Μετά από μια περίοδο σχετικής ηρεμίας, η μεταβλητότητα και ο φόβος των επενδυτών έχουν επιστρέψει στην Ευρώπη.
Οι επενδυτές αντιμετώπισαν ψύχραιμα την ψηφοφορία για το Brexit τον περασμένο Ιούνιο, μαζί με την απόφαση των Ιταλών ψηφοφόρων το Δεκέμβριο να απορρίψουν το δημοψήφισμα του Πρωθυπουργού Matteo Renzi, εξωθώντας τον σε παραίτηση. Αλλά οι τρεις εθνικές εκλογές φέτος -στην Ολλανδία τον επόμενο μήνα, στη Γαλλία τον Απρίλιο και το Μάιο και στη Γερμανία το Σεπτέμβριο- έχουν προκαλέσει αβεβαιότητα στις αγορές συναλλάγματος, ομολόγων και μετοχών. Σε εθνικές εκλογές ενδέχεται να οδηγηθεί και η Ιταλία στις αρχές του 2018, συμβάλλοντας στον πολιτικό κίνδυνο της ηπείρου.
Ο φόβος των επενδυτών επικεντρώνεται στο ενδεχόμενο ένα αντιευρωπαϊκό κόμμα να σχηματίσει κυβέρνηση σε μια ή περισσότερες από αυτές τις χώρες, λαμβάνοντας μέτρα που θα μπορούσαν τελικά να οδηγήσουν τη χώρα αυτή εκτός Ευρωζώνης. Με το ευρώ να μην αποτελεί πλέον το νόμισμα μιας χώρας, τα περιουσιακά της στοιχεία θα πρέπει να αποτιμηθούν στο νέο νόμισμα. Οι ανησυχίες της αγοράς επικεντρώνονται στην Γαλλία και την Ιταλία, όπου το χρέος έχει διογκωθεί από την παγκόσμια οικονομική κρίση στο 97% του ΑΕΠ και 132% του ΑΕΠ, αντίστοιχα.
Ο κίνδυνος της αθέτησης αποπληρωμής του χρέους ή της αποτίμησης παγίων σε νέο νόμισμα έχει διευρύνει τα spreads των γαλλικών και ιταλικών ομολόγων έναντι των γερμανικών. Με την υποψήφια των γαλλικών εκλογών και πολέμια της Ευρωζώνης Marine Le Pen να ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις πριν από τον πρώτο γύρο των γαλλικών προεδρικών εκλογών, στις 23 Απριλίου, το spread του γαλλικού 10ετούς έναντι του γερμανικού bund διευρύνθηκε στις 79 μονάδες βάσης στο κλείσιμο των ευρωπαϊκών αγορών στις 21 Φεβρουαρίου από 48 μονάδες βάσης στο τέλος του 2016.
Στο ίδιο διάστημα, το ιταλικό spread αυξήθηκε από τις 155 μονάδες βάσης στις 195 μονάδες βάσης εν μέσω φόβων πως το εθνικιστικό Κίνημα Πέντε Αστέρων θα μπορούσε να σχηματίσει την επόμενη κυβέρνηση. Το spread αυξήθηκε αυτή την εβδομάδα μετά την παραίτηση Renzi από το κυβερνών κόμμα την Κυριακή. Αν οι mainstream υποψήφιοι εξακολουθήσουν να χάνουν στήριξη τις επόμενες εβδομάδες, αναμένατε τα γαλλικά και ιταλικά spreads να εκτοξευτούν από τα σημερινά επίπεδα.
Πώς μπορούν οι επενδυτές στην Ευρώπη να ενσωματώσουν τον πολιτικό κίνδυνο; Ένα στοιχείο που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δείκτης είναι ο τρόπος που αντέδρασαν οι αγορές ομολόγων στα τέλη του 2009 όταν πρωτοεμφανίστηκε ο κίνδυνος εξόδου της Ελλάδα από τη ζώνη του ενιαίου νομίσματος. Οι αυξανόμενοι φόβοι για ένα “Grexit” ώθησαν την απόδοση του 10ετούς ελληνικού κρατικού ομολόγου, από το 6% στις αρχές Μαρτίου του 2010, στο 12,5% μόλις δύο μήνες αργότερα.
Μετά το πακέτο διάσωσης που εξασφάλισαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Ευρωπαϊκή Ένωση, η απόδοση μειώθηκε στο 7,2% έως τα μέσα Μαΐου. Οι επενδυτές που πόνταραν στην τάση της Ευρώπης να βρίσκει λύσεις της τελευταίας στιγμής επωφελήθηκαν αδρά από την αγορά ελληνικών τίτλων στο ναδίρ και ρευστοποίησή τους όταν ανακοινώθηκε το πακέτο διάσωσης. Ακόμα κι αν η Ελλάδα είναι μια σχετικά μικρή χώρα, η Ευρωζώνη δεν είχε την πολυτέλεια να δημιουργήσει προηγούμενο με την έξοδο μιας χώρας από αυτό που υποτίθεται είναι γάμος χωρίς διαζύγιο.
