Το υπουργείο Οικονομικών της Ρωσίας ανακοίνωσε τη Δευτέρα ότι σκοπεύει να αυξήσει τις ημερήσιες πωλήσεις συναλλάγματος στο ισοδύναμο των 3,6 δισεκατομμυρίων ρουβλίων (44,3 εκατ. δολαρίων) την ημέρα μεταξύ 7 Ιουνίου και 6 Ιουλίου, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις προβλέψεις των αναλυτών, σε μια προσπάθεια να αντισταθμίσει τα μειωμένα έσοδα από καύσιμα.
Μετά από ένα διάλειμμα αρκετών μηνών, η Ρωσία ξανάρχισε τις παρεμβάσεις σε ξένο συνάλλαγμα τον Ιανουάριο, πουλώντας γουάν αντί “μη φιλικών” δυτικών νομισμάτων, υπογραμμίζοντας την αυξανόμενη σημασία του κινεζικού νομίσματος για τη Μόσχα που επιδιώκει να διασφαλίσει οικονομική σταθερότητα εν μέσω των κυρώσεων που έχει επιβάλλει η Δύση για την εισβολή της στην Ουκρανία, όπως μεταδίδει το Reuters.
Το ρωσικό υπουργείο Οικονομικών ανακοίνωσε ότι οι τακτικές πωλήσεις συναλλάγματος στην αγορά θα ανέλθουν συνολικά σε 74,6 δισ. ρούβλια τον επόμενο μήνα. Αναλυτές που συμμετείχαν σε έρευνα του Reuters ανέμεναν ότι θα διαμορφωθούν στα 20 δισ. ρούβλια.
Την περίοδο μεταξύ 10 Μαΐου και 6 Ιουνίου, το υπουργείο είχε προγραμματίσει να πουλήσει ξένα νομίσματα αξίας 40,4 δισ. ρουβλίων προκειμένου να αντισταθμίσει τα χαμηλότερα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο.
Η κυβέρνηση πραγματοποιεί παρεμβάσεις στο forex για να καλύψει ελλείψεις -ή να δημιουργήσει αποθέματα σε περίπτωση πλεονάσματος- στα κέρδη από τις ζωτικής σημασίας εξαγωγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, τα έσοδα από τις οποίες έχουν συρρικνωθεί φέτος λόγω των δυτικών κυρώσεων.
Η κεντρική τράπεζα της Ρωσίας πούλησε μεταξύ Ιανουαρίου και Μαΐου γουάν και χρυσό αξίας σχεδόν 450 δισ. ρουβλίων από το Εθνικό Ταμείο Πλούτου (NWF) για λογαριασμό του υπουργείου Οικονομικών.
Το υπουργείο Οικονομικών δήλωσε ότι τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο τον Μάιο διαμορφώθηκαν 30,6 δισ. ρούβλια κάτω από τις εκτιμήσεις του. Ανέφερε επίσης ότι αναμένει απώλεια 44 δισ. ρουβλίων στα ομοσπονδιακά έσοδα από την ενέργεια τον Ιούνιο.
Η μείωση των εσόδων και η αύξηση των δαπανών ώθησαν το έλλειμμα του προϋπολογισμού της Ρωσίας για την περίοδο Ιανουαρίου – Απριλίου σε σχεδόν 44 δισ. δολάρια, ήδη 17% υψηλότερα από τον στόχο για όλο το 2023, δημιουργώντας δημοσιονομική πίεση στη Μόσχα, την ώρα που το Κρεμλίνο συνεχίζει τη στρατιωτική επίθεση στην Ουκρανία.