Θα έρθει μια μέρα που φορώντας μαύρα γυαλιά και χτυπώντας τα ίχνη μας με μπαστούνια τυφλών θα διαδηλώσουμε για όσα αρνηθήκαμε να δούμε.
Συνάδελφοι,
Στην Εθνική Τράπεζα η μετάβαση στη ψηφιακή – ρομποτική εποχή συνεχίζεται με γοργούς ρυθμούς, όμως το εργασιακό περιβάλλον της μεταβάλλεται καθημερινά προς το δυσμενέστερο, ενώ ένα μεγάλο μέρος του προσωπικού της αντιμετωπίζεται πλέον ως «παρωχημένης» αντίληψης και «παλαιάς κοπής», με μοναδικό γνώμονα τη σχέση εργασίας του με τον εργοδότη και όχι την ηλικία ή την εμπειρία και τις δεξιότητές του.
Αν, δηλαδή, ανήκει στο ενταγμένο προσωπικό, κατατάσσεται αυτόματα στις παραπάνω κατηγορίες, ενώ αν προέρχεται από τη μεγάλη «οικογένεια» των συμβούλων/συνεργατών, αυτόματα θεωρείται «φιλικότερο» προς τον εργοδότη, αφού οι υποχρεώσεις του προς αυτούς εξαντλούνται στα προβλεπόμενα του συμβολαίου τους.
Το τελευταίο χρονικό διάστημα πολλά Καταστήματα κλείνουν ή συγχωνεύονται, με αποτέλεσμα εκατοντάδες συνάδελφοι να βρίσκονται κυριολεκτικά στον αέρα και να μη γνωρίζουν ούτε που, ούτε σε ποιο αντικείμενο θα απασχοληθούν αύριο.
Την ίδια στιγμή η Διοίκηση διαχειρίζεται με δεξιοτεχνία τους φόβους και την ανασφάλειά τους, προκειμένου να τους οδηγήσει στο πρόγραμμα της εθελούσιας εξόδου. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται πιθανόν και η συνεχής μείωση των θέσεων στους ανώτατους βαθμούς, καθώς και η κωλυσιεργία στην υλοποίηση των Προαγωγών, των Τοποθετήσεων και των Εντάξεων – Μετατάξεων. Διότι, όπως όλα δείχνουν, ο στόχος είναι το φυτώριο και η εξέλιξη των στελεχών της Εθνικής Τράπεζας, το οποίο κυριαρχούσε στην τραπεζική αγορά για πολλές δεκαετίες, τόσο με τις γνώσεις και τις δεξιότητές του, όσο και με τις εμπειρίες του.
Η Τράπεζα δυστυχώς αλλάζει πορεία και στόχους, επιλέγοντας να ακολουθήσει μια κατεύθυνση εντελώς διαφορετική από που αυτή ακολουθούσε όλα τα χρόνια, από την ίδρυσή της έως σήμερα. Έπαψε πλέον να θυμίζει το μεγάλο πιστωτικό Ίδρυμα που είχε διαρκή συμβολή και παρουσία, τόσο στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας, όσο και στην ευημερία της κοινωνίας, καθώς μετατρέπεται σιγά – σιγά σε απρόσωπη χρηματοπιστωτική επιχείρηση, που ο μοναδικός της σκοπός είναι το κέρδος, η ευημερία των αριθμών και των υψηλόβαθμων στελεχών της.
Στο πλαίσιο αυτό πολλοί συνάδελφοι, επηρεασμένοι αρνητικά από αυτές τις εξελίξεις και τη νέα εταιρική κουλτούρα συμπεριφοράς, επέλεξαν να συμμετάσχουν στα προγράμματα των εθελούσιων εξόδων, θέτοντας αρκετές φορές σε κίνδυνο τα ώριμα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Η θέση του Συλλόγου μας δεν είναι αρνητική για τη συμμετοχή των συναδέλφων στην Εθελούσια, φτάνει βέβαια να πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις του συνταξιοδοτικού τους ορίου ή έστω να προσεγγίζουν.
