Η Ισλανδία προέβη στην άρση των ελέγχων κεφαλαίων, μετά από οκτώ σχεδόν χρόνια με αποτέλεσμα αρκετοί να σχολιάζουν το γεγονός, συγκρίνοντας την με την Ελλάδα – αν και στη χώρα μας οι έλεγχοι επιβλήθηκαν πολύ αργότερα, το 2015.
Βέβαια, όσοι γνωρίζουν το είδος της κρίσης, στην οποία βυθίστηκε η Ισλανδία το 2008, κατανοούν πως δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την αντίστοιχη στη χώρα μας – επειδή αφενός μεν επρόκειτο για τη χρεοκοπία των τραπεζών της (ανάλυση), αφετέρου δεν ήταν ποτέ μέλος της Ευρωζώνης, έχοντας το δικό της νόμισμα.
Θα μπορούσε ίσως να συγκριθεί η Ισλανδία με την Ιρλανδία, με την έννοια του διαφορετικού τρόπου της αντιμετώπισης μίας τραπεζικής κρίσης από μία χώρα μέλος της Ευρωζώνης, σε σχέση μία άλλη που έχει το δικό της νόμισμα – όπου, στην περίπτωση της Ιρλανδίας, δεν της επετράπη η πτώχευση των τραπεζών από την ΕΚΤ, αλλά εκβιάσθηκε να αναλάβει το κράτος τις υποχρεώσεις τους.
Ως αντάλλαγμα όμως της δόθηκαν περί τα 40 δις €, τα οποία θα εξοφλήσει μετά το 2040, ενώ καταπολέμησε πολύ πιο εύκολα την κρίση συγκριτικά με την Ισλανδία, λόγω του χαμηλού της φορολογικού συντελεστή – εξαιτίας του οποίου έχουν εγκατασταθεί εκεί πολλές αμερικανικές εταιρείες, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές της να ευρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ.
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από το γράφημα που ακολουθεί, όπου φαίνεται πως το ΑΕΠ της Ιρλανδίας έχει υπερβεί πλέον τα υψηλά του 2008, τα 275 δις $ δηλαδή, πλησιάζοντας στα 285 δις $ ( 3%) – ενώ της Ισλανδίας βρίσκεται ακόμη στα 15,5 δις $, από τα 21 δις $ περίπου το 2007 (-25%).
Περαιτέρω, όσον αφορά το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η εξέλιξη των δύο χωρών ήταν σχετικά ανάλογη (γράφημα) – κάτι που ισχύει επίσης για τα ελλείμματα του προϋπολογισμού τους. Το ίδιο διαπιστώνεται όσον αφορά την εξέλιξη του ποσοστού του χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ – όπου της Ισλανδίας αυξήθηκε από το 25% περίπου στο 95%, έχοντας στη συνέχεια μειωθεί στο 70%, ενώ της Ιρλανδίας αυξήθηκε από το 25% στο 110%, για να μειωθεί σήμερα στο 85%, προφανώς επειδή ανέλαβε τα χρέη των τραπεζών της.
Σε γενικές γραμμές πάντως η Ιρλανδία, παρά το ότι είναι μέλος της Ευρωζώνης, αντιμετώπισε καλύτερα την τραπεζική κρίση σε σχέση με την Ισλανδία, αφού το ΑΕΠ της έχει υπερβεί το αντίστοιχο του 2008 – πόσο μάλλον αφού είχε επί πλέον μία πολύ μεγάλη φούσκα ακινήτων, η οποία επιδείνωσε σημαντικά τα μεγέθη της. Η αιτία είναι προφανώς οι δύο βασικές προϋποθέσεις που εξασφάλισε από την Ευρωζώνη (δανεισμός των τραπεζών της, παραμονή του φορολογικού συντελεστή της στο 12,5%) – χωρίς καμία καθυστέρηση και με αντάλλαγμα την ανάληψη του τραπεζικού ρίσκου από το δημόσιο.
Η ελληνική ιδιαιτερότητα
Εδώ ακριβώς ευρίσκεται το πρόβλημα της Ελλάδας, παρά το ότι αντιμετώπισε μία εντελώς διαφορετική κρίση, από τις δύο παραπάνω χώρες. Ειδικότερα στο γεγονός ότι, δεν έλαβε ποτέ καμία συγκεκριμένη απόφαση η ίδια, οι κυβερνήσεις δηλαδή και οι Πολίτες της, με αποτέλεσμα να της επιβάλλονται συνεχώς μέτρα βιβλικού ύψους, χωρίς κανένα αντάλλαγμα – ενώ η χώρα, κυβερνήσεις και Πολίτες ξανά, επικεντρώθηκαν στο πώς θα τα παρακάμψουν, χωρίς να έχουν την πρόθεση ούτε να χρεοκοπήσουν, αλλά ούτε και να εξυπηρετήσουν το δημόσιο χρέος!
