παραμένει αποδοτικός, μέσα στις μεταβαλλόμενες συνθήκες που θέτει ο ανταγωνισμός. Να καταφέρνεις, δηλαδή, να πουλάς, να κερδοφορείς και να αναπτύσσεσαι μέσα σε συνθήκες παγκοσμιοποιούμενου ανταγωνισμού.
Ένας τέτοιος ορισμός, όντως, δεν είναι λανθασμένος. Όμως, στο εσωτερικό ενός τέτοιου υπερβολικά ανοιχτού ορισμού συχνά πολλοί καταλαβαίνουν τελείως διαφορετικά πράγματα και μάλιστα, κάποιες φορές, με ένα ισχυρά αποκλίνοντα τρόπο. Και έτσι πολλά κρίσιμα αναπτυξιακά ζητούμενα παραμένουν εντελώς ασαφή και σκιώδη.
Πρώτα από όλα, μια βασική διευκρίνιση: Άλλο πράγμα ο ανταγωνισμός και άλλο η ανταγωνιστικότητα.
Συνθήκες Ανταγωνισμού υφίστανται κάθε στιγμή όπου ανταγωνιζόμενα μέρη, έρχονται σε σύγκρουση διεκδικώντας την διατήρηση/ αύξηση των ίδιων οφελών τους. Οι συνθήκες Ανταγωνισμού ανιχνεύονται, στην ουσία, σε κάθε «κατάσταση οικονομίας», δηλαδή στενότητας και όπου οι ανάγκες υπερβαίνουν τα μέσα κάλυψης τους.
Η ανταγωνιστικότητα, αντίθετα, δεν χαρακτηρίζει όλα τα μέρη που λειτουργούν σε συνθήκες ανταγωνισμού. Ανταγωνιστικός, σε γενικούς όρους, είναι μονάχα αυτός που καταφέρνει «να νικά», να επιβιώνει και να αναπτύσσεται, μέσα στις συνθήκες ανταγωνισμού.
Στις μέρες μας, δεν υφίσταται ένας μοναδικός και ενιαίος, γενικά αποδεκτός, ορισμός της ανταγωνιστικότητας. Συνήθως, οι προσεγγίσεις και οι ορισμοί της Ανταγωνιστικότητας επιχειρούνται σε τρία επίπεδα:
1. Επίπεδο Εθνικής Οικονομίας (Μακρο- Επίπεδο)
2. Επίπεδο Επιχείρησης (Μικρο- Επίπεδο)
3. Επίπεδο Κλάδου Οικονομικής Δραστηριοποίησης (Μεσο- Επίπεδο)
Σε γενικούς όρους, η μακροοικονομική προσέγγιση αφορά τον ειδικό εκείνο τρόπο προσέγγισης των οικονομικών φαινομένων στην συνολική, αθροιστική οικονομική διάσταση τους. αναφέρεται στην μελέτη των παραγόντων που προσδιορίζουν τις συνολικές ροές και μεγέθη του εξεταζόμενου οικονομικού συστήματος, όπως το επίπεδο απασχόλησης & τον πληθωρισμό, το επίπεδο απασχόλησης & την ανεργία, την συνολική κατανάλωση & τις επενδύσεις κλπ. συνοπτικά, μακροοικονομία είναι η μελέτη της οικονομίας ως συνόλου, συμπεριλαμβανομένων των φαινομένων του οικονομικού κύκλου και της μεγέθυνσης: Εστιάζει στο «δάσος» και όχι στο «δέντρο»…
Συγκεκριμένα, η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο έθνους-κράτους (μάκρο- επίπεδο), δηλαδή η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο έθνους-κράτους παραπέμπει στην ικανότητα ενός εθνικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού να βελτιώνει τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη του, σε συνθήκες διεθνούς/ παγκόσμιου ανταγωνισμού. σε μια τέτοιου τύπου προσέγγιση η προσπάθεια αύξησης της ανταγωνιστικότητας ταυτίζεται με την στρατηγική της χώρας για οικονομική ανάπτυξη.
Αντίθετα, η μικροοικονομική προσέγγιση αφορά μια ειδική προσέγγιση των οικονομικών προβλημάτων, η οποία εξαντλείται στην ανάλυση της συμπεριφοράς/ δράσης των μονάδων που δρουν μέσα στην οικονομία (άτομο & επιχείρηση). αναφέρεται στην μελέτη των παραγόντων που προσδιορίζουν τις σχετικές τιμές των αγαθών & συντελεστών παραγωγής, εστιάζοντας στις επιμέρους σχετικές αγορές: Εστιάζει στο «δέντρο» και όχι στο «δάσος»…
Σε αυτήν την κατεύθυνση, η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο επιχείρησης (μίκρο- επίπεδο), δηλαδή η ανταγωνιστικότητα σε επίπεδο επιχείρησης προσεγγίζεται ως η ικανότητα της επιχείρησης να παρουσιάζει καλύτερες επιδόσεις σε σχέση με τους ανταγωνιστές της (υψηλότερη παραγωγικότητα ή/ και μεγαλύτερη αποδοτικότητα στην χρήση των κεφαλαίων της ή/ και μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς ή/ και μεγαλύτερες πωλήσεις & κέρδη κλπ).
