Δύο δείκτες καταδεικνύουν τη σοβαρότητα της οικονομικής πρόκλησης που αντιμετωπίζει ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας, Emmanuel Macron, ο οποίος ορκίστηκε την Κυριακή. Ο πρώτος είναι η τρέχουσα τάση ανάπτυξης.
Πριν από το 2008, η Γαλλία και η ευρωζώνη είχαν παρόμοιο ρυθμό ανάπτυξης. Τώρα η Γαλλία υστερεί σε σχέση με την αναπτυξιακή τάση της Ευρωζώνης η οποία “τρέχει” με ρυθμό 1,6%. Από το 2013 η γαλλική οικονομία έχει σημειώσει κατά μέσο όρο ανάπτυξη μόλις 1%, έναντι 2% πριν από την κρίση του 2008.
Ο άλλος δείκτης είναι το κατά κεφαλήν εισόδημα. Το κατά κεφαλήν εισόδημα της Γαλλίας κατάφερε να επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα μόλις το 2016. Συγκρίνετε με τη Γερμανία, η οποία πέτυχε το ίδιο επίπεδο το 2010, η Ιαπωνία το 2013, οι ΗΠΑ το 2014 και το Ηνωμένο Βασίλειο το 2015. Αυτή η επίμονη απουσία ανάπτυξης αποτέλεσε σημαντική πηγή δύναμης για τους λαϊκιστές υποψήφιους και ιδιαίτερα για το Εθνικό Μέτωπο της Marine Le Pen.
Αυτό που είναι σαφές είναι ότι η γαλλική οικονομία είναι πολύ λιγότερο ικανή σήμερα να συνέλθει από μια οικονομική επιβράδυνση από ό, τι κάποτε. Μετά τις δύο τελευταίες υφέσεις -την πρώτη πετρελαϊκή κρίση του 1974-1975 και την κρίση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1992-1993- η Γαλλία ανέκαμψε γρήγορα, όπως δείχνει το διάγραμμα που ακολουθεί.
Πώς ανακάμπτει η Γαλλία
Αθροιστική μεταβολή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μετά από κάθε ύφεση
Η τρέχουσα περίοδος διαφέρει για πολλούς λόγους. Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι πολιτικές λιτότητας που θεσπίστηκαν από το 2011, προκάλεσαν αβεβαιότητα και περιόρισαν τη ζήτηση στον τομέα της μεταποίησης. Οι εταιρείες επένδυσαν λιγότερο την περίοδο μετά την κρίση, με αποτέλεσμα να εξασθενίσουν το momentum της ανάπτυξης.
Η υποτονική ανάκαμψη της Γαλλίας είχε καταστροφικές συνέπειες για τα δημόσια οικονομικά, ενώ το γαλλικό χρέος πλησιάζει το 100% του ΑΕΠ. Παρέτεινε επίσης το πρόβλημα της ανεργίας της χώρας, με την ανεργία των νέων να είναι περίπου 25%.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ; Σε γενικές γραμμές, η ανάπτυξη μπορεί να συγκρατηθεί είτε από τα χαμηλά επίπεδα παραγωγικότητας είτε από τις ανεπαρκείς ώρες εργασίας. Ωστόσο, σε ό,τι αφορά τα μέτρα παραγωγικότητας, η Γαλλία ανέκαθεν τα κατάφερνε καλά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, το επίπεδο παραγωγικότητας της Γαλλίας είναι υψηλότερο από το αμερικανικό. Η αύξηση της παραγωγικότητας επιβραδύνθηκε από την κρίση του 2008, αλλά το ίδιο συνέβη και στις περισσότερες άλλες προηγμένες οικονομίες. Από το 2007, το προφίλ παραγωγικότητας της Γαλλίας είναι παρόμοιο με αυτό που παρατηρείται στη Γερμανία, στις ΗΠΑ ή την Ιαπωνία. Με άλλα λόγια, το χάσμα της ανάπτυξης δεν προκύπτει από το κενό στην παραγωγικότητα.
Ένας πιο πιθανός ένοχος είναι η αγορά εργασίας. Παντού, από τη Γερμανία έως την Ισπανία και την Ιταλία, ο αριθμός των ωρών εργασίας αυξήθηκε πρόσφατα εν μέσω αύξησης της συνολικής οικονομικής δραστηριότητας. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η πρόσφατη επιτάχυνση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ οφειλόταν κυρίως στις περισσότερες ώρες εργασίας και όχι στην αύξηση της παραγωγικότητας. Η μόνη εξαίρεση είναι η Γαλλία, όπου δεν σημειώθηκε αύξηση της εργασιακής δραστηριότητας.
