Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπως είχαν προβλέψει οι περισσότεροι επενδυτές, ανακοίνωσε την Πέμπτη ότι θα αρχίσει να μειώνει τα νομισματικά κίνητρα μειώνοντας από 60 δισεκατομμύρια ευρώ σε 30 δισεκατομμύρια τις αγορές στοιχείων του ενεργητικού στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης που ξεκίνησε το 2015.
Όσο ξεκάθαρα κι αν το έχει σηματοδοτηθεί, η κίνηση για την απόσυρση των κινήτρων μπορεί να αποδειχθεί πρόωρη. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΚΤ έπραξε σωστά να πει ότι το πρόγραμμα αγοράς είναι ανοιχτό και να επιβεβαιώσει ότι, ακόμη και όταν ολοκληρωθεί, η τράπεζα θα περιμένει αρκετό καιρό ακόμη μέχρι να αυξήσει τα επιτόκια. Τους επόμενους μήνες, ο πρόεδρος της ΕΚΤ, Μάριο Ντράγκι, πρέπει να συνεχίσει να υπογραμμίζει ότι η τράπεζα θα αποφασίσει για τις μελλοντικές αγορές περιουσιακών στοιχείων με βάση τα εισερχόμενα οικονομικά στοιχεία και όχι την προγραμματισμένη και την ανακοινωθείσα ημερομηνίας λήξης.
Ένα πράγμα πρέπει να γίνει απολύτως σαφές. Αψηφώντας λανθασμένες προειδοποιήσεις για υψηλό πληθωρισμό, κατάρρευση νομίσματος και μεταβλητότητα της χρηματοπιστωτικής αγοράς, η ΕΚΤ έχει εμείνει στο QE και έχει εξυπηρετήσει καλά την οικονομία της ευρωζώνης.
Η ανάπτυξη αναμένεται να ανέλθει σε ρυθμούς που δεν έχουμε δει μετά από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Οι αγορές περιουσιακών στοιχείων και άλλες ανορθόδοξες παρεμβάσεις βοήθησαν την ανάκαμψη σε χώρες της περιφέρειας όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία που χτυπήθηκαν κατά τη διάρκεια της κρίσης του χρέους της ευρωζώνης. Ο κίνδυνος διαβρωτικού αποπληθωρισμού έχει μειωθεί σημαντικά. Το ευρώ, αν μη τι άλλο, είναι λίγο υπερβολικά ισχυρό.
Αν το QE αποτελούσε ένα μιας φοράς ασφαλιστήριο συμβόλαιο έναντι των έκτακτων περιστάσεων της κρίσης χρεογράφων της ευρωζώνης και του κινδύνου καταστροφικού αποπληθωρισμού, η στιγμή θα ήταν προφανώς τώρα σωστή για να το αποσύρει. Στην πράξη δεν είναι τόσο απλό. Δεδομένου ότι ο πληθωρισμός είναι πολύ χαμηλότερος από τον στόχο της ΕΚΤ παρά τα έτη ανάπτυξης, ο κόσμος έχει αλλάξει από τις ημέρες πριν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πόσο μακριά βρίσκεται σήμερα η οικονομία της ευρωζώνης από την πλήρη παραγωγική ικανότητα. Η ιδέα ότι η νομισματική πολιτική μπορεί να εξομαλυνθεί, χωρίς κανείς να έχει καλή ιδέα για το τι συνιστά το νέο φυσιολογικό, είναι πολύ επικίνδυνη.
Όπως συνέβη καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, ο κ. Ντράγκι αντιμετώπισε εσωτερική πίεση ώστε να μειώσει το QE από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν ήταν ποτέ άνετα με το πρόγραμμα. Η ανακοίνωση της Πέμπτης ήταν ένας καλός συμβιβασμός. Για να εξευμενίσει τα γεράκια, η ΕΚΤ μείωσε στο ήμισυ το πρόγραμμα αγοράς περιουσιακών στοιχείων. Αλλά με τη δέσμευση να αγοράσει ομόλογα έως τουλάχιστον τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους και να απέχει από την αύξηση των επιτοκίων «πολύ πέρα από τον ορίζοντα» του QE, η τράπεζα στην πραγματικότητα υποσχέθηκε ότι η πρώτη αύξηση των επιτοκίων δεν θα έρθει μέχρι αρκετά μέσα στο 2019 το νωρίτερο.
Μπορεί να είναι ότι τα προγράμματα QE, όπου πρωτοστάτησε η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και ακολουθούν η Τράπεζα της Αγγλίας, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Ιαπωνίας, αποδεικνύονται εκ των υστέρων ότι είναι εφάπαξ εμβολιασμοί για στις οικονομίες τους που πέφτουν σε ύφεση. Ωστόσο, είναι επίσης πολύ πιθανό, σε έναν κόσμο με χαμηλή ανάπτυξη και χαμηλό πληθωρισμό, να είναι ενθαρρυντικές ενέσεις στις οποίες οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής έχουν επανειλημμένα κάνει προσφυγή.
Ο κ. Ντράγκι, όπως και ο Μπεν Μπερνάνκι της Fed πριν από αυτόν, αξίζει πολλά εύσημα. Παρουσίασε πρώτος την επιχειρηματολογία για την ανορθόδοξη παρέμβαση της νομισματικής πολιτικής και στη συνέχεια την έθεσε σε εφαρμογή διαμέσου της δύσκολης πολιτικής της ευρωζώνης, αντιμετωπίζοντας τους επικριτές τόσο εντός της ΕΚΤ όσο και σε ορισμένα υπουργεία οικονομικών της ΕΕ.
Η ανακοίνωση της Πέμπτης έδειξε τόσο τους καρπούς των προσπαθειών του κ. Ντράγκι όσο και την ικανότητά του να αφήσει στην τράπεζα αρκετό χώρο για να κρατήσει την νομισματική πολιτική κατάλληλα χαλαρή για τα επόμενα χρόνια.