Υπολογίζεται ότι τα τελευταία χρόνια αποχώρησαν από την Εθνική Τράπεζα – άτακτα, χωρίς κανέναν σχεδιασμό – περισσότεροι από πέντε χιλιάδες συνάδελφοι, προκαλώντας τεράστια προβλήματα λειτουργίας, τόσο στην Τράπεζα, η οποία έχασε εξαιρετικά ικανά και αξιόπιστα στελέχη, όσο και στους Ασφαλιστικούς Οργανισμούς του Προσωπικού, που στερήθηκαν των εισφορών τους και τέθηκε σε κίνδυνο η βιωσιμότητά τους.
Αυτή η εξέλιξη αποτέλεσε χρυσή ευκαιρία για τη Διοίκηση, η οποία εκμεταλλευόμενη τις συνθήκες, που η ίδια διαμόρφωσε, αμφισβήτησε ευθέως πάγιες και διαρκείς υποχρεώσεις της, προκειμένου να απαλλαγεί δια παντός από αυτές, ώστε να εγγράψει περισσότερα κέρδη στους ισολογισμούς της και να ξεφύγει από χρόνιες δεσμεύσεις της, σε βάρος βέβαια των εργαζομένων.
Υπηρετώντας με συνέπεια και υπομονή ένα σχέδιο, από τις αρχές περίπου της τρέχουσας δεκαετίας, με πρόσχημα την κρίση, κατάφερε να δημιουργήσει ρήγματα στις εργασιακές σχέσεις, με τη μέθοδο των εργαζομένων «πολλών ταχυτήτων» (ενταγμένοι στον κανονισμό, ενοικιαζόμενοι, ειδικοί συνεργάτες, σύμβουλοι κλπ), πετυχαίνοντας λίγα χρόνια αργότερα (προφανώς με την ανοχή/αδράνεια ή και συμμετοχή εκ των έσω), να θέσει σε αμφισβήτηση το σύνολο σχεδόν τον εργασιακών και θεσμικών μας κατακτήσεων.
Ο Σύλλογός μας αντέδρασε πολλές φορές εναντίον αυτής της καταστροφικής λογικής, προειδοποιώντας για τις συνέπειες που θα είχε στο μέλλον, τόσο για την ίδια την Τράπεζα, όσο και για τους εργαζόμενούς της. Κατήγγειλε βέβαια και όσους την υπερασπίστηκαν ή την ανέχτηκαν προσδοκώντας ή αποκομίζοντας «μικροοφέλη» για τις «υπηρεσίες» τους, όπως έχει καταγραφεί και από τα γεγονότα που ακολούθησαν, μέχρι σήμερα.
Η Τράπεζα κατάφερε σε μεγάλο βαθμό να πετύχει το σκοπό της, που δεν ήταν άλλος από τη συνεχόμενη προσπάθειά της να απαξιώσει το σύνολο του Συνδικαλιστικού Κινήματος στα μάτια των συναδέλφων, ώστε να μπορέσει, χωρίς ιδιαίτερες αντιδράσεις, να προχωρήσει στο τελικό της χτύπημα, το οποίο θα επέλθει μετά την πρόσφατη απαίτησή της να αλλάξει τον υπάρχοντα Κανονισμό Εργασίας.
Η πρόθεσή της είναι να «νομιμοποιήσει» και να παγιώσει τη σημερινή πραγματικότητα (για να μην έχει και προβλήματα με την Επιθεώρηση Εργασίας), εντάσσοντας στο νέο Κανονισμό όλους τους εργαζόμενους που πληρώνονται από τον ίδιο εργοδότη (εξαιρώντας βέβαια, όπως κάνει πάντα, τους ενοικιαζόμενους), καταργώντας ταυτόχρονα το υπάρχον μισθολόγιο και βαθμολόγιό μας, το οποίο εγγυάται τουλάχιστον μια στοιχειώδη εξέλιξη, σύμφωνα με τα χρόνια υπηρεσίας και την εργασιακή εμπειρία του καθενός μας.
Είναι πολύ πιθανόν και σε αυτή της την προσπάθεια να έχει βρει ήδη «φιλικούς» και «πρόθυμους» συνομιλητές, αφού οι αντιδράσεις που έχουν καταγραφεί μέχρι στιγμής για το ζήτημα χαρακτηρίζονται από ανύπαρκτες έως φιλικές/συγκαταβατικές.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν εύκολα, σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ποια θα είναι τα εργασιακά χαρακτηριστικά της «επόμενης» μέρας και αναρωτιόμαστε:
Θα βρεθούν «πρόθυμοι» από την πλευρά του Συνδικαλιστικού Κινήματος, που θα συναινέσουν με την υπογραφή τους στην αλλαγή του Κανονισμού, με τον τρόπο που επιθυμεί η Διοίκηση?
