Ένα παράξενο αίσθημα ανακούφισης φαίνεται να διακατέχει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Το ΔΝΤ υποβάθμισε τις προβλέψεις του για την παγκόσμια ανάπτυξη στο χαμηλότερο επίπεδο από τη χρηματοπιστωτική κρίση, αλλά πιστεύει επίσης ότι οι υπεύθυνοι για τη χάραξη πολιτικής ίσως παρενέβησαν την πιο κατάλληλη στιγμή για να αποφύγουν μία ακόμα χειρότερη τροπή των πραγμάτων.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες αξίζουν τα εύσημα που έκαναν παύση στη μακρά πορεία της επιστροφής τους προς μία πιο “κανονική” νομισματική πολιτική. Αυτό βοήθησε στο να επέλθει μια σχετική ηρεμία στις χρηματοπιστωτικές αγορές και μπορεί να βοηθήσει στην τόνωση της ανάπτυξης κατά το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Αλλά είναι λάθος να πιστεύουμε ότι οι νομισματικές αρχές μπορούν να σώσουν την παγκόσμια οικονομία όπως έκαναν μετά την Μεγάλη ύφεση. Από την Ευρώπη έως τις ΗΠΑ, εάν οι πολιτικοί αποφασίσουν να φέρουν αναστάτωση, δεν υπάρχει τίποτα να τους σταματήσει.
Το ΔΝΤ περιέκοψε τις εκτιμήσεις του για το ρυθμό ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίαςτο 2019 στο 3,3% από 3,5% τον Ιανουάριο, ήτοι στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2009. Το Παγκόσμιο Οικονομικό Outlook, που εκδίδεται δύο φορές το χρόνο, επισημαίνει την έντονη επιβράδυνση στα τέλη του περασμένου έτους, αλλά “βλέπει” μία ανοδική τάση στο δεύτερο μισό του 2019. Η παγκόσμια παραγωγή προβλέπεται να αυξηθεί κατά 3,6% το 2020, επιβεβαιώνοντας και τις προσδοκίες πριν από τρεις μήνες.
Φτάσαμε πάτο;
Το ΔΝΤ εκτιμά ότι η παγκόσμια ανάπτυξη θα ανακάμψει στο 3,6% το 2020
- Διεθνές Νομισματικό Ταμείο
Το ΔΝΤ αναφέρει ότι η επιστροφή των κεντρικών τραπεζών στην κανονικότητα συνέβαλε στη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών. Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έχει σταματήσει να αυξάνει τα επιτόκια από τον Δεκέμβριο, καθώς δεν υπάρχει σημάδι ότι ο πληθωρισμός υπερθερμαίνεται παρά την ισχυρή αγορά εργασίας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τον Μάρτιο ανέβαλε την πρώτη άνοδο των επιτοκίων μέχρι τουλάχιστον το επόμενο έτος, καθώς ξεκίνησε ένα νέο πρόγραμμα φθηνών δανείων προς τις τράπεζες.
Αυτές οι αποφάσεις -όσο σοφές κι αν είναι- καταδεικνύουν τους πραγματικούς κινδύνους που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία. Έχει περάσει η εποχή που οι κεντρικοί τραπεζίτες ήταν οι “αρχηγοί” του σύμπαντος, με τη δύναμη να βελτιώνουν τις προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, απλώς χρησιμοποιώντας το κατάλληλο εργαλείο. Η εκλογή λαϊκιστικών κυβερνήσεων, από τις ΗΠΑ μέχρι την Ιταλία, τοποθέτησε τους πολιτικούς πίσω στο κέντρο της οικονομικής σκηνής και, δυστυχώς, όχι για καλούς λόγους.
Το ΔΝΤ αναφέρει τρεις βασικούς τομείς στους οποίους οι πολιτικοί έχουν τη δυνατότητα να πλήξουν σοβαρά την παγκόσμια οικονομία. Ο πρώτος είναι το παγκόσμιο εμπόριο: ο Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ έχει ήδη προκαλέσει χάος στις χρηματοπιστωτικές αγορές με την εμπορική του αντιπαράθεση με την Κίνα. Τώρα απειλεί να κάνει το ίδιο με την ΕΕ. Οι εμπορικοί πόλεμοι δεν παρεμποδίζουν μόνο την αύξηση των εξαγωγών, καθώς η ξένη ζήτηση καταρρέει. Υπονομεύουν επίσης την εμπιστοσύνη γενικά, οδηγώντας σε χαμηλότερες επιχειρηματικές επενδύσεις. Ενώ οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να διευκολύνουν τη νομισματική πολιτική για να ενθαρρύνουν τις εταιρείες να δανειστούν, αυτό είναι ανεπαρκές όσο η αβεβαιότητα παραμένει. Καθώς η οικονομία επιβραδύνεται, η αγορά εργασίας παγώνει επίσης, επιβαρύνοντας περαιτέρω την εσωτερική ζήτηση.
