Ο απερχόμενος επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών εξέδωσε προειδοποίηση σχετικά με την κατάσταση των λεγόμενων stress tests της ΕΕ, τα οποία έχουν ως στόχο να δείξουν εάν οι τράπεζες διαθέτουν επαρκή κεφάλαια για την αντιμετώπιση κακών ειδήσεων. Ο Andrea Enria, ο οποίος σύντομα θα γίνει επικεφαλής του εποπτικού σκέλους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ορθώς επισημαίνει ότι το σύστημα χρειάζεται μεταρρύθμιση, αλλά οι προτάσεις του δεν αρκούν για να διορθώσουν το πρόβλημα.
Από το 2011, οι αρχές της ΕΕ έχουν διενεργήσει τέσσερις προσομοιώσεις ακραίων καταστάσεων, συμπεριλαμβανομένης μιας που έλαβε χώρα φέτος. Οι ασκήσεις οδήγησαν τις τράπεζες να ενισχύσουν τα κεφαλαιακά τους αποθέματα, αλλά οι επενδυτές παραμένουν σκεπτικοί. Πολλές φορές οι αρχές κάνουν θετική “διάγνωση” για την υγεία των τραπεζών ή χορηγούν ήπια “θεραπεία”, μόνο και μόνο για να τις δουν να μπλέκουν με προβλήματα λίγο μετά. Το συμπέρασμα είναι ότι τα tests δεν είναι αρκετά αυστηρά.
Η βασική ιδέα του Enria είναι ότι οι ρυθμιστικές αρχές πρέπει να γνωστοποιούν τα αποτελέσματα των tests σε συνδυασμό με τις απαιτούμενες εποπτικές ενέργειες. Αυτή είναι μια καλή ιδέα: Θα ευθυγράμμιζε την Ευρώπη με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και θα καθιστούσε τη διαδικασία πιο διαφανή και συνεπώς πιο αυστηρή.
Το σύστημα της ΕΕ διαφέρει επίσης από την προσέγγιση της Fed και με άλλο τρόπο: Βασίζεται στα εσωτερικά μοντέλα των τραπεζών για να κρίνει αν το κεφάλαιο είναι επαρκές, αντί να χρησιμοποιεί δικά του μοντέλα. Τα αμερικανικά stress tests έχουν κατακριθεί ότι είναι πολύ ήπια – αλλά η βασική προσέγγιση της Fed είναι καλύτερη, επειδή οι τράπεζες μπορούν να αναβαθμίσουν τα μοντέλα τους για να κάνουν τους ισολογισμούς τους να φαίνονται λιγότερο επικίνδυνοι. Όταν ο Enria θα αναλάβει τον επόμενο χρόνο τα ηνία του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού της Ευρωζώνης, θα πρέπει να πιέσει την ΕΚΤ να σταματήσει να στηρίζεται στις τράπεζες.
Πέρα από αυτό, η Ευρώπη χρειάζεται ένα ακόμη πράγμα – μια λιγότερο χρονοβόρα προσέγγιση. Τα υπερβολικά μη εξυπηρετούμενα δάνεια εξακολουθούν να επιβαρύνουν τους ισολογισμούς αρκετών τραπεζών στη νότια Ευρώπη. Για την αντιμετώπιση του προβλήματος, το δίλημμα για την ΕΚΤ είναι προφανές: εάν πει ότι τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια θα πρέπει να απομειωθούν αμέσως, αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει μια σειρά αιτημάτων για πρόσθετα κεφάλαια, ενδέχεται να θορυβήσει τους επενδυτές και να προκαλέσει οικονομική αστάθεια. Από την άλλη πλευρά, η ανοχή απέναντι στα υπερβολικά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων υπονομεύει την αξιοπιστία του συστήματος, διακινδυνεύοντας μεγαλύτερη αστάθεια στο μέλλον.
Η Ευρώπη πρέπει να βρει την ισορροπία. Θα έρχονται η στιγμή, που παρά τις καλύτερες προσπάθειες των ρυθμιστικών αρχών, οι τράπεζες θα καταρρέουν. Αυτό δεν πρέπει να θεωρείται απαράδεκτο: Η αποτυχία αποτελεί μέρος μιας εύρυθμης οικονομίας της αγοράς. Ορισμένες φορές, βεβαίως, η αντιμετώπιση των συνεπειών της κατάρρευσης της τράπεζας θα απαιτήσει κρατική στήριξη και σε αυτές τις περιπτώσεις – μετά την επιβολή απωλειών σε μετόχους και ομολογιούχους – η ευρωζώνη θα πρέπει να είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει κεφάλαια από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας. Αλλά το να κάνει επίμονα τα στραβά μάτια στις τράπεζες ζόμπι δεν είναι η απάντηση.
Η ανεκτικότητα μπορεί να αποτρέψει τις οδυνηρές συνέπειες του να επιτραπεί σε μια τράπεζα να καταρρεύσει – για λίγο, αλλά όχι επ ‘αόριστον, και μόνο με το κόστος της υπονόμευσης του συστήματος στο σύνολό του.