Ακολουθεί μια υπόθεση για την οικονομία των ΗΠΑ, την οποία υποστηρίζουν πολλοί άνθρωποι αυτές τις μέρες. Από τη δεκαετία του 1980, η επιβολή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας έχει εξασθενήσει. Ως αποτέλεσμα, μερικές μεγάλες εταιρείες κατάφεραν να κατακτήσουν ένα πολύ μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς σε διάφορους κλάδους.
Η τεχνολογία μπορεί επίσης να έχει βοηθήσει σε αυτό, επιτρέποντας σε μεγάλες εταιρείες να επεκτείνουν τη γεωγραφική τους εμβέλεια και δημιουργώντας “διαδικτυακά φαινόμενα” που συγκεντρώνουν τους πελάτες σε πλατφόρμες όπως το Facebook. Όπως και να έχει, ως αποτέλεσμα αυτής της αυξημένης ισχύος στην αγορά, οι κορυφαίες μεγάλες εταιρείες αυξάνουν τις τιμές τους και κόβουν τους μισθούς των υπαλλήλων τους. Αυτές οι πρακτικές έχουν αυξήσει τα κέρδη τους κι έχουν ωθήσει ανοδικά τη χρηματιστηριακή αγορά, αλλά έχουν επίσης προκαλέσει την υποτίμηση των πραγματικών μισθών, καθώς μεγαλύτερο μέρος του εθνικού εισοδήματος καταλήγει στους ιδιοκτήτες επιχειρήσεων και αυξάνεται η ανισότητα. Επίσης κρατούν πίσω την παραγωγικότητα, καθώς η αύξηση των τιμών περιορίζει την οικονομική παραγωγή.
Όπως όλες οι μεγάλες, ευρείες διατριβές για την οικονομία, αυτή η υπόθεση δεν μπορεί να αποδειχθεί ή να διαψευσθεί με μία μόνο ερευνητική μελέτη ή ακόμα και με μια ντουζίνα μελέτες. Όμως, όπως οι αστυνομικοί, οι οικονομολόγοι μπορούν να ερευνούν διάφορα κομμάτια της υπόθεσης και να βλέπουν πού καταλήγουν και οι υπόλοιποι οικονομολόγοι. Τα τελευταία χρόνια, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η βιομηχανική συγκέντρωση -που μετράται από το μερίδιο αγοράς των τεσσάρων μεγαλύτερων εταιρειών σε μια βιομηχανία- αυξήθηκε πράγματι στους περισσότερους κλάδους της οικονομίας των ΗΠΑ. Έχουν τεκμηριώσει μια συσχέτιση μεταξύ της βιομηχανικής συγκέντρωσης και της μείωσης του μεριδίου του εργατικού δυναμικού στο εθνικό εισόδημα. Έχουν επιβεβαιώσει ότι τα κέρδη των επιχειρήσεων έχουν αυξηθεί σημαντικά. Έχουν αποδείξει μια χαλάρωση στην επιβολή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Και έχουν βρει στοιχεία που αποδεικνύουν ότι μετά τις συγχωνεύσεις, οι τιμές αυξάνονται, ενώ η παραγωγικότητα δεν βελτιώνεται.
Τώρα, μια σειρά νέων μελετών παρέχει ακόμα μεγαλύτερη στήριξη στις βασικές ιδέες αυτής της υπόθεσης. Η πρώτη, μία μελέτη από τους οικονομολόγους Jan de Loecker και Jan Eeckhout, έχει προκαλέσει μεγάλη ανησυχία στον οικονομικό Τύπο και στα blogs. Οι de Loecker και Eeckhout διαπιστώνουν ότι οι προσαυξήσεις -το ποσό που οι εταιρείες χρεώνουν πέρα από το κόστος των προϊόντων- αυξάνονται περίπου από το 1980. Τότε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των συντακτών της μελέτης, η μέση εταιρεία χρέωνε μια τιμή περίπου 18% πάνω από το κόστος – τώρα, το ποσοστό ανέρχεται στο 67%.
Η δυναμική της τιμολόγησης
Οι μέσες ποσοστιαίες προσαυξήσεις σε σχέση με το μικτό κόστος στις ΗΠΑ:
Οι συντάκτες στη συνέχεια χρησιμοποιούν μερικά πολύ απλά οικονομικά μοντέλα για να συνδέσουν την ενίσχυση των προσαυξήσεων με την πτώση του μεριδίου του εργατικού δυναμικού στο εθνικό εισόδημα, τις χαμηλές αποδοχές των εργαζομένων, το μειωμένο εργατικό δυναμικό και την επιβράδυνση της ευρύτερης οικονομίας. Όλα ταιριάζουν, με βάση τις βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας -ο μικρότερος ανταγωνισμός οδηγεί στην αύξηση της ισχύος των μεγάλων εταιρειών στην αγορά, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται όλες αυτές οι αρνητικές επιπτώσεις.
