Η ΕΕ είναι πολιτικά και διανοητικά απροετοίμαστη για μια κρίση στην Ισπανία. Το ευρωπαϊκό σχέδιο βασίζεται στην ιδέα ότι η ΕΕ είναι ένας «ασφαλής χώρος» για φιλελεύθερες αξίες.
Μόλις μια χώρα εισέλθει στη λέσχη, αναμένεται να αφήσει παλιές συγκρούσεις, εσωτερικές ή εξωτερικές, έξω από την πόρτα.
Η πίστη της ΕΕ στην ειρηνική επίλυση των διαφορών είναι θεμελιώδης και στηρίζεται σε βασικές δεσμεύσεις για τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και την οικονομία της αγοράς. Τα ζητήματα εθνικής κυριαρχίας θα πρέπει επίσης να χάσουν την επιτακτικότητά τους εντός της ΕΕ, όπου οι αποφάσεις λέγεται ότι γίνονται σε οποιοδήποτε κατάλληλο επίπεδο – περιφερειακό, εθνικό ή ευρωπαϊκό.
Αλλά τι γίνεται εάν όλα αυτά δεν είναι αλήθεια; Η προσπάθεια της Καταλονίας για ανεξαρτησία αποδεικνύει ότι τα παραδοσιακά ζητήματα εθνότητας και κυριαρχίας μπορούν ακόμα να ανάψουν τα αίματα στη σύγχρονη Ευρώπη. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα η κρίση να οδηγήσει στη βία μεταξύ της ισπανικής κεντρικής κυβέρνησης και των δυνάμεων υπέρ της ανεξαρτησίας στην Καταλονία. Αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την παραδοσιακή θέση της Ισπανίας ως υπόδειγμα των πλεονεκτημάτων του ευρωπαϊκού σχεδίου.
Η Ισπανία προσχώρησε στην ΕΕ το 1986, 11 χρόνια μετά το θάνατο του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο και σχεδόν 30 χρόνια μετά την έναρξη της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το 1957. Από τότε, υπήρξε αξίωμα τόσο στις Βρυξέλλες όσο και στη Μαδρίτη ότι οι μεταβάσεις της Ισπανίας από τη δικτατορία στη δημοκρατία, από την απομόνωση στον διεθνισμό και από τη φτώχεια στην ευημερία, ήταν στενά συνδεδεμένες με την απόφασή της να ενταχθεί στην ΕΕ.
Αλλά αν το ισπανικό κράτος εισέλθει σε μια παρατεταμένη και επικίνδυνη κρίση, τότε αυτή η ευτυχισμένη ιστορία θα απειληθεί από μια απροσδόκητη συστροφή στην πλοκή. Θα υπονομευόταν επίσης η εικόνα της ΕΕ ως εγγυητή της ειρήνης και της σταθερότητας στην Ευρώπη. Για τον λόγο αυτό, η σημερινή κατάσταση στην Ισπανία θα μπορούσε τελικά να αποτελέσει ακόμα μεγαλύτερη πρόκληση για την ΕΕ από ό, τι το Brexit.
Προς το παρόν, ωστόσο, η ΕΕ φαίνεται να έχει λίγες εναλλακτικές λύσεις από το να παρακολουθεί ανήμπορη. Κατά την πρόσφατη σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συγκεντρώνει τους αρχηγούς των κυβερνήσεων των 28 χωρών της ΕΕ, η Άνγκελα Μέρκελ προσπάθησε να ξεκινήσει μια συζήτηση για την Καταλονία. Ωστόσο, η γερμανίδα καγκελάριος αγνοήθηκε από τον πρωθυπουργό της Ισπανίας, Μαριάνο Ραχόι, και κανένας από τους άλλους ηγέτες δε θέλησε να πιέσει το θέμα.
Το περιστατικό υπογράμμισε το γεγονός ότι – παρά τις κατηγορίες των βρετανών κριτικών της – η ΕΕ δεν είναι ο εχθρός των ευρωπαϊκών εθνών. Αντίθετα, είναι μια λέσχη εθνικών κρατών. Η Ισπανία, σε αντίθεση με την Καταλονία, είναι μέλος του συλλόγου, με θέση στο τραπέζι στα βασικά θεσμικά όργανα της ΕΕ. Έτσι, ενώ αρκετοί ευρωπαίοι ηγέτες έχουν προσωπικές αμφιβολίες σχετικά με το χειρισμό της κρίσης από την ισπανική κυβέρνηση, θεωρώντας ότι είναι βαρύς, είναι απρόθυμοι να εκφράσουν δημοσίως τις ανησυχίες τους. Ορισμένα από τα άλλα έθνη γύρω από το τραπέζι, κυρίως το Βέλγιο και η Ιταλία, φοβούνται επίσης να ενθαρρύνουν τα δικά τους αυτονομιστικά κινήματα.