Μια άλλη περίπτωση που οι επενδυτές ομολόγων βρέθηκαν αντιμέτωποι με χρηματοοικονομική κρίση της Ευρωζώνης ήταν η αύξηση των αποδόσεων των ιταλικών ομολόγων το 2011, εξαιτίας του φόβου ότι η κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να συμμορφωθεί με τους περιορισμούς της ΕΕ για το δημοσιονομικό της έλλειμμα υπό τον τότε πρωθυπουργό Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ξεπέρασε το 7% το Νοέμβριο του 2011, περίπου 500 μονάδες βάσης πάνω από το γερμανικό bund. Ωστόσο, μετά από μια υπόσχεση από τον Πρόεδρο της ΕΚΤ, Mario Draghi τον Ιούλιο του 2012 ότι η ΕΚΤ “θα κάνει ό,τι χρειάζεται” για να σώσει το ευρώ, η κατάσταση σταθεροποιήθηκε. Η απόδοση του ιταλικού χρέους ήταν μικρότερη από 4,5% στο τέλος του έτους. Και πάλι, αν είχατε ποντάρει σε μια πρόχειρη λύση της τελευταίας στιγμής από τους Ευρωπαίους αξιωματούχους, θα κερδίζατε.
Φυσικά, το παρελθόν δεν είναι πάντα ένας τέλειος οδηγός για το μέλλον. Οι επενδυτές είναι σήμερα αντιμέτωποι με όχι μία, αλλά τέσσερις, χώρες με ενισχυόμενες αντιευρωπαϊκές δυνάμεις. Και η Γαλλία και η Γερμανία είναι σημαντικά μεγαλύτερες χώρες από ό, τι η Ιταλία ή η Ελλάδα. Τι θα συμβεί αν η Le Pen κερδίσει την προεδρία το Μάιο, και θέσει τις βάσεις για έξοδο της χώρας της από την Ευρωζώνη μετά από ένα δημοψήφισμα;
Στην περίπτωση αυτή, τα γαλλικά περιουσιακά στοιχεία θα μπορούσαν να αποτιμηθούν εκ νέου σε “Νέο γαλλικό φράγκο”, το οποίο θα υποτιμάτο αμέσως έναντι του ευρώ και του δολαρίου. Αλλά να θυμάστε ότι η Γαλλία εμφανίζει έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές του ισοζυγίου πληρωμών και πρέπει να ενθαρρύνει τις εισροές κεφαλαίων για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων της. Η νέα κυβέρνηση μπορεί να χρειαστεί να εφαρμόσει πολιτικές που θα είναι φιλικές προς τους επενδυτές ώστε να πείσει τους ξένους να παράσχουν τα απαραίτητα κεφάλαια.
Ενώ το μετατραπέν γαλλικό χρέος ίσως να μην μπορέσει ποτέ να ανακτήσει την ονομαστική του αξία σε όρους ευρώ ή δολαρίου για να αποζημιώσει πλήρως τους κατόχους του, οι επενδυτές με μεσοπρόθεσμο ορίζοντα θα βρουν πολλές ευκαιρίες για επενδύσεις σε distressed πάγια. Τα ακίνητα, το αποτιμημένο στο νέο νόμισμα χρέος υψηλών αποδόσεων, καθώς και οι γαλλικές εταιρείες με καλή διαχείριση και εξαγωγικό προσανατολισμό που θα επωφελούνται από το υποτιμημένο νόμισμα, θα είναι όλα υποψήφια για ελκυστικές αποδόσεις κάτω από ένα νέο νομισματικό καθεστώς.
Το συμπέρασμα είναι ότι το 2017 μοιάζει με ένα έτος τεράστιων επενδυτικών ευκαιριών στην Ευρώπη. Ένα ακόμη πρόβλημα της μορφής “μια κι έξω”, παρόμοιο με εκείνα της Ελλάδας και της Ιταλίας κατά το παρελθόν μπορεί να καταστήσει ελκυστικές τις αγορές ομολόγων. Ένα “Italexit” ή ένα “Frexit” θα απαιτούσε από τους επενδυτές να περιμένουν περισσότερο, ωστόσο πιθανότατα θα έβρισκαν αποδόσεις σε μια ποικιλία κατηγοριών παγίων.