Στις μέρες μας, όμως, φαίνεται όλο και πιο επιβεβλημένο το «γεφύρωμα» μεταξύ της «μίκρο» και της «μάκρο» οπτικής και ανάλυσης. Όπως το διατύπωνε πολύ εύστοχα αρκετά χρόνια πριν ο J.K.Galbraith: «Η διάκριση ανάμεσα σε μικροοικονομική και μακροοικονομική θα θολώσει και θα σβηστεί. αυτή η διάκριση, η οποία θα θυμίσω ήταν το κληροδότημα του Κeynes, μετέθεσε την ευθύνη για τη συνολική οικονομική επίδοση στο κράτος και την κεντρική τράπεζα, αφήνοντας τον παραδοσιακό ρόλο της κλασικής αγοράς στους μεμονωμένους τομείς της οικονομίας. τον πληθωρισμό και την ανεργία μελετούσε η μακροοικονομική. αν κατόρθωνε να τα ελέγξει, τότε η μικροοικονομική επίδοση της αγοράς μπορούσε να αφεθεί στα καλούπια της κλασικής ορθοδοξίας… Η τμηματοποίηση της οικονομικής ανάμεσα σε μικροοικονομική και μακροοικονομική αποκρύπτει την πιο επίμονη αιτία της σύγχρονης ανεργίας στις ώριμες βιομηχανικές χώρες: την παρακμή των γηραιότερων κλάδων. Επίσης αποκρύπτει τις σχετικές λύσεις…»[i]
Ως «γέφυρα» μεταξύ των δύο μπορεί να χρησιμοποιηθεί –και όντως χρησιμοποιείται όλο και συχνότερα στην σύγχρονη σχετική επιστημονική έρευνα- και η «μέσο»- οικονομική προσέγγιση. Αυτή η μεσο-οικονομική προσέγγιση, αφορά τον ειδικό εκείνο τρόπο προσέγγισης των οικονομικών φαινομένων στην ενδιάμεση, δυναμική & εξελικτική κοινωνικοοικονομική διάσταση τους. Αναφέρεται στην μελέτη των παραγόντων που προσδιορίζουν τις δομικές διαστάσεις και μεγέθη του εξεταζόμενου οικονομικού συστήματος, όπως οι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας, η συγκέντρωση τους καθώς και οι εξελισσόμενες μορφές ανταγωνισμού & καινοτομίας στο εσωτερικό τους. Εστιάζει, δηλαδή, στο πως περνούμε από το «Δάσος» στο «Δέντρο» και αντίστροφα …
Στην «κλασσική» εκδοχή της αυτή η κατεύθυνση μελέτης συντείνει στην άρθρωση της παραδοσιακής κλαδικής πολιτική. Σε αυτήν επιλέγονται, προτείνονται και ενισχύονται κάποιοι κλάδοι οικονομικής δραστηριότητας οι οποίοι θεωρούνται ως στρατηγικής σημασίας για την μελλοντική εθνική οικονομική ανάπτυξη. Στο πλαίσιο αυτών των κλάδων αναδεικνύονται, συνήθως, οι επιχειρήσεις που αποκαλούνται «Εθνικοί Πρωταθλητές» και οι οποίες τυγχάνουν ισχυρής κρατικής προστασίας και ενίσχυσης. Συνήθως, πρόκειται για επιχειρήσεις που «εκτιμάται» πως διαθέτουν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα στην διεθνή αγορά και στις οποίες, τις περισσότερες φορές, «παραχωρείται» μια κρίσιμη μάζα κρατικών παραγγελιών σε «συγχρονισμό» με διάφορες κρατικές (χρηματοοικονομικές κλπ) ενισχύσεις. Φυσικά, στην εποχή μας αυτή η στενή «κλαδική» οπτική δείχνει να δίνει την θέση της σε πολύ πιο ανοιχτές «οικοσυστημικές» προσεγγίσεις, για την τόνωση κυρίως του καινοτομικού δυναμικού των επιμέρους χωροθετημένων παραγωγικών συστημάτων ως κύριου μοχλού της ανταγωνιστικής τους ενδυνάμωσης…
Συνολικά, αυτό που φαίνεται όλο και πιο καθαρά μέσα στην πρόοδο της θεωρητικής σύλληψης του θέματος της ανταγωνιστικότητας αλλά και στην άρθρωση σχετικής πολιτικής στην εποχή μας είναι η προσπάθεια σύνθεσης των επιμέρους προσεγγίσεων που προαναφέραμε.
Στην ουσία, οι τρεις προσεγγίσεις (μίκρο, μέσο, μάκρο) του οικονομικού φαινομένου δεν είναι «εξ’ ορισμού» ασύμβατες ή/ και συγκρουόμενες μεταξύ τους. Μπορούν να διακριθούν, απλώς, επειδή έχουν διαφορετικό σημείο εκκίνησης στη μελέτη των οικονομικών φαινομένων. Η μικρο-οικονομία ξεκινά από το «δέντρο» για να κατανοήσει το «δάσος», η μακρο-οικονομία ξεκινά από το «δάσος» για να κατανοήσει καλύτερα τη θέση του επιμέρους «δέντρου», ενώ η μεσο-οικονομία μπορεί να γεφυρώνει τις δυο προηγούμενες προσεγγίσεις καθιστώντας κατανοητό ότι «δεν υπάρχει εξέλιξη του δάσος χωρίς εξέλιξη των δέντρων του», φυσικά και το αντίστροφο.
Η κατανόηση μας, λοιπόν, επί της ανταγωνιστικότητας οφείλει να προσπαθεί να αξιοποιεί και τις τρεις αυτές προσεγγίσεις με ένα όσο τον δυνατό πιο συνθετικό τρόπο, ώστε η εικόνα που έχουμε για την εξέλιξη της σύγχρονης παγκόσμιας οικονομικής πραγματικότητας να καταφέρνει να γίνεται πιο πλήρης και διαυγής.
———————
[i] J.K.GALBRAITH (1987): Μια Σφαιρική Άποψη για την Οικονομία, ελληνική μετάφραση, ΠΑΠΑΖΗΣΗΣ, 2001.
Δρ. Βλάδος Χάρης
- News4money.gr