Ο αγώνας έχει ξεκινήσει. Καθώς η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ένωση αρχίζουν τη διαπραγμάτευση των όρων του Brexit, τα οικονομικά κέντρα της Ευρώπης δίνουν μάχη για να προσελκύσουν τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρείες και διαχειριστές κεφαλαίων από το City του Λονδίνου.
Όταν οι πάροχοι αγαθών και υπηρεσιών ανταγωνίζονται μεταξύ τους για μερίδιο στην αγορά, οι πελάτες τους σχεδόν πάντα επωφελούνται. Αυτή η νέα αντιπαλότητα που προκάλεσε το Brexit, δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ΕΕ θα πρέπει να προφυλαχθεί από ενδεχόμενη άτακτη κούρσα μείωσης της εταιρικής φορολογίας ή των χρηματοοικονομικών ρυθμίσεων -αλλά σε γενικές γραμμές, το δυνάμει όφελος είναι μεγάλο. Η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ενιαία αγορά σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου είναι πιθανό να χάσουν την απεριόριστη πρόσβαση στην υπόλοιπη ΕΕ. Αυτό θα δώσει ώθηση σε πόλεις όπως η Φρανκφούρτη, το Δουβλίνο και το Παρίσι, που για δεκαετίες ήταν ουραγοί στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, να ανταγωνίζονται η μία την άλλη για την επιχειρηματική δραστηριότητα του Citi
Πρέπει, βέβαια, να σημειωθεί ότι το Λονδίνο κάθε άλλο παρά βγαίνει από το “κάδρο”. Απολαμβάνει μεγάλα πλεονεκτήματα σε σχέση με τους Ευρωπαίους ανταγωνιστές του, συμπεριλαμβανομένων μιας ήπια ρυθμισμένης αγοράς εργασίας και ενός νομικού συστήματος που (κατά τα πρότυπα της ΕΕ) διέπεται από σαφήνεια και βεβαιότητα. Είναι εξαιρετικό μέρος για να ζει κανείς, αν το αντέχει η τσέπη του. Και ακόμη και στη δική μας ψηφιακή εποχή, η φυσική εγγύτητα που έχουν εκεί οι “συστάδες” των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων προσφέρει οικονομικά πλεονεκτήματα. Τα ανταγωνιστικά κέντρα της Ευρώπης θα πρέπει να συγκρατήσουν τις προσδοκίες τους και για έναν ακόμη λόγο. Ορισμένες τράπεζες μπορεί να χρησιμοποιήσουν το Brexit ως μια ευκαιρία για να συρρικνώσουν την ευρωπαϊκή τους δραστηριότητα, μεταφέροντας μέρος των εργασιών τους στο Χονγκ Κονγκ και τη Νέα Υόρκη. Η απώλεια του Λονδίνου δεν θα είναι απαραίτητα κέρδος του Μιλάνου.
Παρόλ’ αυτά, κάποιες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες είναι βέβαιο ότι θα μετεγκατασταθούν στην ΕΕ. Η “μετανάστευση” είναι έτοιμη να ξεκινήσει. Δύο παραδείγματα: Η Goldman Sachs εξετάζει το ενδεχόμενο να μετακινήσει έως και 1.000 εργαζόμενους στη Φρανκφούρτη, ενώ η Morgan Stanley έχει βάλει στο “χάρτη” της τόσο τη Φρανκφούρτη, όσο και το Δουβλίνο.
Πώς μπορεί η ΕΕ να αξιοποιήσει στο έπακρο αυτή την ευκαιρία; Το να συντονίσει τις προσπάθειές της για την ανάδειξη ενός μοναδικού αντιπάλου που θα αντικαταστήσει το Λονδίνο μπορεί να μοιάζει ελκυστικό σε επίπεδο στρατηγικής, αλλά αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Η ΕΕ δεν είναι ούτε δημοσιονομική αλλά ούτε και πολιτική ένωση. Οι κυβερνήσεις θα ανταγωνιστούν η μία την άλλη για τις επιχειρήσεις.
Και αυτό είναι ως επί το πλείστον καλό πράγμα. Πάρτε για παράδειγμα την εργατική νομοθεσία: Ένας λόγος για τον οποίο χώρες όπως η Γερμανία ή η Γαλλία θεωρούν ότι είναι δύσκολο να προσελκύσουν τις έδρες ξένων τραπεζών είναι η υπερβολική προστασία των εργαζομένων. Μια απάντηση θα μπορούσε να είναι οι εξαιρέσεις στον εργασιακό κώδικα για τους υψηλόμισθους -μια προσέγγιση που η Γερμανία έχει εξεταστεί στο παρελθόν. Αυτό το είδος του μέτρου θα είναι δύσκολο να πουληθεί πολιτικά. Ποια συνδικάτα θα βγουν στους δρόμους να υπερασπιστούν τα εργασιακά δικαιώματα των τραπεζιτών;
Η ΕΕ είναι υπερβολικά ρυθμισμένη, για αυτό και ο ανταγωνισμός που θα ευνοεί την απελευθέρωση θα πρέπει να είναι ευπρόσδεκτος. Θεωρητικά, αυτή η “βαλίτσα” μπορεί να πάει μακριά –εάν, για παράδειγμα, τίθεντο σε κίνδυνο οι κανόνες που προστατεύουν ενάντια στην οικονομική αστάθεια ή αν γινόταν διάκριση στις φορολογικές ελαφρύνσεις. Ανώτεροι αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας έχουν παραδεχτεί την πιθανότητα και ότι αξίζει την προσοχή τους.
Η ΕΕ πρέπει να διασφαλίσει ότι οι ισχύοντες κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα δεν θα υπονομευτούν. Πέραν αυτού, η Ευρώπη θα πρέπει να αγκαλιάσει αυτή την αντιπαλότητα και να προσπαθήσει να καρπωθεί τα οφέλη.