Άσοι στο μανίκι της Εθνικής ενδέχεται να αποδειχθούν κάποιοι από τους στόχους του πλάνου μετασχηματισμού, προκειμένου η τράπεζα να εκπλήξει ευχάριστα την αγορά, ως προς τη δυναμική υλοποίησης ενός σχεδίου, που η αγορά έχει ήδη χαρακτηρίσει ως «φιλόδοξο».
Το πλάνο προβλέπει ότι στο τέλος του 2022 η τράπεζα α) θα έχει εξυγιάνει τον ισολογισμό της από μη εξυπηρετούμενα πιστωτικά ανοίγματα, β) θα έχει αυξήσει τις καθαρές της χορηγήσεις κατά 5 με 7 δισ. ευρώ, γ) θα έχει βελτιώσει σημαντικά τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες και δ) θα έχει μειώσει τα εν Ελλάδι κόστη της από 930 εκατ. ευρώ στα 800 εκατ. ευρώ.
Αν επιτύχει όλους τους παραπάνω στόχους, ο δείκτης εξόδων προς έσοδα θα υποχωρήσει από 75% στο 45%, οι προβλέψεις θα μειωθούν κατακόρυφα και η απόδοση ιδίων κεφαλαίων για τους μετόχους θα φθάσει στο 5% το 2020 και στο 11% το 2022. Για τη συρρίκνωση, δε, των NPEs δεν θα απαιτηθεί αύξηση μετοχικού κεφαλαίου.
Η πρώτη αντίδραση της αγοράς στο σχέδιο ήταν συγκρατημένη. Οι περισσότεροι το χαρακτήρισαν «φιλόδοξο», διατυπώνοντας ερωτήματα για το πώς θα επιτευχθούν όλα αυτά, την ώρα που η τράπεζα θα μετασχηματίζεται, περικόπτοντας δίκτυο και προσωπικό.
Παρά τη συγκράτηση, οι αναλυτές σημειώνουν ότι το πλάνο ενέχει στόχους που μπορούν να επιτευχθούν -πολύ- νωρίτερα από το 2022, ενισχύοντας έτσι τη δυναμική υλοποίησης και των υπόλοιπων στόχων, που δείχνουν «φιλόδοξοι».
Στο μέτωπο του κόστους (σ.σ. χωρίς να συμπεριλαμβάνονται μη επαναλαμβανόμενα έξοδα), για παράδειγμα, ο στόχος κρίνεται συντηρητικός καθώς προβλέπει ότι τα συνολικά έξοδα θα πέσουν, το 2022, στα 800 εκατ. ευρώ από 930 εκατ. ευρώ σήμερα (σ.σ. τέλος του 2018).
Στο πρώτο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, τα κόστη ανήλθαν στα 205 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για μη αντιπροσωπευτική επίδοση καθώς, αφενός, τα γενικά έξοδα, παραδοσιακά κατά το πρώτο τρίμηνο, είναι μειωμένα, αφετέρου, προβλέπεται να αυξηθούν οι αποσβέσεις, λόγω IFRS 16 και αποενοποίησης της Πανγαία ΑΕΕΑΠ.
Στο σκέλος, όμως, των δαπανών προσωπικού, που αποτελούν και τη μεγαλύτερη δαπάνη, τα κόστη του πρώτου τριμήνου είναι, σύμφωνα με στελέχη της τράπεζας, αντιπροσωπευτικά.
Μειώνονται γρήγορα οι δαπάνες προσωπικού
Στο 12μηνο Απριλίου 2018 – Μαρτίου2019 αποχώρησαν από την Εθνική περίπου 780 υπάλληλοι, μειώνοντας τις δαπάνες μισθοδοσίας. Προ 20ημέρου, η τράπεζα παρείχε στους εν Ελλάδι εργαζόμενους νέο πρόγραμμα εθελουσίας, στοχεύοντας στην αποχώρηση περίπου 1.000 εργαζομένων. Αν ο στόχος επιτευχθεί, η ετήσια εξοικονόμηση δαπανών θα ανέλθει σε περίπου 50 εκατ. ευρώ.
Ο αριθμός των εργαζομένων στην τράπεζα από περίπου 8.850 άτομα στο τέλος του 2018, προβλέπεται να μειωθεί κατά 1.500 άτομα (καθαρή μείωση μετά και από τις προσλήψεις) ως το τέλος του 2020 και περαιτέρω κατά περίπου 200 άτομα ως το τέλος του 2022. Το πλάνο προβλέπει ότι θα απασχολούνται στην τράπεζα στο τέλος του 2022 περίπου 7.150 εργαζόμενοι.
