Εάν η κυβέρνηση Τραμπ περάσει το δικό της, οι αμερικανικές τράπεζες μπορεί να σταματήσουν να περνούν από τόσο σκληρά stress tests όσα αυτά που θα ολοκληρωθούν αυτήν και την επόμενη εβδομάδα. Και αυτό θα ήταν εξαίσιο – εάν οι τράπεζες ήταν αρκετά ισχυρές για να μην τα χρειάζονται.
Τα stress tests ξεκίνησαν το 2009, όταν οι ΗΠΑ τα χρησιμοποίησαν για να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης. Από τότε έχουν εξελιχθεί σε μια λίγο πολύ προβλέψιμη ρυθμιστική άσκηση. Κάθε χρόνο, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα σχεδιάζει ένα χείριστο σενάριο για την οικονομία, και οι τράπεζες δαπανούν ανείπωτες ώρες και πόρους για να εξασφαλίσουν πως έχουν αρκετό κεφάλαιο για να τα βγάλουν πέρα. Αυτή τη φορά, οι ανελυτές περιμένουν από τις αμερικανικές τράπεζες να τα πάνε πολύ καλά, επιτρέποντάς τους να επιστρέψουν δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια στους μετόχους τους.
Ύστερα από αρκετές επαναλήψεις, ωστόσο, είναι ξεκάθαρο πως τα τεστ δεν αντικατοπτρίζουν την ετοιμότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρώτον, οι ρυθμιστές έχουν θέσει τη βάση πολύ χαμηλά, μόλις στα 3 δολάρια για κάθε 100 δολάρια περιουσιακών στοιχείων για τα μεγαλύτερα ιδρύματα – όχι αρκετά για να αποφύγουν αναταραχές. Και η ανάλυση της Fed έχει την τάση να εστιάζει σε κάθε τράπεζα ξεχωριστά, αγνοώντας πολλές διασυνδέσεις που μπορούν να αυξήσουν τις απώλειες σε μια πραγματική έκτακτη ανάγκη.
Τα stress tests σίγουρα έχουν τα ελαττώματά τους – όμως σε έναν κόσμο όπου οι τράπεζες έχουν τόσο χαμηλά κεφάλαια, είναι καλύτερα από το τίποτα. Βοηθούν να εξασφαλιστεί πως τα δηλωμένα κεφάλαια δεν είναι αποτέλεσμα αισιόδοξων υπολογισμών, και εστιάζουν στην προσοχή των διοικητικών στελεχών σε πράγματα που θα μπορούσαν να πάνε στραβά. Αυτό έχει μεγάλη αξία, και θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά ανάμεσα σε μια οικονομία που θα ξεπεράσει εύκολα το επόμενο μεγάλο χρηματοπιστωτικό ατύχημα, και μια οικονομία που θα συντριβεί από αυτό.
Συνεπώς, ο υπουργός Οικονομικών Στίβεν Μνούτσιν κάνει λάθος να θέλει να κάνει τα stress tests λιγότερο επίπονα. Κάποιες από τις ιδέες του, όπως να εστιάσουν τα τεστ στις μεγαλύτερες τράπεζες, έχουν λογική. Όμως η χαλάρωση των χείριστων σεναρίων, η διεξαγωγή τους κάθε δύο χρόνια, και η μείωση της έμφασης στην αξιολόγηση του σχεδιασμού των τραπεζών για κρίσεις, αποδυναμώνουν υπερβολικά τη διαδικασία.
Εάν οι τράπεζες είχαν αρκετό κεφάλαιο για να απορροφήσουν απώλειες και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους σε μία κρίση – περισσότερο από το διπλάσιο του σημερινού επιπέδου, σύμφωνα με τη Fed της Μινεάπολις – τα stress tests θα μπορούσαν πράγματι να καταργηθούν σταδιακά. Μέχρι τότε, τουλάχιστον για τις μεγαλύτερες τράπεζες, όχι μόνο δεν πρέπει να καταργηθούν, αλλά πρέπει να γίνουν και πιο αυστηρά.