Οι πρόσφατες παρεμβάσεις μας στην Επιθεώρηση Εργασίας, για το θέμα της καταστρατήγησης του Κανονισμού Εργασίας και τις παράτυπες τοποθετήσεις Ειδικών Συνεργατών σε Οργανικές Θέσεις, «πάγωσαν» με παρέμβαση του τότε Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Εργασίας, ο οποίος ως αιτιολογία επικαλέστηκε τις συνομιλίες που είχε ξεκινήσει, για το ίδιο θέμα, με το αντιπροσωπευτικότερο Σωματείο.
Η δέσμευσή του για ενημέρωσή μας, μετά το πέρας των επαφών τους, χάθηκε στη μετάφραση, μαζί με τις ανακοινώσεις του αντιπροσωπευτικότερου, σχετικά με το αποτέλεσμα αυτών των συζητήσεων και τις κυρώσεις ή μη, εναντίον της Τράπεζας.
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας που πέρασε και κυρίως την περίοδο αιχμής της κρίσης, ως εργαζόμενοι, στηρίξαμε με όλες μας τις δυνάμεις την Εθνική Τράπεζα, υπηρετώντας με πάθος το σύνθημα της Διοίκησης, που μας προέτρεπε να αγωνιστούμε «Για τη φανέλα της Εθνικής», προκειμένου να βγει δυνατή ξανά από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε.
Προσδοκούσαμε βέβαια και σε αντίστοιχη αντιμετώπιση από την πλευρά της Τράπεζας. Όχι να μας χαρίσει κάτι, απλά, να αναγνωρίσει την προσπάθεια και να σταθεί δίπλα μας όταν ξεπεραστεί το πρόβλημα.
Οι αλλαγές στον ασφαλιστικό νόμο όμως αύξησαν κατακόρυφα τα όρια συνταξιοδότησής μας, προσθέτοντας, σε πολλές περιπτώσεις, μέχρι και δέκα χρόνια εργασίας παραπάνω στους εργαζόμενους. Τότε, αντί η Τράπεζα να διερευνήσει λύσεις που θα βοηθούσαν προς την κατεύθυνση της ομαλής ολοκλήρωσης του εργασιακού μας βίου, άρχισε να μας «σπρώχνει» έντεχνα προς την έξοδο, χωρίς καμία αναγνώριση της προσπάθειάς μας, εγκαινιάζοντας με αυτόν τον τρόπο νέα ήθη και έθιμα διακυβέρνησης.
Τι άλλο θα πρέπει λοιπόν να θυσιάσουμε συνάδελφοι, μετά από δύο, τρεις και τέσσερις δεκαετίες εργασίας και καταβολής αυξημένων ασφαλιστικών εισφορών? Όλες οι κατακτήσεις μας τέθηκαν σε αμφισβήτηση, με πρώτη το Λογαριασμό Αποκατάστασης Τέκνων, ήδη από το 2008.
Οι συνάδελφοι που συμμετέχουν στις εθελούσιες εξόδους και δεν συνταξιοδοτήθηκαν άμεσα, έχασαν την παροχή και τους επιστράφηκαν μόνο οι εισφορές τους, χάνοντας σημαντικά ποσά.
Όλες οι μέχρι σήμερα εκκλήσεις και προτάσεις μας για την επίλυση του προβλήματος χάθηκαν στους διαδρόμους του πολυδαίδαλου κτηρίου της Διοίκησης (από τον Άννα στον Καϊάφα). Αν όμως ο σχεδιασμός της Εθελούσιας είχε γίνει από στελέχη προερχόμενα από την Τράπεζα, τέτοια ζητήματα δεν θα είχαν παρατηρηθεί και η συμμετοχή στο πρόγραμμα θα ήταν μεγαλύτερη.
