Μπορεί το Μέγαρο Μαξίμου να επιμένει ότι το ταμείο της διακυβέρνησης θα γίνει στο τέλος της κυβερνητικής θητείας, επιλέγοντας προσώρας να εμφανίζει το ποτήρι μισογεμάτο (με υποσχέσεις στους πολίτες ότι θα το… γεμίσει), ωστόσο δεν κινείται μόνο με τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό του. Αντίθετα, το κέντρο βάρους θα βρίσκεται για τους επόμενους μήνες – εν αναμονή και της αναδιαμόρφωσης του αντιπολιτευτικού σκηνικού λόγω των εξελίξεων σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ – στο βραχυπρόθεσμο σχέδιο. Σε εκείνο, δηλαδή, που έχει στην προμετωπίδα τις «κοινωνικές» πολιτικές και πτυχές της καθημερινότητας. Κι αυτό σε συνδυασμό με την έμφαση, ξανά, σε κεφάλαια που ιεραρχήθηκαν ψηλά στην ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης, όπως το Μεταναστευτικό και η άμυνα. Οχι μόνο γιατί αυτά αγγίζουν πάντα τις ευαισθησίες του παραδοσιακά νεοδημοκρατικού κοινού, αλλά επιπλέον γιατί θεωρείται ότι μπορούν να δώσουν… πόντους στο πρωθυπουργικό προφίλ «αποφασιστικότητας» και ότι συνοδεύονται από θετικό κυβερνητικό απολογισμό.
Συνολικά πάντως αποτυπώνεται η δυσκολία της κυβερνητικής παράταξης να κάνει το μεγάλο βήμα ανάκαμψης ύστερα από το αναπάντεχο αποτέλεσμα της ευρωκάλπης, ενώ δύσκολα σταματά η μουρμούρα της κομματικής βάσης. Εξού και το πρωθυπουργικό περιβάλλον επιλέγει επικοινωνιακά την ηπιότητα έως ελεγχόμενες υποσχέσεις, ιδίως προς τα κοινά που ενδιαφέρουν τη ΝΔ. Ενδεικτικές οι αναφορές του Κυριάκου Μητσοτάκη (Talk Radio 98,9) για τους ένστολους και για το στεγαστικό. «Κάναμε μια μικρή κίνηση, είναι λογικό να περιμένει κανείς ότι όταν και του χρόνου, όταν τα πράγματα είναι καλύτερα, θα μπορούμε να προσβλέπουμε σε μεγαλύτερη αύξηση» είπε στο φόντο των αντιδράσεων των ένστολων για το νυχτερινό επίδομα, ενώ για το αναμενόμενο πρόγραμμα «Σπίτι μου 2» άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να διευρυνθούν τα κριτήρια «στο μέτρο του κοινωνικά λογικού».
Σε ό,τι αφορά την ακρίβεια, αυτή λειτουργεί ως… μαύρη τρύπα για τα δημοσκοπικά ποσοστά της κυβερνητικής αποτελεσματικότητας. Ο Πρωθυπουργός παραδέχθηκε ότι «οι αυξήσεις των μισθών σε μεγάλο βαθμό έχουν εξουδετερωθεί από την ακρίβεια» και επανέλαβε τις δεσμεύσεις για κατώτατο μισθό 950 ευρώ και μέσο μισθό 1.500 ευρώ στο τέλος της δεύτερης τετραετίας: «Ο σκοπός είναι να αντιμετωπίσουμε δομικά και να στηρίξουμε το διαθέσιμο εισόδημα απέναντι σε τιμές οι οποίες είναι πιο αυξημένες».