Η Σαουδική Αραβία προσφέρθηκε να πληρώσει για την κατασκευή νέων γηπέδων στην Ελλάδα και στην Αίγυπτο, εάν οι δύο χώρες συμφωνούσαν σε κοινή υποψηφιότητα για τη διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου Ποδοσφαίρου του 2030, σύμφωνα με δημοσίευμα του Politico. Μάλιστα, σε αντάλλαγμα, οι Σαουδάραβες φέρονται να πρότειναν τα 3/4 των αγώνων του Μουντιάλ να πραγματοποιηθούν στη χώρα τους.
Σύμφωνα με υψηλόβαθμο αξιωματούχο που επικαλείται το Politico, το ζήτημα συζητήθηκε μεταξύ του Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, του de facto κυβερνήτη της Σαουδικής Αραβίας, και του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, το καλοκαίρι του 2022.
Δεύτερος ανώτερος αξιωματούχος, με γνώση των συζητήσεων για την υποψηφιότητα, ανέφερε στο Politico ότι η Σαουδική Αραβία είναι έτοιμη να “αναλάβει πλήρως το κόστος” της φιλοξενίας του Μουντιάλ για την Ελλάδα και την Αίγυπτο, αλλά με το 75% του τουρνουά να διεξάγεται στο κράτος του Κόλπου.
Δεν είναι σαφές αν η προσφορά του Ριάντ έγινε δεκτή, ωστόσο οι τρεις χώρες φέρονται να εργάζονται πάνω σε μια κοινή πρόταση για τη διοργάνωση του τουρνουά το 2030.
Η προσφορά του Ριάντ στην Ελλάδα, σημειώνει το Politico, τροφοδοτεί τις επικρίσεις ότι η Σαουδική Αραβία επιχειρεί ουσιαστικά να χρησιμοποιήσει τον πλούτο της για να αγοράσει το Παγκόσμιο Κύπελλο δημιουργώντας έναν διηπειρωτικό συνασπισμό και να εκμεταλλευτεί έξυπνα το σύστημα ψηφοφορίας.
Σε μια προσπάθεια να πειστούν τα μέλη της FIFA για τα πλεονεκτήματα της υποψηφιότητας, η Σαουδική Αραβία θα τόνιζε το γεγονός πως θα διεξάγονταν αγώνες σε τρεις ηπείρους, παρέχοντας γεωγραφική ισορροπία. Μια υποψηφιότητα από τη Μ. Ανατολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο θα ήταν απίθανο να πετύχει μόλις οκτώ χρόνια μετά τη διοργάνωση του τουρνουά στο Κατάρ.
Οι κύριοι αντίπαλοι των Σαουδαράβων είναι η κοινή υποψηφιότητα της Ισπανίας, Πορτογαλίας και Ουκρανίας και η υποψηφιότητα της Νότιας Αμερικής από την Αργεντινή, την Ουρουγουάη, την Παραγουάη και τη Χιλή.
Το Politico αναφέρει πως FIFA, Σαουδική Αραβία και Ελλάδα αρνήθηκαν να σχολιάσουν, ενώ η αιγυπτιακή κυβέρνηση δεν απάντησε στο αίτημα του μέσου.
“Μια νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων”
Η διοργάνωση του Παγκοσμίου Κυπέλλου θα αποτελούσε το αποκορύφωμα της φιλόδοξης στρατηγικής της Σαουδικής Αραβίας να κυριαρχήσει στα μεγάλα αθλητικά γεγονότα. Ήδη η χώρα του Κόλπου έχει φιλοξενήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα πυγμαχίας, αγώνες του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου και γκραν-πρι Formula 1. Το Ταμείο Δημοσίων Επενδύσεων της Σαουδικής Αραβίας έχει αγοράσει επίσης μια εξέχουσα αγγλική ποδοσφαιρική ομάδα (τη Newcastle) και η χώρα θα φιλοξενήσει το Ασιατικό Κύπελλο ποδοσφαίρου για πρώτη φορά το 2027.
Αλλά η επιθυμία της Σαουδικής Αραβίας να διοργανώσει το Παγκόσμιο Κύπελλο υπερβαίνει τους λόγους… αθλητικού πρεστίζ.
“Η Σαουδική Αραβία προσπαθεί στρατηγικά να εδραιωθεί ως αφροευρασιατικός κόμβος – το κέντρο μιας νέας παγκόσμιας τάξης πραγμάτων”, δήλωσε ο Simon Chadwick, καθηγητής αθλητισμού και γεωπολιτικής οικονομίας στο Skema Business School στο Παρίσι, σχετικά με την υποψηφιότητα της Σαουδικής Αραβίας. “Αυτή η θέση θα επιτρέψει στη Σαουδική Αραβία να ασκήσει σημαντική επιρροή σε μια τεράστια γεωγραφική περιοχή, κάτι που επιδιώκει να επιτύχει με την οικοδόμηση σχέσεων με βασικούς εταίρους”.
“Η συνδιοργάνωση ενός Παγκοσμίου Κυπέλλου με την Αίγυπτο και την Ελλάδα δεν θα ήταν ούτε αλτρουισμός ούτε γενναιοδωρία. Αντίθετα, θα αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου, το οποίο η κυβέρνηση στο Ριάντ προσπαθεί να πετύχει μέσω μιας ενδεχόμενης χρηματοδότησης κατασκευής γηπέδων”, πρόσθεσε.
Η κίνηση της Σαουδικής Αραβίας να φιλοξενήσει το τουρνουά έχει προκαλέσει την αντίδραση των παρατηρητών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι οποίοι επισημαίνουν την κακομεταχείριση σε βάρος της κοινότητας LGBTQ και των μεταναστών εργατών.
“Η καταστολή της Σαουδικής Αραβίας δεν θα έπρεπε να επιβραβεύεται με ένα Παγκόσμιο Κύπελλο”, δήλωσε ο Μίνκι Γουόρντεν του Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. “Όσο η Σαουδική Αραβία κάνει διακρίσεις σε βάρος των ΛΟΑΤ ατόμων και τιμωρεί τις γυναίκες για τον ακτιβισμό για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δεν προσφέρει προστασία στους μετανάστες-εργάτες που θα κατασκευάσουν την πλειοψηφία των νέων γηπέδων και εγκαταστάσεων, η χώρα δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα που έχει ήδη θεσπίσει η FIFA”.
Παράλληλα, το Politico σημειώνει πως στην Ελλάδα οι δαπάνες για δημιουργία αθλητικών υποδομών είναι ένα ευαίσθητο θέμα, όπου θεωρείται “μνημείο σπατάλης”, λόγω του 2004, όταν η Αθήνα φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και η χώρα δαπάνησε περίπου 9 δισ. ευρώ. Ωστόσο, μεγάλο μέρος των υποδομών έμεινε εγκαταλελειμμένο μετά το σβήσιμο της ολυμπιακής φλόγας.