Ας μη ξεχνάμε, επίσης, ότι πέραν των μνημονικών περικοπών, στο διάστημα αυτό, επωμιστήκαμε και το οικονομικό κόστος από τον περίφημο «επαναπροσδιορισμό του μισθολογικού κόστους», που συμφώνησε το αντιπροσωπευτικότερο Σωματείο με την Τράπεζα, παρά τις διαφωνίες μας τότε (ΣΣΕ – Αύγουστος 2012), καταγράφοντας μειώσεις των αποδοχών, οι οποίες έφτασαν – κατά περίπτωση – έως και 35%,
Είναι οι ίδιοι, που λίγο αργότερα ψήφιζαν την αναδρομική περικοπή του εφάπαξ, ενώ εμείς φωνάζαμε για την αδικία σε βάρος των συναδέλφων. Τώρα όμως, που δικαιώθηκαν οι 572 συνάδελφοι στα δικαστήρια και είναι υποχρεωμένο το Ταμείο (και όχι η Τράπεζα, όπως έντεχνα διαδίδουν κάποιοι) να τους καταβάλλει τα ποσά που τους αναλογούν, που θα βρεθούν τα χρήματα? Τι λένε όλοι αυτοί, που τότε, σε αγαστή συνεργασία με ανώτατα στελέχη της Διοίκησης, ανέμιζαν ως παντιέρα την αναλογιστική μελέτη της Ernst & Young και κομπορρημονούσαν λέγοντας, ότι το πρόβλημα της Αυτασφάλειας αντιμετωπίσθηκε ριζικά και με ορίζοντα βιωσιμότητας τουλάχιστον μέχρι την επόμενη τριακονταπενταετία. Σήμερα, μόλις έξι χρόνια αργότερα έχουν την ίδια άποψη? Ισχύουν ακόμη τα συμπεράσματα και οι παραδοχές της αναλογιστικής μελέτης που πραγματοποίησε τότε Ernst & Young?
Η ίδια τακτική ακολουθήθηκε και στην περίπτωση του ΛΕΠΕΤΕ. Η Τράπεζα, με «σύμμαχο» το νόμο 3371/2005, ο οποίος οδήγησε υποχρεωτικά τους καινούργιους εργαζόμενους στο Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), άφησε να διογκωθεί το πρόβλημα και να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις με τις συνεχόμενες εθελούσιες εξόδους, χωρίς να αναζητήσει βιώσιμες λύσεις. Στη συνέχεια με τη μέθοδο του «ξαφνικού θανάτου» σταμάτησε τη χορήγηση της παροχής, οδηγώντας σε αδιέξοδο χιλιάδες συνταξιούχους, αλλά και εν ενεργεία συναδέλφους, που συνέχισαν και συνεχίζουν ακόμη να καταβάλλουν εισφορές στο ΛΕΠΕΤΕ. Ας βγει επιτέλους η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας να καταθέσει τις προτάσεις της, όπως έχει δεσμευτεί κατ’ επανάληψη από το 2017, για την επίλυση του προβλήματος.
Ακόμη μεγαλύτερο παρατηρείται το οικονομικό κόστος για το Ταμείο Υγείας, το οποίο κατέγραψε και συνεχίζει να καταγράφει τεράστιες απώλειες εσόδων από τις εισφορές που εισέπραττε από τη χορήγηση του Λογαριασμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ). Και στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αντίδραση του αντιπροσωπευτικότερου Συλλόγου χαρακτηρίζεται τουλάχιστον από παθητική «χαλαρότητα». Το πρόβλημα παραμένει σε αδιέξοδο, ενώ χιλιάδες συνάδελφοι συνεχίζουν να καταβάλουν εισφορές, χωρίς να γνωρίζουν αν θα τους χορηγηθεί η παροχή με τη συνταξιοδότησή τους.
