Η Τράπεζα Αττικής στο conference call για τα αποτελέσματα του 2024 εξήγησε ότι θα συνεχίσουν να επιδιώκουν την ίδια στρατηγική, με κύρια εστίαση να παραμένει ο τομέας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ), αλλά ταυτόχρονα θα ψάχνουν ευκαιρίες για ανάπτυξη στον τομέα της λιανικής.
Ως εκ τούτου, οι επενδύσεις του δικτύου καταστημάτων και των ψηφιακών δυνατοτήτων παραμένουν στο επίκεντρο. Επίσης, η Τράπεζα Aττικής θα συνεχίσει να είναι παρούσα στον τομέα των μεγάλων επιχειρήσεων, αλλά και σε άλλους τομείς.
Η CEO κ. Ελένη Βρεττού επισήμανε την ανάπτυξη αλλά και την ανάκτηση μεριδίων αγοράς για την τράπεζα, καθώς εξασφάλισε καθαρή επέκταση που φθάνει τα 950 εκατομμύρια έναντι 10,5 δισεκατομμυρίων για το σύνολο της αγοράς. Οι καταθέσεις είναι πάνω από 6,1 δισεκατομμύρια και αυτό δείχνει το ισχυρό προφίλ ρευστότητας.
Η εκτέλεση ενός εξαιρετικά περίπλοκου σχεδίου συγχώνευσης και η αύξηση κεφαλαίου θα οδηγήσει από τα 50 εκατομμύρια καθαρά κέρδη προ προβλέψεων του 2024 σε πάνω από 280 εκατ. ευρώ το 2027. Παράλληλα, η Τράπεζα Aττικής στοχεύει σε δείκτη αποδοτικότητας ενσώματων ιδίων κεφαλαίων άνω του 20% και σε δείκτη κόστους προς έσοδα χαμηλότερα από 40%.
Προτεραιότητα για φέτος για την Τράπεζα Aττικής είναι η ολοκλήρωση της λειτουργικής συγχώνευσης και στοχεύει να ολοκληρώσουν την ενοποίηση όλων των συστημάτων και λειτουργιών το αργότερο μέχρι τον Δεκέμβριο του 2025. Εφόσον επιτευχθεί ο σχεδιασμός, θα αποτελεί χρόνο-ρεκόρ, δεδομένου ότι κανονικά τέτοιες ενοποιήσεις θα χρειάζονταν περισσότερα από 2 χρόνια για να ολοκληρωθούν.
Η Τράπεζα θα συνεχίσει να εστιάζει τις προσπάθειές της στη μείωση του υψηλού κόστους με την τήρηση του χρονοδιαγράμματος. Μετά τη συγχώνευση, οι εργαζόμενοι ανέρχονται σε 1.468 και τα υποκαταστήματα σε 86. Η Τράπεζα σκοπεύει να αναλάβει εντός του 2025 ένα νέο μοντέλο λειτουργίας, με τον εξορθολογισμό του αποτυπώματός της.
Σε πρώτη φάση, η Τράπεζα έχει ήδη δρομολογήσει το κλείσιμο υποκαταστημάτων, με στόχο τη μείωσή τους σε 65, με πρόσθετα 5 επιχειρηματικά κέντρα. Μαζί με το κλείσιμο των υποκαταστημάτων, έχει επίσης δρομολογηθεί ένα παράλληλο σχήμα εξόδου. Επίσης, έχουν ήδη ξεκινήσει τον σχεδιασμό των νέων ψηφιακών δυνατοτήτων και ελπίζουν να αρχίσουν να εκτελούν αυτά τα φιλόδοξα σχέδια αργότερα, στο τέταρτο τρίμηνο του 2025.
Τέλος, αναφορικά με τη συγχώνευση και τα οφέλη της, δημιουργείται σημαντική αξία που απορρέει από τις συνέργειες που συνδέονται με τη συγχώνευση. Οι συνέργειες αναμένεται να ξεπεράσουν τα 30 εκατ. ευρώ τα επόμενα δύο χρόνια ενώ το συνολικό κόστος αναδιάρθρωσης και μετασχηματισμού (συμπεριλαμβανομένου του rebranding) εκτιμάται σε περίπου 85 εκατ. ευρώ, ισομερώς κατανεμημένα μεταξύ των 2025 και 2026.