Του Sony Kapoor-Έχει περάσει μια δεκαετία από την κατάρρευση της Lehman Brothers και την εποχή του χρόνου που οι αγορές ανησυχούν για άλλη μία “καλοκαιρινή έκπληξη”. Δεν είναι ποτέ ίδιες δύο κρίσεις, και κανείς δεν έχει καταφέρει ακόμη να αντιληφθεί το πότε θα ξεσπάσουν οι κρίσεις στην αγορά.
Ωστόσο, γνωρίζοντας που βρίσκεται η μεγαλύτερη ευπάθεια, καθίσταται πιο εύκολη η διαχείριση ρίσκου, και ίσως και πιο ξέγνοιαστες οι διακοπές.
Υπάρχουν τέσσερις κύριοι τομείς ανησυχίας που, από κοινού, υποδηλώνουν ότι η παγκόσμια οικονομία ίσως είναι σε μια πιο εύθραυστη θέση από ό,τι ήταν την παραμονή της κατάρρευσης της Lehman, πριν από μία δεκαετία.
Πρώτον, όπως έχει προειδοποιήσει επανειλημμένως η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, υπάρχει ένα ρεκόρ-χρέους στην παγκόσμια οικονομία. Δεν είναι μόνο το ποσό του δημοσίου και του ιδιωτικού χρέους που είναι ανησυχητικό, αλλά επίσης η επιδείνωση της ποιότητας. Υπάρχουν σήμερα 63 τρισ. δολάρια κρατικού χρέους, ενώ το συνολικό διαμορφώνεται στα 237 τρισ. δολάρια, περίπου 70 τρισ. δολάρια πάνω από τα επίπεδα που βρισκόταν στην προ-Lehman εποχή.
Υπάρχουν μόνο 11 κράτη και δύο αμερικανικές επιχειρήσεις με αξιολόγηση ΑΑΑ, και υπάρχει μια συνεχής πτώση της μέσης πιστωτικής ποιότητας των υφιστάμενων ανεξόφλητων δανείων και ομολόγων. Η εξυπηρέτηση και η μετακύλιση αυτού του χρέους είναι πιθανό να γίνει πιο ακριβή όσο η νομισματική πολιτική ομαλοποιείται μετά από χρόνια ποσοτικής χαλάρωσης.
Το αμερικανικό έλλειμμα του 2017, ύψους 161 δισ. δολάρια ή 11,% του ΑΕΠ, ωχριά σε σχέση με τις προβλέψεις αυτού του έτους για 804 δισ. δολάρια. Ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ στις ΗΠΑ έχει αυξηθεί σε πάνω από το 105% του ΑΕΠ από το περίπου 65% του ΑΕΠ το 2008, με τις προβλέψεις να κάνουν λόγο για συνεχιζόμενη αύξηση. Στην ευρωζώνη επίσης το χρέος είναι τώρα 20% υψηλότερο, αυξήθηκε 60% στην Ισπανία, και το ιταλικό δημόσιο χρέος, ήδη υψηλό το 2008, έχει σπάσει το όριο του 130% του ΑΕΠ, και διαμορφώνεται 30% υψηλότερα από το 2008. Είναι σαφές ότι υπάρχει πολύ λιγότερος χώρος για την κυβέρνηση να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες και τις λεγόμενες αντί-κυκλικές πολιτικές που ήταν κρίσιμες για να αποφευχθεί μια επανάληψη της μεγάλης ύφεσης μετά από την κατάρρευση της Lehman.
Δεύτερον, με την ποσοτική χαλάρωση να έχει αφήσει τις κεντρικές τράπεζες με το ποσό-ρεκόρ των assets ύψους 15 τρισ. δολαρίων στους ισολογισμούς τους, και τα επιτόκια να παραμένουν κοντά σε ιστορικά χαμηλά, υπάρχει περιορισμένος χώρος για μια ισχυρή απάντηση νομισματικής πολιτικής σε μια νέα κρίση.