Για το θέμα του Λογαριασμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ), ο Σύλλογός μας, ο οποίος να σημειωθεί, ότι συμμετέχει, βάσει της ιδρυτικής διακήρυξης του 1949, στη Διαχειριστική του Επιτροπή, έχει αγωνιστεί σε όλα τα επίπεδα (συνδικαλιστικά, νομικά, δικαστικά κλπ), καταθέτοντας προτάσεις και προτείνοντας λύσεις που θα έβαζαν τέλος στο αδιέξοδο του προβλήματος. Δυστυχώς, οι εξελίξεις έδειξαν ότι σε ορισμένους (ένθεν κακείθεν) δεν άρεσαν οι πρωτοβουλίες μας και προσπάθησαν να μας αποκλείσουν με κάθε τρόπο από παντού. Έφτασαν μάλιστα στο σημείο να πραγματοποιήσουν συσκέψεις με εκπροσώπους τόσο της προηγούμενης, όσο και την νυν Κυβέρνησης, καθώς και με άλλους επίσημους φορείς, χωρίς να μας καλέσουν να συμμετάσχουμε. Με ποιο δικαίωμα άραγε, τι ήθελαν και τι προσπαθούσαν να κρύψουν από τους συναδέλφους μας?
Το ζήτημα του Λογαριασμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ) μας αφορά όλους, αφού η απρόσκοπτη καταβολή του θα μας εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή διαβίωση, όταν συνταξιοδοτηθούμε και δεν θα έχουμε άλλη προσδοκία εισοδήματος. Δηλώνουμε, λοιπόν, προς κάθε κατεύθυνση, ότι δε θα ανεχτούμε κρυφές συμφωνίες κάτω από το τραπέζι και ούτε θα επιτρέψουμε σε κανέναν να κάνει προσωπικά παιχνίδια σε βάρος των εργαζομένων/δικαιούχων του Λογαριασμού.
Οι συνέπειες της μη καταβολής του, όπως αναφέραμε και προηγουμένως, διαμόρφωσαν επίσης ένα εξαιρετικά δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και στο Ταμείο Υγείας (ΤΥΠΕΤ).
Στα ήδη υπάρχοντα προβλήματα που αντιμετώπιζε, προστέθηκαν και οι μειώσεις εσόδων από τις εισφορές του Λογαριασμού Επικούρησης (ΛΕΠΕΤΕ), ενώ η συνεχόμενα αυξητική τάση του γενικότερου οικονομικού και λειτουργικού κόστους στον τομέα της υγείας παγκοσμίως (φάρμακα, νοσήλια, έρευνα, εκπαίδευση, μηχανήματα, επιστημονικό προσωπικό κλπ), επιδεινώνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση, με δυσοίωνες προβλέψεις για την μελλοντική του πορεία.
Η Διοίκηση του Ταμείου, παρά τις προσδοκίες που δημιούργησε προεκλογικά, έχει επιλέξει ένα συγκεντρωτικό και προσωποπαγές διοικητικό μοντέλο, το οποίο υπακούει στη γνωστή ρήση του «ενός ανδρός αρχή» (γυναικός στην προκειμένη περίπτωση), που (με τις ευλογίες και του αντιπροσωπευτικότερου Σωματείου), αντί να διεκδικήσει δυναμικά από την Τράπεζα την επίλυση του προβλήματος, προσπαθεί να διαχειριστεί την κατάσταση με προσωπικές επαφές και συμφωνίες, οι οποίες έχουν αποφέρει μέχρι στιγμής πολλές υποσχέσεις, αρκετά φιλικά χτυπήματα στην πλάτη και ορισμένα «φιλοδωρήματα» από τον εργοδότη.
Όμως η βιωσιμότητα του Ταμείου Υγείας δεν μπορεί να στηριχθεί σε «δωράκια», «καθρεφτάκια» και «χάντρες» για ιθαγενείς, ούτε φυσικά με παρωχημένες συνδικαλιστικές πρακτικές του παρελθόντος. Τελευταία μάλιστα, όπως μαθαίνουμε, αποφάσισε να δέχεται στο «Υγείας Μέλαθρον» και ασθενείς του Ε.Ο.Π.Υ.Υ., προκειμένου να μειώσει τα κόστη λειτουργίας του. Ελπίζουμε να είναι έτσι, και η απόφασή της να μην αποτελεί έμμεση παράδοση του Ταμείου στον Εθνικό Οργανισμό Υγείας (ΕΟΠΥΥ). Οψόμεθα!
Πάντως, η κατάσταση θυμίζει έντονα την εποχή που, πρωτοκλασάτα στελέχη του χώρου μας, προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι το κλείσιμο του Συνεταιρισμού θα αποτελέσει την αρχή ενός νέου, καλύτερου και φτηνότερου μοντέλου πρόσβασης στην αγορά καταναλωτικών αγαθών, για την εξυπηρέτηση των συναδέλφων. Τα συμπεράσματα δικά σας.
