Στην περαιτέρω μείωση των επιτοκίων -πέραν αυτής που ανακοινώθηκε χθες από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα- αποβλέπει η ελληνική βιομηχανία όχι μόνο για να περιορίσει το κόστος χρηματοδότησής της, αλλά και για να βελτιωθεί το οικονομικό κλίμα στο εξωτερικό, όπου η δραστική υποχώρηση της ζήτησης σε πολλούς κλάδους πιέζει τις εξαγωγές.
Παρά το γεγονός ότι κατά το πρώτο φετινό εξάμηνο, η μεταποίηση στην Ελλάδα έτρεξε με 4,3% και τον Ιούλιο με 10,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο, πολλές είναι οι εγχώριες βιομηχανίες που πιέζονται από τις εξελίξεις σε μια σειρά από μέτωπα όπως η εκτίναξη του ενεργειακού κόστους, η διατήρηση των δανειστικών επιτοκίων σε υψηλά επίπεδα, καθώς και η οικονομική ύφεση που χαρακτηρίζει μια σειρά από κλάδους στην Ευρώπη, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις ελληνικές πωλήσεις στο εξωτερικό.
Για παράδειγμα, η διοίκηση της ElvalHalcor δηλώνει ικανοποιημένη, επειδή ο όμιλος εξακολουθεί να σημειώνει υψηλή κερδοφορία (προσαρμοσμένο EBITDA στα 113,8 εκατ. έναντι 130,9 εκατ. κατά την αντίστοιχη περυσινή περίοδο) ακόμη και σε περιόδους δυσμενούς συγκυρίας όπως η τρέχουσα.
Η ουσία είναι πως ο εισηγμένος όμιλος επηρεάζεται από τη συνεχιζόμενη και φέτος χαμηλή ζήτηση σε πολλούς καταναλωτικούς κλάδους, στις κατασκευές, στην αυτοκινητοβιομηχανία, κ.λπ. Σύμφωνα με τους αναλυτές, η κατάσταση πολύ δύσκολα θα διαφοροποιηθεί σημαντικά τουλάχιστον έως και το τέλος της φετινής χρονιάς.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα για την κλωστοϋφαντουργία, όπου από το καλοκαίρι του 2022 η ευρωπαϊκή ζήτηση για ρούχα έχει κατρακυλήσει και φέτος εξακολουθεί να βρίσκεται σε ίδια χαμηλά επίπεδα προκαλώντας μεγάλες απώλειες στις ελληνικές βιομηχανίες του κλάδου (π.χ. λουκέτα σε Fieratex-Βαρβαρέσο, ζημιές στις νηματουργίες, όπως η Κλωστοϋφαντουργία Ναυπάκτου, η Επίλεκτος και η κλωστοϋφαντουργική δραστηριότητα της Μουζάκης) και αφήνοντας κλειστά πολλά από τα εργοστάσια της Τουρκίας, πέρα από εκείνα που σταμάτησαν να λειτουργούν αναγκαστικά μετά τον προπέρσινο καταστροφικό σεισμό στη γειτονική χώρα.
Σημαντικές προκλήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν και οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο κλάδο του χάλυβα (πχ Έλαστρον, ΣΙΔΜΑ, Αφοί Κορδέλλου, Τζιρακιάν, ΣΙΔΕΝΟΡ) παρά το γεγονός ότι η εγχώρια ζήτηση παραμένει ισχυρή και υποσχόμενη για το μέλλον.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στον κλάδο προέρχεται από τη συνεχή εδώ πάνω από δύο χρόνια υποχώρηση της διεθνούς τιμής τού μετάλλου (χαμηλή ζήτηση στο εξωτερικό, τόσο στην Ευρώπη, όσο και στην Κίνα, με αποτέλεσμα αρκετές χαλυβουργίες να έχουν διακόψει τη λειτουργία τους), που μειώνει δραστικά τα περιθώρια μικτού κέρδους. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τα αποτελέσματα των εταιρειών επιβαρύνονται και από έναν επαχθή συνδυασμό υψηλών επιτοκίων και ακριβής ηλεκτρικής ενέργειας.
Κλίμα σκεπτικισμού επικρατεί και στον κλάδο των πλαστικών, όπου μετά την υποχώρηση της ζήτησης κατά το 2023, τα Πλαστικά Θράκης μιλούν για μια φετινή αγορά έντονης αβεβαιότητας και ευελπιστούν ότι στο σύνολο της χρονιάς θα εμφανίσουν λειτουργικά κέρδη κάπως αυξημένα σε σχέση με πέρυσι.
Σύμφωνα με παράγοντες της αγοράς, το περιβάλλον είναι γεμάτο προκλήσεις, καθώς το κόστος ενέργειας είναι διπλάσιο από αυτό που ήταν προ της κρίσης, τα μέσα τραπεζικά επιτόκια θα διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα ακόμη και αν αποκλιμακωθούν έως τα τέλη του 2025, την ίδια ώρα που το κόστος εργασίας και άλλες δαπάνες διευρύνονται λόγω του πληθωρισμού.
«Ελπίζουμε πως τα πράγματα θα μπορούσαν ίσως να βελτιωθούν από την επόμενη χρονιά και μετά μέσα από τη μείωση των επιτοκίων, όχι τόσο επειδή θα ψαλιδιστεί ως ένα βαθμό το μέσο επιτόκιο με το οποίο επιβαρυνόμαστε, αλλά κυρίως επειδή ελπίζεται ότι θα προκαλέσει βελτίωση του οικονομικού κλίματος και θα τονώσει τη ζήτηση. Αυτό θα μπορούσε να γίνει αν πέρα από την απόφαση της ΕΚΤ, ακολουθήσει τουλάχιστον άλλη μία φέτος και τουλάχιστον τρεις μέσα στο 2025» αναφέρεται χαρακτηριστικά.