Η άκαμπτη αγορά εργασίας της Γαλλίας μπορεί να προσφέρει ένα μαξιλάρι σε περίπτωση αρνητικού οικονομικού σοκ, καθώς η απόλυση των εργαζομένων είναι δύσκολη και δαπανηρή για τις επιχειρήσεις. Αλλά είναι πρόβλημα όταν η οικονομία αναπτύσσεται καθώς οι εταιρείες δεν καταφέρνουν να προσαρμοστούν αρκετά γρήγορα στην αυξανόμενη ζήτηση.
Οι κανόνες δεν είναι το μόνο πράγμα που εμποδίζουν αυτή την προσαρμογή. Οι περισσότεροι άνεργοι στερούνται προσόντων που ταιριάζουν στις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Το ποσοστό ανεργίας της Γαλλίας, σε περίπου 10%, δείχνει ότι αυτό το χάσμα δεξιοτήτων είναι βαθύ. Καθώς ο ελάχιστος μισθός στη Γαλλία είναι υψηλός σε σχέση με τη μέση αμοιβή, αυτό το επίπεδο ανεργίας θα παραμείνει έως ότου οι αιτούντες εργασία έχουν τις δεξιότητες για να ανταποκριθούν στη ζήτηση της αγοράς στο τρέχον μισθολογικό επίπεδο.
Η λύση είναι, εν μέρει, να καταστεί το εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας πιο περιεκτικό, ευέλικτο και προσαρμοστικό στις ανάγκες του σημερινού χώρου εργασίας. Ο πρόσφατος νόμος El Khomri επιτρέπει στις εταιρείες, μετά από συζήτηση με τα συνδικάτα, να προσλαμβάνουν και να απολύουν, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του επιχειρηματικού κύκλου. Η ασυμμετρία του νόμου προέρχεται από το γεγονός ότι δημιουργεί αβεβαιότητα για όσους απασχολούνται βάσει αυτού. Όσοι απολύονται τείνουν να παραμένουν άνεργοι για μεγάλο χρονικό διάστημα, ως αποτέλεσμα της γαλλικής αγοράς εργασίας των δύο ταχυτήτων, στην οποία υπάρχει υψηλό επίπεδο ασφάλειας για όσους έχουν μόνιμες συμβάσεις και ελάχιστη ασφάλεια για τους άλλους. Δεδομένου ότι οι μισθοί δεν προσαρμόζονται προς τα κάτω, ακόμη και άτομα με κατάλληλα προσόντα μπορεί να παραμείνουν εκτός αγοράς εργασίας για μεγάλες περιόδους όταν η οικονομία δεν αναπτύσσεται δυναμικά ή η δραστηριότητα στους κλάδους τους επιβραδύνεται.
Τα καλά νέα είναι ότι ο Macron αντιλαμβάνεται τη ρίζα του προβλήματος. Το πρόγραμμά του επιδιώκει να εξασφαλίσει καλύτερη ισορροπία μεταξύ ασφάλειας και ευελιξίας. Θέλει να μεταρρυθμίσει το εκπαιδευτικό σύστημα της Γαλλίας ώστε να καταστεί λιγότερο αυστηρό και να προσφέρει περισσότερες επαγγελματικές ευκαιρίες. Εκεί που οι προηγούμενοι Πρόεδροι προσπάθησαν πειραματικά να επιδιορθώσουν το σύστημα, ο Macron έχει υποσχεθεί πραγματικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αν τα καταφέρει, θα έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα στην κατεύθυνση γεφύρωσης του χάσματος που έκανε τους λαϊκιστές υποψηφίους ελκυστικούς στα μάτια όσων δεν έχουν ευκαιρίες.
Φυσικά δεν θα είναι εύκολο. Υπάρχει μια πολύ μεγάλη και εδραιωμένη γραφειοκρατία που θα καταβάλει κάθε προσπάθεια να διατηρήσει το status quo. Αυτό καθιστά εξαιρετικά σημαντικό το χρονοδιάγραμμα. Ο Macron πρέπει να εκμεταλλευτεί το σημερινό ισχυρό οικονομικό momentum -και την προσωπική του περίοδο μέλιτος- για να προχωρήσει γρήγορα στις μεταρρυθμίσεις του, εάν θέλει να απεγκλωβίσει τη Γαλλία από την παγίδα χαμηλής ανάπτυξης και να διασφαλίσει ότι η κληρονομιά του θα ευθυγραμμιστεί με τις υποσχέσεις που έδωσε.