Η δεύτερη μελέτη, από τον German Gutierrez και τον Thomas Philippon, εξετάζει τα μειωμένα επίπεδα επιχειρηματικών επενδύσεων. Η βασική θεωρία τους υποδηλώνει ότι όταν οι κορυφαίες εταιρείες αποκτούν μεγαλύτερη ισχύ στην αγορά, επενδύουν λιγότερο στις επιχειρήσεις τους, καθώς περιορίζουν την παραγωγή και αυξάνουν τις τιμές. Ως εκ τούτου, η ισχύς στην αγορά θα μπορούσε να είναι ένα σοβαρό αίτιο για την υποχώρηση των επιχειρηματικών επενδύσεων στις ΗΠΑ.
Ένα βήμα παραπέρα
Οι επιχειρηματικές επενδύσεις των ΗΠΑ ως ποσοστό του ΑΕΠ:
Οι συντάκτες εξετάζουν τις στιγμές στην ιστορία, κατά τις οποίες ο ανταγωνισμός αυξήθηκε – από ένα ασυνήθιστο κύμα νεοσύστατων εταιρειών στη δεκαετία του 1990, έως τον αυξημένο κινεζικό ανταγωνισμό στη δεκαετία του 2000. Σε κάθε περίπτωση, οι βιομηχανίες μεταξύ των οποίων ο ανταγωνισμός αυξήθηκε, είχαν επίσης την τάση να επενδύουν περισσότερο. Και πάλι, αυτό συμβαδίζει με τον ισχυρισμό ότι η δυναμική της αγοράς κρατάει πίσω την οικονομία των ΗΠΑ. Οι Gutierrez και Philippon συνέταξαν ακόμη μία μελέτη, στην οποία δοκιμάζουν οκτώ διαφορετικές οικονομικές θεωρίες για να εξηγήσουν την υποχώρηση των επιχειρηματικών επενδύσεων και βρίσκουν ότι η ισχύς της αγοράς – μαζί με την εταιρική κερδοσκοπία – είναι η πιο πιθανή εξήγηση.
Μία άλλη μελέτη, από τον Gustavo Grullon, την Yelena Larkin και τον Roni Michaely, εξετάζει και πάλι τη βιομηχανική συγκέντρωση. Διαπιστώνουν ότι στις βιομηχανίες που παρατηρείται βιομηχανική συγκέντρωση, τα κέρδη έχουν αυξηθεί. Και επαληθεύουν ότι αυτή η συγκέντρωση έχει προκληθεί από συγχωνεύσεις “τιτάνων” εισηγμένων εταιρειών, όχι από ορισμένες μη εισηγμένες εταιρείες που “εξαφανίζονται” από τα αρχεία.
Μία τελευταία μελέτη, από τους οικονομολόγους Mihir Mehta, Suraj Srinivasan και Wanli Zhao, βρίσκει στοιχεία πολιτικής εμπλοκής που καθορίζει την επιβολή ή μη της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας. Ο Mehta και οι άλλοι οικονομολόγοι ανακαλύπτουν ότι όταν μια επιχείρηση που προσπαθεί να πραγματοποιήσει μια συγχώνευση έχει την έδρα της στην περιφέρεια ή στην πολιτεία ενός πολιτικού που επιβλέπει την εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας, η συγχώνευση είναι πιθανότερο να εγκριθεί. Αυτό φαίνεται να στηρίζει την ιδέα ότι οι πολιτικοί παράγοντες βοηθούν να προωθηθεί το κύμα ενοποίησης που έχει οδηγήσει σε τόσο υψηλή βιομηχανική συγκέντρωση στις ΗΠΑ.
Έτσι, μελέτη μετά τη μελέτη, τα στοιχεία για την ισχύ της αγοράς “στοιβάζονται”. Ένα βασικό στοιχείο εξακολουθεί να λείπει – το αν οι συγχωνεύσεις τείνουν να μειώσουν την παραγωγή σε μια βιομηχανία. Αυτό, μαζί με πιο γενικές αποδείξεις ότι οι συγχωνεύσεις “τιτάνων” τείνουν να αυξάνουν τις τιμές, θα ολοκλήρωνε το παζλ. Θα επιβεβαίωνε πέρα από κάθε λογική αμφιβολία ότι η ισχύς στην αγορά βλάπτει την οικονομία των ΗΠΑ.
Αλλά ακόμα και χωρίς αυτή την τρανταχτή απόδειξη, τα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την υπόθεση συσσωρεύονται. Μερικοί οικονομολόγοι παραμένουν σκεπτικοί, αλλά η σταθερή συσσώρευση ερευνητικών εγγράφων υψηλής ποιότητας καθίσταται δύσκολο να παραβλεφθεί. Τώρα εναπόκειται στους εκλεγμένους ηγέτες να αρχίσουν να ενισχύουν την εφαρμογή της αντιμονοπωλιακής νομοθεσίας.