Μέσα σε δύο με τρεις μήνες, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα σημαντικό ερώτημα οικονομικής διπλωματίας: τι να κάνουν για το γερμανικό πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών.
Πέρυσι έφτασε το 8,6% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, ένας πολύ υψηλός αριθμός για την τέταρτη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Το πλεόνασμα πιθανότατα θα μειωθεί αυτόν και τον επόμενο χρόνο, όμως το μέγεθος και η επιμονή του αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες πηγές ανισότητας στην παγκόσμια οικονομία και μέσα στην ευρωζώνη.
Εάν οι απ’ έξω αποφασίσουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα, θα πρέπει να το κάνουν έξυπνα. Μέχρι τώρα, η Γερμανία έχει αποκρούσει την κριτική. Η Ευρωπαϊκή Κομισιόν παρουσιάζει εκθέσεις για τις μακροοικονομικές ανισότητες κάθε χρόνο. Τα καλάθια αχρήστων στο Βερολίνο είναι γεμάτα με αυτές. Διαδοχικοί γάλλοι πρόεδροι αποφάσισαν να μην αγγίξουν το θέμα. Η προτεραιότητά τους κατά τη διάρκεια της κρίσης της ευρωζώνης ήταν να κρατήσουν το κεφάλι σκυμμένο και να αποφύγουν να εμφανιστούν στο ραντάρ των εκδικητών των ομολόγων. Εφόσον μπορούσαν να χρηματοδοτήσουν τους δημόσιους δανεισμούς τους, όλα ήταν καλά.
Οι ανισότητες στην παγκόσμια οικονομία, και τη Γερμανία συγκεκριμένα, δεν προκαλούνται από το εμπόριο. Η Γερμανία δεν επιδοτεί τις εξαγωγές της, ούτε χειραγωγεί το νόμισμά της. Το πρόβλημα είναι το περίσσευμα αποταμιεύσεων σε σχέση με τις επενδύσεις. Αυτό οφείλεται σε κακές πολιτικές και στη γήρανση του πληθυσμού.
Οι εμπορικές κυρώσεις δεν μπορούν να διορθώσουν μια ανισότητα αποταμιεύσεων. Πιθανότατα η Γερμανία θα αντιδρούσε σε τιμωρητικούς δασμούς μειώνοντας τα κόστη παραγωγής ακόμη περισσότερο, κάτι που θα έκανε τα προβλήματα ακόμη μεγαλύτερα. Αντίθετα, ο κόσμος θα πρέπει να πιέσει τη Γερμανία να αντιμετωπίσει τα αίτια των αποταμιευτικών πλεονασμάτων: υπερβολικές ρυθμίσεις στις βιομηχανίες υπηρεσιών, χαμηλά επίπεδα ανάπτυξης στις επενδύσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, επιζήμια και περιττά δημοσιονομικά πλεονάσματα.
Ένα καλό σημείο έναρξης θα ήταν η εκμετάλλευση των εσωτερικών αντιφάσεων στην υπεράσπιση των πλεονασμάτων από τη Γερμανία. Πριν από τις συναντήσεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ουάσινγκτον την περασμένη εβδομάδα, η κυβέρνηση στο Βερολίνο παρουσίασε έκθεση που επιχειρηματολογούσε πως οι ΗΠΑ δε χρειάζεται να ανησυχούν για τις διμερείς τους σχέσεις με τη Γερμανία, αλλά με την ευρωζώνη.
Αυτή η απόρρητη έκθεση υποστήριξε πως η Γερμανία δεν μπορεί να χειραγωγεί το νόμισμά της από τη στιγμή που δεν έχει πλέον δικό της νόμισμα. Εάν το ευρώ είναι υποτιμημένο, δεν είναι ευθύνη της Γερμανίας, αλλά συνέπεια των νομισματικών πολιτικών της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το μήνυμα φαίνεται να είναι: μην καλείτε εμάς, καλέστε τις Βρυξέλλες ή τη Φρανκφούρτη.