Οι τρεις τελευταίες υφέσεις οδήγησαν την αμερικανική κεντρική τράπεζα να μειώσει τα επιτόκια κατά 5%, ενώ στην προ Lehman εποχή η ΕΚΤ και η κεντρική τράπεζα της Αγγλίας διατήρησαν τα επιτόκια στο 4% και 5% αντιστοίχως.
Με τις στρόφιγγες του QE να είναι ακόμη ανοιχτές και πραγματικές, και με τα ονομαστικά επιτόκια να είναι αρνητικά για αρκετές κεντρικές τράπεζες της G10, είναι αδύνατη μια επανάληψη μιας αποφασιστικής δράσης της κεντρικής τράπεζας που βοήθησε τον κόσμο να αποφύγει μια ύφεση.
Στην πραγματικότητα, είναι πολύ πιθανό η νομισματική πολιτική, όπως είδαμε με το tapering το 2013, ίσως γίνει η πηγή της αστάθειας καθώς το QE αποσύρεται και τα επιτόκια ομαλοποιούνται.
Τρίτον, το πολιτικό κέντρο το οποίο ήταν ισχυρό το 2008, έχει φθαρεί σημαντικά σε όλες σχεδόν τις μεγάλες οικονομίες. ο λαϊκισμός τόσο της ακροδεξιάς όσο και της ακροαριστεράς αυξάνεται, εν μέρει ως απάντηση στην κρίση. Το εκλογικό σώμα είναι πιο δυσαρεστημένο από μια δεκαετία σχεδόν χαμένη μετά από την κρίση, στην οποία λίγοι είδαν αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς τους, ενώ πολλοί περισσότεροι βιώνουν οικονομική και άλλης μορφής ανασφάλεια. Τα πολιτικά συστήματα στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες έχουν κατακερματιστεί με μια αύξηση μικρών και ακόμη περιθωριακών πολιτικών κομμάτων που τώρα εκπροσωπούνται στα κοινοβούλια, καθώς οι κυβερνητικές πλειοψηφίες γίνεται ακόμη πιο δύσκολο να σχηματιστούν.
Τέταρτον είναι η κατάρρευση της εμπιστοσύνης και η αποδυνάμωση της διεθνούς τάξης. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν όχι μόνο μια πολιτική άδειας καρέκλας στα διεθνή φόρουμ όπως η G7 και η G20, τα οποία είναι κρίσιμα στη διατήρηση της διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση της τελευταίας κρίσης, αλλά η κυβέρνηση Trump έχει προκαλέσει τριγμούς στην παγκόσμια διεθνή συνεργασία. Ίσως ακόμη πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι περιορίζεται το λογικό πολιτικό κέντρο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με τους λαϊκιστές τόσο στον πυρήνα όσο και στην περιφέρεια, να αφήνουν μικρό περιθώριο για λογικές πολιτικές σε επίπεδο ευρωζώνης και ΕΕ. Το Brexit, η άνοδος του διχασμού Δύσης-Ανατολής, ιδιαίτερα αναφορικά με τη μετανάστευση και τη νέα ιταλική κυβέρνηση, είναι απλώς τα πιο προφανή παραδείγματα μιας βαθύτερης ασθένειας στην πολιτική της ΕΕ.
Ασφαλώς, οι τράπεζες είναι πιο ισχυρές σήμερα από ό,τι ήταν το 2008, και οι φορείς χάραξης πολιτικής έχουν μια μεγαλύτερη εργαλειοθήκη για την κρίση. Αλλά ο συνδυασμός της συρρίκνωσης του χώρου δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, η αύξηση-ρεκόρ του χρέους, η συρρίκνωση του πολιτικού κέντρου, η συντριβή της μεταπολεμικά φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης και ένας εκκολαπτόμενος εμπορικός πόλεμος, σημαίνουν ότι τα πράγματα ίσως είναι πιο εύθραυστα από κάθε άλλη φορά.