Ο δεύτερος κίνδυνος σχετίζεται με ένα πιθανό Brexit χωρίς συμφωνία, γεγονός το οποίο σύμφωνα με το ΔΝΤ θα μπορούσε να βυθίσει το Ηνωμένο Βασίλειο σε ύφεση. Εδώ οι πολιτικοί ευθύνονται μόνο εν μέρει: Στο κάτω κάτω, οι Βρετανοί επέλεξαν να εγκαταλείψουν την ΕΕ στο δημοψήφισμα. Αλλά η πολιτική τάξη της χώρας έχει περάσει την περίοδο από την ψηφοφορία αναβάλλοντας κρίσιμες αποφάσεις, οι οποίες έχουν ωθήσει τη Βρετανία πέρα από την αρχική γραμμή για την έξοδο από την ΕΕ, χωρίς ένα σαφές σχέδιο για το τι πρέπει να κάνει. Μέχρι να βρεθεί μια τελική συμφωνία, εξακολουθεί να είναι εφικτό ένα Brexit χωρίς συμφωνία. Αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρό πλήγμα στη βρετανική οικονομία. Για παράδειγμα, η απότομη αύξηση των εμπορικών εμποδίων στο εμπόριο με την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν καταστροφική και η Τράπεζα της Αγγλίας δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα να το σταματήσει αυτό.
Τέλος, υπάρχει η Ιταλία. Το ΔΝΤ πιστεύει ότι οι αβέβαιες δημοσιονομικές προοπτικές του και η υφιστάμενη “λούπα” της κατρακύλας μεταξύ των τραπεζών και της κυβέρνησης έχουν ακόμα τη δυνατότητα να προκαλέσουν μία καταστροφή στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Το περασμένο φθινόπωρο, η ιταλική κυβέρνηση απέφυγε να συγκρουστεί ολοκληρωτικά με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία βοήθησε να μειωθούν οι αποδόσεις των ομολόγων της. Ωστόσο, οι Ιταλοί πολιτικοί, ιδίως ο Ματτέο Σαλβίνι και ο Λουίτζι ντι Μάιο, συζητούν εκ νέου σχέδια για νέες φορολογικές ελαφρύνσεις. Αυτές περιλαμβάνουν μια μείωση των φόρων εισοδήματος, την οποία θέλουν να αναφέρουν ως “ενιαίο φόρο”.
Η κυβέρνηση πρέπει να καταρτίσει ένα αξιόπιστο σχέδιο για να διατηρήσει τον έλεγχο του ελλείμματος του προϋπολογισμού και του δημόσιου χρέους. Προς το παρόν, συνεχίζει να βασίζεται σε μια σειρά αυξήσεων του ΦΠΑ για τα επόμενα χρόνια – αλλά οι αξιωματούχοι επίσης δεσμεύονται ότι αυτό δεν θα συμβεί. Εάν δεν ελέγξουν τα ένστικά τους και διατηρήσουν υπό έλεγχο τις δαπάνες τους, οι χρηματοπιστωτικές αγορές θα μπορούσαν να αντιδράσουν, καθώς φοβούνται για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους της Ιταλίας ύψους 2,4 τρισ. ευρώ (2,7 τρισ. δολάρια). Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει αυστηρά όρια όσον αφορά τη βοήθεια που μπορεί να παράσχει και θα είναι σε θέση να προσφέρει υποστήριξη μόνο εάν οι πολιτικοί προσυπογράψουν ένα πρόγραμμα δημοσιονομικού περιορισμού και μεταρρυθμίσεων. Για άλλη μια φορά, οι κεντρικοί τραπεζίτες δεν θα ήταν σε θέση να κάνουν και πολλά, αν οι πολιτικοί επέλεγαν να μην συνεργαστούν.
Το ΔΝΤ έχει δίκιο να δίνει τα εύσημα στις νομισματικές αρχές που έχουν σταματήσει την επιβράδυνση από το να μετατραπεί σε κάτι χειρότερο. Αλλά απευθύνονται στους λάθος ανθρώπους. Το μέλλον της παγκόσμιας οικονομίας εξαρτάται τώρα από μια νέα “φουρνιά” αντικαθεστωτικών πολιτικών. Δεδομένης της πρόσφατης ιστορίας τους, αυτό δεν αποτελεί μια ενθαρρυντική προοπτική.