Τότε ήταν πάντως σε θέση η Ελλάδα τόσο να εξυπηρετήσει το δημόσιο χρέος της σχετικά πολύ εύκολα (ανάλυση), όσο και να προβεί σε στάση πληρωμών – διαθέτοντας πάρα πολλά διαπραγματευτικά χαρτιά, τα οποία έχασε αργότερα με την υπογραφή του PSI. Με απλά λόγια συμπεριφέρθηκε όπως εκείνος ο «όνος», ο οποίος έχοντας απέναντι του σε ίση απόσταση δύο όμοια δεμάτια σανού, αδυνατεί να αποφασίσει ποιό θα επιλέξει – με αποτέλεσμα να πεθαίνει στο τέλος από την πείνα.
Με τον τρόπο αυτό η Ελλάδα βρέθηκε σε δύσκολη θέση στα τέλη του 2014, όπου οι Πολίτες αποφάσισαν επί τέλους να επιλέξουν τη ρήξη με τους πιστωτές, κατανοώντας πως ήταν τότε καλύτερη από τον αργό θάνατο, στον οποίο είχαν καταδικαστεί αναλαμβάνοντας το ρίσκο της χρεοκοπίας, καθώς επίσης της ενδεχόμενης εξόδου από την Ευρωζώνη.
Η κυβέρνηση τους όμως δείλιασε την τελευταία στιγμή, εάν δεχθούμε πως δεν επρόκειτο για προδοσία, οπότε το παιχνίδι τελείωσε – έπαψαν δηλαδή έκτοτε να υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να εφαρμοσθούν χωρίς να υποφέρει η πλειοψηφία των Ελλήνων. Εν τούτοις, η εκλογική πλειοψηφία που επέλεξε ξανά την ίδια κυβέρνηση το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους, φαίνεται πως δεν το συνειδητοποίησε – έχοντας την εντύπωση πως η χώρα θα είχε και άλλες ευκαιρίες.
Χρειάστηκαν λοιπόν δύο ολόκληρα χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων οι καταστροφές που υπέστη η Ελλάδα ήταν βιβλικών διαστάσεων (αφελληνισμός των τραπεζών, οδυνηρότερα μέτρα λιτότητας, υπερβολικοί φόροι, ζημίες δεκάδων δις €, ακόμη μεγαλύτερη απαξίωση των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων, μαζική έξοδος των επιχειρήσεων κοκ.), για να αποφασίσει αυτή τη φορά η εκλογική πλειοψηφία την εφαρμογή των μνημονίων – κρίνοντας από τα ποσοστά των δημοσκοπήσεων που φέρνουν στην πρώτη θέση την αξιωματική αντιπολίτευση, με μεγάλη απόσταση.
Η τραγωδία εν προκειμένω είναι το ότι, εάν η απόφαση αυτή είχε ληφθεί στις αρχές του 2015 ή εάν δεν διενεργούνταν πρόωρες εκλογές, η Ελλάδα θα ήταν σε απείρως καλύτερη οικονομική κατάσταση σήμερα, αφού δεν θα είχαν μεσολαβήσει οι παραπάνω καταστροφές – κάτι που φυσικά δεν είναι ευθύνη των Ελλήνων αλλά της σημερινής κυβέρνησης, επειδή δεν τήρησε ούτε στο ελάχιστο τις δεσμεύσεις της, για τις οποίες επιλέχθηκε τότε.
Eάν η απόφαση των Ελλήνων σήμερα είναι η τήρηση των μνημονίων, τότε η παρούσα κυβέρνηση δεν είναι σε καμία περίπτωση κατάλληλη – αφού έχει ηττηθεί κατά κράτος στις διαπραγματεύσεις με αποτέλεσμα να υπογράφει πλέον τα πάντα, δεν την εμπιστεύονται καθόλου οι δανειστές, η ιδεολογία/νοοτροπία της είναι αντίθετη και ήδη καταπατημένη, ενώ για τους Γερμανούς ισχύει το γνωστό «την προδοσία πολλοί αγάπησαν, αλλά τον προδότη κανένας».
Βέβαια εμείς πιστεύουμε πως η πλειοψηφία των Πολιτών δεν έχει δώσει ακόμη απάντηση στο «τοξικό ελληνικό δίλημμα», συνεχίζοντας να συμπεριφέρεται όπως ο «όνος» με το σανό – κάτι που, εφόσον ισχύει, θα οδηγήσει τη χώρα σε μία ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή, παρά το ότι μπορεί να την αποφύγει επιλέγοντας είτε τον ένα δρόμο (στάση πληρωμών), είτε τον άλλο (μνημόνια).
Ο μοναδικός τρόπος για να μην την αποφύγει είναι η μη συνειδητή απόφαση. Για παράδειγμα, η επιλογή του δρόμου των μνημονίων, όπου όμως όλοι θα συνεχίσουν να προσπαθούν να τα παρακάμπτουν – φοροδιαφεύγοντας, αρνούμενοι να τα εφαρμόσουν στην πράξη κοκ. Πρόκειται για την απόλυτη συνταγή της χαοτικής χρεοκοπίας, η οποία θα μετέτρεπε την Ελλάδα σε ένα εντελώς αποτυχημένο κράτος – ειδικά εάν συνεχιζόταν ο εμφύλιος πόλεμος κομμάτων και εκλογέων τους, ο οποίος θα οδηγούσε τη χώρα σε μία ανυπολόγιστη καταστροφή άνευ ιστορικού προηγουμένου.