Η Ελλάδα αναπτύσσεται και πάλι. Όμως, ήταν αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη αποτυχία της ευρωζώνης. Πέφτοντας σε κρίση χρέους με έλλειμμα κυβερνητικών δαπανών 15% το 2009, η χώρα υπέστη οκτώ χρόνια οικονομικής συρρίκνωσης.
Η ανεργία εξακολουθεί να είναι 23 τοις εκατό, η ανεργία των νέων 45 τοις εκατό. Η «Μεγάλη Ύφεση» της Ελλάδας ήταν τόσο βαθιά όσο αυτή των ΗΠΑ στις αρχές της δεκαετίας του 1930, αλλά διπλάσιας διάρκειας.
Μπορεί η Ευρώπη να μάθει από την οδυνηρή εμπειρία της χώρας; Ένα πρώτο μάθημα είναι η μεταρρύθμιση στην κορυφή του κύκλου. Η Ελλάδα έπρεπε να προσαρμοστεί εν μέσω ύφεσης, διότι δεν το κατάφερε στην περίοδο πριν από την κρίση. Οι μεταρρυθμίσεις θα πρέπει πάντα να υιοθετούνται σε περιόδους ανάπτυξης, όταν οι άνθρωποι έχουν αυτοπεποίθηση και οι χαμένοι μπορούν να αποζημιωθούν. Η ανάκαμψη μπορεί να κερδίσει χρόνο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιηθεί ως απόδειξη ότι οι μεταρρυθμίσεις είναι περιττές. Η ευρωζώνη βρίσκεται τώρα στην ισχυρότερη περίοδο ανάκαμψης μετά την κρίση. Πρέπει όμως να αποφύγει την εφησυχασμό. Οι μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της νομισματικής ένωσης. Χρειαζόμαστε έναν προϋπολογισμό σταθεροποίησης και δυνατότητα κοινού δανεισμού, μεγαλύτερο καταμερισμό κινδύνου, και μια χρηματοοικονομική ένωση για να σπάσει φαύλος κύκλος μεταξύ των τραπεζών και των κυβερνήσεων.
Μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου στη Γερμανία, και υποθέτοντας ότι ο Εμανουέλ Μακρόν πετύχει εσωτερικές μεταρρυθμίσεις στη Γαλλία, η Ευρώπη θα βρίσκεται στην κορυφή του πολιτικού της κύκλου. Αυτή είναι η στιγμή να προχωρήσουμε στη μεταρρύθμιση της ευρωζώνης. Θα χρειαστούν οδυνηρές παραχωρήσεις: οι γερμανοί απορρίπτουν την κοινή ασφάλιση των καταθέσεων ή ένα δημοσιονομικό στήριγμα, οι γάλλοι δε θέλουν να παραιτηθούν από τον εθνικό προϋπολογισμό και οι ιταλοί απορρίπτουν τα ανώτατα όρια για την έκθεση των τραπεζών στο δημόσιο χρέος. Αλλά κάποιος πρέπει να υποχωρήσει.
Το δεύτερο μάθημα είναι η χρήση ενός ισορροπημένου συνδυασμό οικονομικής πολιτικής. Πρέπει να υπάρχει περιθώριο ανάσας από τις περιοριστικές πολιτικές. Από το 2010, οι δημοσιονομικές πολιτικές και οι πολιτικές εισοδημάτων στην Ελλάδα ήταν πολύ συρρικνωτικές. Η νομισματική επέκταση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν έφθασε στην περιφέρεια. Η Ελλάδα επιδίωξε μια σχεδόν αδύνατη αποστολή, στηριζόμενη στην υφεσιακή εσωτερική υποτίμηση για να ανακτήσει την ανταγωνιστικότητα ενώ έπρεπε να αναπτυχθεί για να μειώσει το χρέος σε σχέση με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Η χώρα χρειαζόταν στήριξη από μια ώθηση της ζήτησης από την ευρωζώνη, τον πληθωρισμό της ευρωζώνης κοντά στο 2% ή τον σωστό επιμερισμό του κινδύνου στην ένωση. Τίποτα από αυτά δεν ήταν διαθέσιμο.
Ένα τρίτο μάθημα είναι η αντιμετώπιση του οικονομικού κατακερματισμού. Οι τράπεζες καταστράφηκαν από μια μη ρευστοποιήσιμη ή αφερέγγυα κυβέρνηση – μια κατάσταση που επιδεινώνεται από την πτώση κεφαλαίων. Οι εταιρείες προσπάθησαν να αντισταθμίσουν το απαγορευτικό κόστος του κεφαλαίου, καταστέλλοντας τους μισθούς, ενώ η παραγωγικότητα συρρικνωνόταν λόγω των χαμηλών επενδύσεων. Αυτός δεν είναι τρόπος λειτουργίας μιας νομισματικής ένωσης. Μια πραγματική τραπεζική ένωση θα περιόριζε την εξάπλωση μεταξύ τραπεζών και κράτους. Ένα κοινό σύστημα ασφάλισης καταθέσεων θα εξασφάλιζε στους καταθέτες ότι η Ευρώπη βρίσκεται στο πλευρό τους.
Τέταρτον, επεκτείνετε τη μη τραπεζική χρηματοδότηση. Πέμπτον, ασχοληθείτε με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Η δράση για την αντιμετώπιση των ελληνικών μη εξυπηρετούμενων δανείων ήταν πολύ λίγη, και πολύ αργά.
Έκτον, εστιάστε στην πραγματική όχι μόνο την ονομαστική σύγκλιση. Η Ελλάδα εξάλειψε τα δημοσιονομικά ελλείμματα και τα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών. Ωστόσο, η κρίση αφήνει μια αποδυναμωτική κληρονομιά. Μεταξύ του 2009 και του 2016, το πραγματικό δυνητικό προϊόν μειώθηκε κατά 13,7 ποσοστιαίες μονάδες. Οι επενδύσεις μειώθηκαν από 22% σε 12% του ΑΕΠ. Αντί να επαναλαμβάνεται αυτή η καταστροφή, οι επενδυτικές δαπάνες στην ευρωζώνη πρέπει να προστατεύονται από περικοπές ύφεσης και δημοσιονομικής εξυγίανσης. Πρέπει να δοθεί έμφαση στην αύξηση της παραγωγικότητας και της δυνητικής ανάπτυξης.
Τέλος, δώστε σημασία στη μεγάλη εικόνα. Η μεγαλύτερη πρόκληση της Ελλάδας είναι η μετάβαση σε εξαγωγικού προσανατολισμού ανάπτυξη, η αύξηση της παραγωγικότητας, η αύξηση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και η βελτίωση της δυσοίωνης δημογραφικής της τάσης. Η γηράσκουσα ευρωζώνη πρέπει επίσης να αντιμετωπίσει την επιβράδυνση της αύξησης της παραγωγικότητας. Πρέπει να επικεντρωθεί στην πραγματική σύγκλιση, επινοώντας στρατηγικές προσαρμογής που δε θα στερούν από την περιφέρεια της ευρωζώνης τους καλύτερους και ευφυέστερούς της.