Ο Juergen Fitschen πιθανότατα σκέφτηκε ότι η ζωή του θα ήταν κάπως πιο ήρεμη όταν θα αποχωρούσε από τη θέση του αντιπροέδρου της Deutsche Bank το 2016. Αργότερα εκείνο το έτος ορίστηκε πρόεδρος του εποπτικού συμβουλίου της γερμανικής εταιρείας ηλεκτρονικών ειδών Ceconomy, όπου ο 70χρονος εισπράττει απολαβές 240.000 ευρώ, ένα μέρος μόνο των απολαβών του στη Deutsche.
Και τότε, ήρθε η κόλαση. Από τον διαχωρισμό της από το γερμανικό όμιλο Metro AG, τα οικονομικά της Ceconomy πήγαν από το κακό στο χειρότερο. Οι συνεχόμενες προειδοποιήσεις για τα κέρδη οδήγησαν στην αποχώρηση τόσο του διευθύνοντος συμβούλου όσο και του οικονομικού διευθυντή, αναγκάζοντας τον Fitschen να ψάχνει απεγνωσμένα για μόνιμους αντικαταστάτες, μέχρι στιγμής χωρίς αποτέλεσμα.
Αυτή την εβδομάδα η Ceconomy αποκάλυψε ένα annus horribilis, ανακοινώνοντας καθαρή ζημία ύψους 210 εκατ. ευρώ και κατάργηση του μερίσματος. Οι μετοχές έχουν χάσει τα τρία τέταρτα της αξίας τους το 2018, ήτοι είχαν χειρότερη επίδοση ακόμη και από την Deutsche Bank, όπου ο Fitschen εξακολουθεί να είναι σύμβουλος.
Γερμανική αναποτελεσματικότητα
Οι μετοχές της Deutsche Bank υποχώρησαν, αλλά αυτές της Ceconomy πάνε ακόμη χειρότερα
Το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να γίνουν ακόμα πιο δύσκολα για την Ceconomy. Τα αποτελέσματα για το οικονομικό έτος μέχρι τον Σεπτέμβριο δεν επιβαρύνθηκαν από μη-επαναλαμβανόμενα στοιχεία. Εν τω μεταξύ, το 2019 φαίνεται ότι θα είναι ένα ακόμη δύσκολο έτος για τις πωλήσεις και η εταιρεία αντιμετωπίζει απροσδιόριστα κόστη αναδιάρθρωσης. Αλλά ούτε ο ισολογισμός της Ceconomy φαίνεται ιδιαίτερα δυνατός. Επομένως το να χαρακτηρίσει κανείς το 2019 ως “έτος μετάβασης”, όπως έπραξε χτες η διοίκηση, θα μπορούσε να υποτιμά την κατάσταση.
Όπως και άλλοι λιανοπωλητές τούβλων και κονιάματος, η Ceconomy έχει υποστεί ισχυρές πιέσεις καθώς οι πελάτες της στράφηκαν προς το διαδίκτυο (σε μεγάλο βαθμό προς την Amazon.com Inc.), αν και πολλοί από αυτούς δεν ντρέπονται να πηγαίνουν σε κάποιο από τα τεράστια καταστήματα της Ceconomy, σε Saturn ή MediaMarkt, για δωρεάν συμβουλές. Έχει υποστεί πιέσεις και από το “ασυνήθιστα” καυτό καλοκαίρι της Γερμανίας. Με την κλιματική αλλαγή ολοένα να εντείνεται, οι λιανοπωλητές του βόρειου ημισφαιρίου πρέπει πραγματικά να συνηθίσουν το γεγονός ότι οι άνθρωποι δεν θα ψωνίζουν τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο.
Ωστόσο, πολλά από τα προβλήματα της Ceconomy τα απέκτησε μόνη της. Φαίνεται ανησυχητικά ανίκανη να προβλέψει τα κέρδη της με ακρίβεια, εν μέρει επειδή εξαρτάται από τις εκπτώσεις των προμηθευτών για την πώληση ενός συμφωνημένου όγκου αγαθών (γεγονός το οποίο σε ορισμένες περιπτώσεις δεν το κατάφερε). Αυτό ανάγκασε τη Ceconomy να στηρίζεται έντονα στους προμηθευτές για να ενισχύσει τη ρευστότητά της κατά 1,1 δισ. ευρώ. Χρειάζεται ρευστό για να χρηματοδοτήσει την αναδιάρθρωση της γερμανικής επιχείρησης και την περαιτέρω ψηφιοποίηση.
Το καλύτερο κεφάλαιο κίνησης συνέβαλε σχεδόν τα δύο τρίτα της ελεύθερης ταμειακής ροής της εταιρείας κατά τους 12 μήνες έως τον Σεπτέμβριο, γεγονός που συνέβη εν μέρει μέσω μιας “προσωρινής” παράτασης των όρων πληρωμής των προμηθευτών. Αυτό δεν ακούγεται βιώσιμο.
Από τον επόμενο χρόνο, οι νέοι λογιστικοί κανόνες του IFRS 16 θα αναγκάσουν την Ceconomy να συμπεριλάβει στον ισολογισμό της τα περίπου 2,5 δισ. ευρώ των υποχρεώσεων μίσθωσης καταστημάτων. Ενώ δεν υπάρχει αληθινός αντίκτυπος στην πραγματική της ρευστότητα, η αλλαγή σημαίνει ότι η καθαρή ρευστότητα της Ceconomy θα γίνει πιθανώς καθαρό χρέος, γεγονός το οποίο δεν θα βοηθήσει στην προοπτική της.
Η Ceconomy συγκέντρωσε κεφάλαια ύψους περίπου 280 εκατ. ευρώ φέτος, όταν ο φορέας παροχής κινητής τηλεφωνίας Freenet AG εξαγόρασε ένα μερίδιο 9%. Αλλά οι ζημιές έχουν ανατρέψει το μεγαλύτερο μέρος του οφέλους από την άντληση αυτών των χρημάτων. Η εταιρεία διατηρεί αξιολόγηση μόλις μία βαθμίδα πάνω από το junk από την Moody’s, η οποία διατηρεί -κατανοητά- αρνητικές προοπτικές.
Μια υποβάθμιση στην κατηγορία “junk” δεν θα βοηθούσε καθόλου. Η ετήσια έκθεση της Ceconomy προειδοποιεί ότι θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην επιχειρηματική ρευστότητα και χρηματοδότηση, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας “επιδείνωσης των όρων πληρωμής” και των λιγότερο ευνοϊκών ορίων ασφαλίσεως πιστώσεων. Ο Fitschen έχει ανταλλάξει μια κρίση με μια άλλη.