Επιπρόσθετα, η τράπεζα υλοποιεί εμπροσθοβαρές πρόγραμμα συρρίκνωσης του δικτύου της. Ως το τέλος Μαρτίου, έκλεισαν 65 σημεία και μέχρι τις αρχές Ιουλίου θα κλείσουν άλλα τόσα. Το δίκτυο θα περιοριστεί σε 390 καταστήματα σε όλη την Ελλάδα και συνολικά 420 σημεία εξυπηρέτησης.
Υπό το παραπάνω πρίσμα, οι αναλυτές εκτιμούν ότι στο τέλος του 2020 η τράπεζα θα έχει προσεγγίσει τον στόχο τετραετίας, ρίχνοντας τα συνολικά της έξοδα κάτω από 850 εκατ. ευρώ.
Στο 1,2 δισ. τα φετινά καθαρά έσοδα από τόκους
Ακόμη πιο συντηρητικός κρίνεται ο στόχος αύξησης των καθαρών εσόδων από τόκους κατά περίπου 270 εκατ. ευρώ στην τετραετία (από 1,007 δισ. ευρώ το 2018 σε 1,27 δισ. ευρώ το 2022).
Στο α’ τρίμηνο της τρέχουσας χρήσης, τα καθαρά έσοδα από τόκους της μητρικής ανήλθαν στα 274 εκατ. ευρώ. Θα ήταν υψηλότερα κατά περίπου 15 εκατ. ευρώ, αν η ακύρωση του Titlos και η λήψη, ως αντάλλαγμα, κρατικών ομολόγων είχε διενεργηθεί στην αρχή του έτους.
Η επίτευξη καθαρών εσόδων από τόκους της τάξης των 290 με 300 εκατ. ευρώ, ανά τρίμηνο, οδηγεί σε επίδοση 1,16 με 1,2 δισ. ευρώ για τη φετινή χρήση, όταν ο στόχος για το τέλος του 2022 είναι το 1,27 δισ. ευρώ. Δηλαδή, η Εθνική μπορεί να πιάσει τον στόχο του 2022 ήδη από το 2020.
Αντίθετα, ο στόχος αύξησης των προμηθειών στα 350 εκατ. ευρώ από 228 εκατ. το 2018 θεωρείται δυσκολότερος, καθώς απαιτεί αύξηση των σταυροειδών πωλήσεων κυρίως στις πωλήσεις ασφαλιστικών προγραμμάτων, με την πώληση όμως του 80% της Εθνικής Ασφαλιστικής να προβλέπεται ότι θα ολοκληρωθεί εντός του 2020.
Καθαρές νέες χορηγήσεις 5 με 7 δισ. ευρώ
Απόλυτα εφικτός κρίνεται και ο στόχος αύξησης των καθαρών (μετά από αποπληρωμές και προβλέψεις) χορηγήσεων κατά 5 με 7 δισ. ευρώ, την τετραετία 2019-22. Τα καθαρά δάνεια στο τέλος του 2022 προβλέπεται να διαμορφωθούν στα 30 δισ. ευρώ, επίπεδα αντίστοιχα με τα σημερινά, με τη διαφορά ότι πλέον θα περιλαμβάνουν NPEs μόλις 1,7 δισ. ευρώ, ενώ σήμερα ανέρχονται στα 16 δισ. ευρώ.
Εφόσον η οικονομία κινηθεί τα επόμενα τέσσερα χρόνια, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης της τάξης του 2%, η Εθνική μπορεί να ξεπεράσει τον παραπάνω στόχο. Άλλωστε, διαθέτει πλεονάζουσα ρευστότητα, που προβλέπεται να διευρυνθεί περαιτέρω και το 2022 να φθάσει στα 17,5 δισ. ευρώ!
Σημειώνεται, πάντως, ότι για τη φετινή χρήση προβλέπεται χορήγηση νέων δανείων -κυρίως σε επιχειρήσεις- ύψους 3,6 δισ. ευρώ και στο διάστημα Ιανουαρίου-Μαρτίου είχαν δοθεί νέα δάνεια, ύψους μόλις 0,6 δισ. ευρώ.