Η ΕΕ είχε τη δόση της σε κρίσεις εμπιστοσύνης κατά τα τελευταία πέντε χρόνια. Μετά την κρίση του ευρώ και το σοκ του Brexit, το ευρωπαϊκό εγχείρημα δεν έχει το περιθώριο για μια ακόμη υπαρξιακή πρόκληση στην Ισπανία.
Μέχρι την παρέλευση της ισπανικής κρίσης, το δίκτυο Βερολίνο-Βρυξέλλες-Παρίσι που κυριαρχεί στη νοοτροπία της ΕΕ είχε ένα πολύ καλό 2017. Το βασικό γεγονός ήταν η νίκη του Εμανουέλ Μακρόν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές τον Μάιο. Αυτό ταυτόχρονα αντιπροσώπευε μια ήττα για τον λαϊκισμό στην Ευρώπη, ενίσχυσε την ενότητα της ΕΕ απέναντι στο Brexit και έδωσε την υπόσχεση μιας συμφωνίας Μακρόν-Μέρκελ για την επανεκκίνηση της Ευρώπης.
Για την ελίτ της ΕΕ, η πρωταρχική πρόκληση είναι τώρα να εκμεταλλευτούν την ευκαιρία της προεδρίας του Μακρόν και να αναζωογονήσουν το ευρωπαϊκό σχέδιο μέσω μιας ανανεωμένης γαλλογερμανικής εταιρικής σχέσης. Αυτή η προοπτική κυριαρχεί στη σκέψη του επιτελείου των εμπειρογνωμόνων της ΕΕ, όπως αποκαλύφθηκε σε μια διάσκεψη στο Βερολίνο την περασμένη εβδομάδα. Αφιερώθηκαν ώρες στην προσεκτική συζήτηση των δυνατοτήτων μιας γαλλογερμανικής συμφωνίας. Αντιθέτως, η κρίση στην Ισπανία δεν αναφέρθηκε. Ούτε υπήρξε μεγάλη συζήτηση για την εξάπλωση του λαϊκισμού στην κεντρική Ευρώπη, με τις πρόσφατες εκλογές τόσο στην Τσεχία όσο και στην Αυστρία να ενισχύουν τις τύχες των ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων.
Τα ζητήματα που βρίσκονται στην καρδιά της γαλλογερμανικής σχέσης είναι σημαντικά και πολύπλοκα. Αλλά είναι επίσης ένα είδος βολικού καλύμματος, επειδή τα περιγράμματα της συζήτησης είναι τόσο γνωστά. Η κρίση της Καταλονίας είναι διαφορετική. Θέτει ζητήματα που οι περισσότεροι ειδικοί της ΕΕ απλά δεν ξέρουν πώς να αντιμετωπίσουν. Το ίδιο ισχύει και για την άνοδο του αντιδημοκρατικού λαϊκισμού στην Ανατολική Ευρώπη. Και θα μπορούσαν να υπάρξουν και άλλες παρόμοιες προκλήσεις. Οι εκλογές στην Ιταλία στις αρχές του επόμενου έτους θα μπορούσαν εύκολα να δουν περαιτέρω κέρδη για λαϊκίστικα και ευρωσκεπτιστικά κόμματα.
Με διαφορετικούς τρόπους, η Ισπανία, η Βρετανία, η Ιταλία, η Πολωνία, η Ελλάδα και το μεγαλύτερο μέρος της κεντρικής Ευρώπης αποκλίνουν τώρα δραματικά από αυτό που ήταν η ευρωπαϊκή νόρμα. Σε αυτό το σημείο μόνο οι σκανδιναβικές χώρες, η Ιρλανδία, η Μπενελούξ και οι δύο μεγάλες χώρες της Γαλλίας και της Γερμανίας μοιάζουν με έναν «ασφαλή χώρο» για το ευρωπαϊκό σχέδιο. Το ερώτημα που τίθεται για την ελίτ της ΕΕ είναι κατά πόσο η επανέναρξη της γαλλογερμανικής εταιρικής σχέσης είναι το αναπόφευκτο βήμα για τη διάσωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος – ή μια ενδοσκοπική αποφυγή άλλων, πιο κρίσιμων προβλημάτων.
Οι ηγέτες της Ευρώπης θα ήθελαν να αγνοήσουν την κρίση στην Ισπανία. Αλλά η ισπανική κρίση μπορεί να μην τους αγνοήσει.