Η DBRS Morningstar εξετάζει την άμεση έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στη Ρωσία, είτε μέσω των ρωσικών θυγατρικών τους ή και των διασυνοριακών ανοιγμάτων τους, και καταλήγει πως σε γενικές γραμμές είναι διαχειρίσιμες. Ωστόσο, αναμένει ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες με σημαντικά ανοίγματα θα επηρεαστούν από χαμηλότερα έσοδα, υψηλότερες προβλέψεις, καθώς και από την ανάγκη απομείωσης ορισμένων ανοιγμάτων.
«Ο πλήρης αντίκτυπος της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία στις ευρωπαϊκές τράπεζες θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τη διάρκεια της σύγκρουσης και την επακόλουθη επίδραση στις ευρωπαϊκές οικονομίες. Προς το παρόν, το λειτουργικό περιβάλλον για τις ευρωπαϊκές τράπεζες γίνεται όλο και πιο δύσκολο, με υψηλότερο πληθωρισμό και εξαιρετικά ευμετάβλητες τιμές πετρελαίου, φυσικού αερίου και εμπορευμάτων και διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού», εξηγεί η DBRS. «Ταυτόχρονα, θα μπορούσαν επίσης να υπάρξουν αρνητικές συνέπειες από την οριστική κατάργηση των κυβερνητικών μέτρων στήριξης που σχετίζονται με την πανδημία του κορωνοϊού, προσθέτει ο οίκος αξιολόγησης.
Οι τράπεζες στην Ευρώπη έχουν εισέλθει σε αυτή την περίοδο γεωπολιτικών συγκρούσεων με γενικά υγιή κεφάλαια και σχετικά περιορισμένα επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, η αυξημένη μεταβλητότητα των πρώτων υλών και οι ευρύτερες αποδυναμωμένες οικονομικές προοπτικές θα μπορούσαν να απαιτήσουν από τις τράπεζες να εγγράψουν υψηλότερες προβλέψεις, αν και ο οίκος αναμένει ότι οι τράπεζες θα αξιοποιήσουν μέρος των προβλέψεων τις οποίες είχαν πάρει σε σχέση με την πανδημία Covid-19 που δεν αποδεσμεύτηκαν το 2021.
Πέρα από τον αντίκτυπο σε επίπεδο λειτουργίας, βλέπει τρεις βασικούς κινδύνους που έχουν αυξηθεί για τις ευρωπαϊκές τράπεζες: ο πιστωτικός κίνδυνος και ο κίνδυνος αγοράς, κυρίως για τις τράπεζες που έχουν θυγατρικές ή/και διατηρούν διασυνοριακά ανοίγματα στη Ρωσία, καθώς και ο ευρύτερος κίνδυνος στην λειτουργία τους μετά την επιβολή κυρώσεων σε σειρά από ρωσικές οντότητες.
Η άμεση έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στη Ρωσία
Η άμεση έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στη Ρωσία και την Ουκρανία φαίνεται διαχειρίσιμη. Από την έναρξη της σύγκρουσης, ορισμένες μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν δημοσιοποιήσει τις ακαθάριστες εκθέσεις τους στη Ρωσία και την Ουκρανία. Τα ανοίγματα στην Ουκρανία είναι οριακά. Η έκθεση στη Ρωσία συγκεντρώνεται σε τρεις κύριους τομείς: τραπεζικές θυγατρικές στη Ρωσία- διασυνοριακά ανοίγματα στη Ρωσία και οι θέσεις σε παράγωγα.
Λίγες ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν θυγατρικές στη Ρωσία και είναι σχετικά μικρές σε μέγεθος, αντιπροσωπεύοντας το πολύ το 3% των εσόδων και του καθαρού εισοδήματος κάθε τράπεζας. Το μεγαλύτερο ονομαστικό αναφερόμενο άνοιγμα (συμπεριλαμβανομένης της έκθεσης των ρωσικών θυγατρικών τους και των διασυνοριακών ανοιγμάτων, κατέχει η γαλλική Société Générale με 18,6 δισ. ευρώ, ακολουθούμενη από την ιταλική Unicredit με 13,3 δισ. ευρώ και την αυστριακή Raiffeisen Bank International με 12,2 δισ. ευρώ, την ολλανδική ING (7,2 δισ. ευρώ) και τέλος τη γαλλική Crédit Agricole με 4,9 δισ. ευρώ.
Επιπρόσθετα, η γερμανική Commerzbank γνωστοποίησε επίσης ότι η καθαρή άμεση έκθεσή της στη Ρωσία ήταν 1,6 δισ. ευρώ (εκ των οποίων 1,3 δισ. ευρώ μέσω της ρωσικής θυγατρικής της και 0,6 δισ. ευρώ σε δραστηριότητες χρηματοδότησης εξαγωγών).
Ωστόσο, για τις περισσότερες τράπεζες, η συνολική έκθεση στον ισολογισμό αντιπροσωπεύει ένα μέτριο ποσοστό του συνολικού ενεργητικού, που κυμαίνεται μεταξύ 0,1% και 1,5%. Το άνοιγμα για την RBI είναι περισσότερο σημαντικό, αντιπροσωπεύοντας το 6,4% του συνολικού ενεργητικού (στο τέλος Σεπτεμβρίου 2021).