Συνάδελφοι,
Σε μερικούς μήνες από σήμερα θα συμπληρωθούν δέκα χρόνια από την εποχή που η χώρα μας εισήλθε στη δίνη ενός μεγάλου πιστωτικού γεγονότος, το οποίο έμελλε να επιδράσει αρνητικά σε όλους τους τομείς της οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής μας πραγματικότητας.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στην αγορά κατοικίας των ΗΠΑ το 2007, επέδρασσε καταλυτικά και στη δική μας οικονομία, αφού (μετά την αρχική μας αμηχανία και αδράνεια) μετέτρεψε την κρίση ρευστότητας που ακολούθησε, σε κρίση δημοσίου χρέους.
Η αδυναμία/αστοχία μας να αναγνώσουμε τον επερχόμενο κίνδυνο, το 2008 και να προβούμε άμεσα στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, οδήγησε λίγο αργότερα στη λήψη μιας σειράς κατακλυσμιαίων μέτρων, καθώς και στην επίκληση της οικονομικής συνδρομής, τόσο της Ε.Ε., όσο και του Δ.Ν.Τ., προκειμένου να αποφευχθεί η κατάρρευση της οικονομίας μας.
Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε, η Εθνική Τράπεζα – παρά το γεγονός ότι δεν ήταν εκτεθειμένη σε διεθνή «τοξικά» προϊόντα και σε μεγάλες επισφάλειες – κλήθηκε να αντιμετωπίσει χρόνιες στρεβλώσεις και παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, που δεν της αναλογούσαν.
Στην προσπάθεια αυτή, κατά την εκτίμησή μας, ξεκίνησε να εφαρμόζεται και ένα παράλληλο σχέδιο, το οποίο υπηρετούσε αλλότριες πολιτικές, που επιθυμούσαν, στο πλαίσιο του διεθνούς νεοφιλελευθερισμού και της νέας τάξης πραγμάτων, το ξήλωμα των εργασιακών και κοινωνικών μας κατακτήσεων και τη μετατροπή των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, σε αναλώσιμους μιας χρήσης, ενώ ταυτόχρονα στόχευαν και στην απαξίωση και αποδυνάμωση του συνδικαλιστικού τους κινήματος.
Δυστυχώς, βρήκαν πολλούς «πρόθυμους» να τους βοηθήσουν προς όλες (και από όλες) αυτές τις κατευθύνσεις. Τα οικονομικά εύρωστα Ταμεία μας (με τα όποια προβλήματά τους, τα οποία όμως ήταν διαχειρίσιμα), δέχτηκαν απανωτά χτυπήματα, είτε με τη μέθοδο του PSI, που εκμηδένισε τα περιουσιακά τους στοιχεία, είτε με την απευθείας αμφισβήτηση των Διοικήσεων να εξυπηρετήσουν πάγιες και διαρκείς υποχρεώσεις της Τράπεζας, έναντι του προσωπικού της.
Οι συνάδελφοι, κουρασμένοι και ζαλισμένοι από τα απανωτά χτυπήματα και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, έχασαν τον προσανατολισμό και την εμπιστοσύνη τους, τόσο προς το θεσμικό, όσο και προς το πολιτικό μας σύστημα και απογοητευμένοι μετατράπηκαν σε εύκολη λεία ενός σχεδίου που επιθυμούσε διακαώς την πλήρη υποταγή τους.
Το χειρότερο όμως είναι, ότι οι άνθρωποι, οι οποίοι με τις αποφάσεις ή τις παραλείψεις ή την ανεπάρκειά τους, μας οδήγησαν σε συνθήκες πτώχευσης, είναι παρόντες ακόμη, αφού «κλήθηκαν» ξανά να διαχειριστούν και την έξοδό μας από αυτή.
Έτσι, φτάνοντας στο σήμερα, διαπιστώνουμε ότι γύρω μας όλα έχουν αλλάξει. Μια σειρά από μισθολογικά μας δικαιώματα έχουν καταργηθεί ή έχουν ανασταλεί, μέχρι νεωτέρας.