Αυτή είναι μια εξαιρετική άμυνα. Εάν η Γερμανία κατηγορεί την ευρωζώνη, τότε σίγουρα οι ΗΠΑ και τα άλλα μέλη του κοινού νομίσματος θα πρέπει να επιμείνουν η ένωση να λάβει περισσότερες δικαιοδοσίες για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα πιο αποτελεσματικά.
Πέρυσι, η ευρωζώνη είχε πλεόνασμα τρεχουσών συναλλαγών 3,4% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος, χαμηλότερο από της Γερμανίας αναλογικά, αλλά εξαιρετικά μεγάλο για τη δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου. Αυτό σημαίνει πως η ευρωζώνη θα πρέπει θα αποκτήσει τουλάχιστον κοινή δημοσιονομική δυνατότητα και το δικαίωμα να επιβάλει πολιτικές στα κράτη μέλη της για να επηρεάσει τη σχέση ανάμεσα στις αποταμιεύσεις και τις επενδύσεις.
Από τη στιγμή που η γερμανική κυβέρνηση απορρίπτει αυτές τις πολιτικές, το επιχείρημα του Βερολίνου για την ευρωζώνη δε στέκει. Τα άλλα κράτη μέλη δε θα πρέπει να επιτρέψουν στη Γερμανία να τα κατηγορεί επειδή έχει τεράστιες ανισότητες σε σχέση με αυτά, αλλά και με τον υπόλοιπο κόσμο.
Τι θα πρέπει λοιπόν να κάνουν; Αυτό που είναι βέβαιο είναι πως η γαλλική πολιτική τάξη θα καταδικάσει τον εαυτό της σε αποτυχία εάν δεν ασκήσει πίεση στη Γερμανία για να αντιμετωπίσει το ζήτημα. Εάν η Γερμανία είτε δεχτεί τις πολιτικές για να διορθώσει τις ανισότητες είτε συμφωνήσει στις μεταρρυθμίσεις στη διακυβέρνηση της ευρωζώνης, ή ιδανικά και τα δύο, τότε η πιο έξυπνη γαλλική στρατηγική θα ήταν να επιδιώξει μια στενή σχέση με το Βερολίνο και να ετοιμάσει τα επόμενα στάδια της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό θα ήταν το βέλτιστο σενάριο. Η επιβίωση του ευρώ χρειάζεται ένα τέτοιο βήμα.
Εάν η Γερμανία συνεχίσει να αρνείται να αντιμετωπίσει το θέμα, θα είναι δουλειά του επόμενου γάλλου προέδρου να δείξει στην Άνγκελα Μέρκελ, ή τον διάδοχό της στη γερμανική καγκελαρία, πως η ευρωζώνη δεν είναι ένα βάσιμο δόμημα και πως το ευρώ με τον καιρό θα χάσει τη στήριξη του κόσμου, ιδιαίτερα στη Γαλλία.
Δεν υπάρχει καμία εγγύηση πως η Γερμανία θα εντυπωσιαστεί από μια τέτοια απειλή. Όμως μια διάσπαση της ευρωζώνης θα αποτελούσε τόσο μεγάλη οικονομική καταστροφή για τη Γερμανία, που θα ήταν προς το συμφέρον της χώρας να αλλάξει την πολιτική της, παρά να ρισκάρει μια νέα κρίση με πιθανώς καταστροφικές συνέπειες.
Μόλο η Γαλλία είναι σε θέση να επιβάλει το ζήτημα, καθώς κρατά το κλειδί για το μέλλον του ευρώ. Συνεπώς, η πιο έξυπνη στρατηγική για τις ΗΠΑ θα ήταν να σχηματίσει στρατηγική συμμαχία με τη Γαλλία και να αντιμετωπίσει τη Γερμανία, αντί να επιλέξει μονομερείς εμπορικές κυρώσεις, οι οποίες είναι στην καλύτερη περίπτωση περισπασμός.