Τα συνταξιοδοτικά μας όρια έχουν μεταβληθεί κατακόρυφα, οι συντάξιμες αποδοχές μας έχουν μειωθεί, παρά τις αυξημένες εισφορές που έχουμε καταβάλλει, όλα αυτά τα χρόνια. Το Εφάπαξ μειώθηκε περίπου στο μισό της αρχικής χορήγησης, παρά την αύξηση στην εισφορά μας.
Η καταβολή της παροχής του Λογαριασμού Επικούρησης αμφισβητείται έντονα, άμεσα και προκλητικά από τη Διοίκηση, τα τελευταία τρία χρόνια.
Μια σειρά από άλλες κατακτήσεις/συμφωνίες/παροχές, όπως π.χ. ο Λογαριασμός Αποκατάστασης Τέκνων, αντιμετωπίζονται με καχυποψία από την Τράπεζα και τελευταία και από τους κάθε λογής «θεσμούς» που μας έχουν προκύψει.
Το εργασιακό περιβάλλον από φιλικό και ομαδικό προς τον πελάτη, έχει μεταβληθεί σε προσωπικό και ανταγωνιστικό, με στόχο τις ανεξέλεγκτες και αμφιβόλου πίστεως πωλήσεις και απώτερο σκοπό το κέρδος, με κάθε τρόπο και όχι την εξυπηρέτηση και την διαμόρφωση σχέσεων εμπιστοσύνης με το συναλλασσόμενο κοινό/πελάτες.
Η επίκληση του μεγάλου μισθολογικού κόστους είναι στην ημερήσια διάταξη, την ίδια στιγμή που οι αμοιβές και οι γενικότερες παροχές των διαφόρων συμβούλων και συνεργατών, διαμορφώνονται στο δεκαπλάσιο της μέσης ετήσιας αμοιβής μας, χωρίς να υπολογίζουμε και το οικονομικό κόστος της κουστωδίας που κουβαλάει ο καθένας από αυτούς μαζί του, ως βοηθούς.
Επίσης, εταιρίες αγνώστων δυνατοτήτων διαχειρίζονται θέματα μεσολάβησης, συμβουλευτικής, προμηθειών και τεχνολογίας, χωρίς να δίνουν λογαριασμό σε κανέναν, ενώ η Τράπεζα από την άλλη πλευρά κλείνει Καταστήματα και πετάει στους δρόμους (και στην αγκαλιά του ανταγωνισμού), τους πελάτες μας, που κάποιοι ίδρωσαν για να τους βάλουν στα Καταστήματά μας.
Μέρες Πομπηίας, λοιπόν!
Ας τις γιορτάσουμε και ας τις χαρούμε, όσο υπάρχει ακόμη χρόνος!
Συνάδελφοι,
Οι ευθύνες είναι πολλές, αλλά – ευτυχώς ή δυστυχώς – έχουν και ονοματεπώνυμο. Πολλοί από εμάς θα κριθούμε γι’ αυτές, καθώς και για τις παραλείψεις ή για την επάρκεια/ανεπάρκειά μας, τόσο από τους συναδέλφους μας, όσο και από την ιστορία του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο υπηρετούμε.
Όμως, αυτή είναι η πραγματικότητα και όχι αυτή που άλλοι, με αλλότριους στόχους και συμφέροντα προσπαθούν να σας παρουσιάσουν ως ιδανική.
Σε αυτές τις συνθήκες είμαστε υποχρεωμένοι να στοιχηθούμε, να μετρηθούμε και να παλέψουμε μαζί, για όσα μας έχουν απομείνει από τους αγώνες και από τις κατακτήσεις μας.
Μπορεί να μην είναι αυτά που ήταν, δεν πρέπει όμως να τους χαρίσουμε και αυτά που μας απέμειναν.
Το οφείλουμε στον εαυτό μας, στους κόπους μας, στους αγώνες μας, αλλά κυρίως στους αγώνες αυτών που τα πέτυχαν. Όλοι μαζί μπορούμε να ανατρέψουμε τα σχέδιά τους, εξάλλου χαμένος είναι μόνο ο αγώνας που δεν δίνεται.
Το ΔΣ του ΣΥΤΑΤΕ – https://www.sytate.gr