«Οι τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις αλλά και η ραγδαία επιδείνωση των πληθωριστικών πιέσεων μπορούν δυνητικά να επηρεάσουν δυσμενώς τα μεγέθη των ελληνικών τραπεζών», επισημαίνεται στην Ετήσια Έκθεση για την Οικονομία ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος και στέλνει προειδοποίηση για τα δάνεια που μπαίνουν σε ρύθμιση αλλά γρήγορα γίνονται μη εξυπηρετούμενα.
Παρά το γεγονός ότι τα ανοίγματα των ελληνικών τραπεζών στις εμπλεκόμενες χώρες είναι αμελητέα, η ραγδαία επιδείνωση της ρωσοουκρανικής κρίσης θα συνέβαλε μεταξύ άλλων σε περαιτέρω αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος και ακόμη υψηλότερο πληθωρισμό, με αρνητικό αντίκτυπο σε όλες τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συνεπώς, σύμφωνα με τον Γιάννη Στουρνάρα καθίσταται σαφές ότι «οι προκλήσεις αυτές απαιτούν συνεχή επαγρύπνηση και εντατικότερη δράση εκ μέρους των τραπεζών με στόχο την περαιτέρω μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης και την αξιοποίηση της αυξημένης ρευστότητας που διαθέτουν για τη χρηματοδότηση της οικονομίας».
Καταθέσεις-δάνεια
Στο μέτρο που η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία θα έχει αρνητική επίπτωση στην οικονομική δραστηριότητα στην Ελλάδα, η εξέλιξη των καταθέσεων και των δανείων θα επηρεαστεί επίσης αρνητικά, με μείωση των αντίστοιχων ρυθμών μεταβολής. Από την άλλη πλευρά, η αύξηση των τιμών η οποία αναμένεται λόγω του πολέμου θα τείνει να συμβάλει σε άνοδο του ονομαστικού ΑΕΠ. Εξ αυτού του λόγου θα ασκήσει, εφόσον οι λοιποί παράγοντες παραμείνουν αμετάβλητοι, θετική επίδραση στο υπόλοιπο των καταθέσεων, αλλά και στη ζήτηση των δανείων σε απόλυτα μεγέθη.
Η αβεβαιότητα η οποία συνοδεύει την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία αποθαρρύνει κατ’ αρχήν την προσφορά τραπεζικής πίστης και ενδέχεται να συμβάλει σε κάποια ενίσχυση της ζήτησης τραπεζογραμματίων. Εντούτοις, η επιτάχυνση του πληθωρισμού η οποία βρίσκεται υπό εξέλιξη αποθαρρύνει εν γένει τη διακράτηση χρήματος με οιαδήποτε μορφή εκτός εάν αντισταθμιστεί από αύξηση των επιτοκίων καταθέσεων, το οποίο δεν είναι δυνατόν υπό τις παρούσες συνθήκες. Εξάλλου, η επιτάχυνση του πληθωρισμού θα οδηγήσει σε περαιτέρω υποχώρηση των δανειακών επιτοκίων σε πραγματικούς όρους, λειτουργώντας υποστηρικτικά μέσω αυτού του διαύλου για τη ζήτηση τραπεζικού δανεισμού.
NPLs: Tο απόθεμα παραμένει υψηλό
Τα διαθέσιμα στοιχεία για το 2021 δείχνουν υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων των εγχώριων τραπεζών, ουσιαστικά μέσω συναλλαγών που αξιοποίησαν το πρόγραμμα παροχής κρατικής εγγύησης σε τιτλοποιήσεις δανείων πιστωτικών ιδρυμάτων (γνωστό με την ονομασία “Ηρακλής”). Το απόθεμα όμως, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην Έκθεση, παραμένει ακόμη πολύ υψηλό και απαιτείται επιτάχυνση της προσπάθειας περαιτέρω μείωσής του. Απόρροια των προαναφερθεισών συναλλαγών ήταν και η καταγραφή σημαντικού ύψους ζημιών, όπως και η αρνητική επίδραση στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας, οι οποίοι ωστόσο παραμένουν σε ικανοποιητικό επίπεδο, επισημαίνεται.
Δεδομένης όμως της σχετικά χαμηλής ποιότητας των κεφαλαίων των τραπεζών, καθώς το μεγαλύτερο μέρος των συνολικών εποπτικών ιδίων κεφαλαίων αφορά οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις, σε συνδυασμό με την επίδραση του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 και την υποχρέωση κάλυψης της Ελάχιστης Απαίτησης Ιδίων Κεφαλαίων και Επιλέξιμων Υποχρεώσεων (MREL) τα επόμενα χρόνια, απαιτείται ποιοτική και ποσοτική ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και ενίσχυση της οργανικής κερδοφορίας των τραπεζών. Ωστόσο, αναγνωρίζεται ως θετικό ότι οι τράπεζες έχουν ξεκινήσει προσπάθειες ενίσχυσης της κεφαλαιακής τους βάση.
Να σημειωθεί ότι η ΤτΕ προειδοποιεί εκ νέου για τα δάνεια που είναι σε ρύθμιση και «σκάνε». Όπως σημειώνει «στο τέλος του Δεκεμβρίου 2021 περίπου 39% του συνόλου των NPEs συνδεόταν με ρυθμίσεις, ενώ επισημαίνεται ότι υψηλό ποσοστό των δανείων που τίθενται σε καθεστώς ρύθμισης εμφανίζει πάλι καθυστέρηση σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη συνομολόγηση της ρύθμισης. Δεδομένης της επίδρασης της πανδημίας, εκτιμάται ότι σημαντικό ποσοστό από τα ρυθμισμένα δάνεια ενδέχεται να καταγραφεί ως μη εξυπηρετούμενο το 2022».
Να σημειωθεί ότι το σύνολο των δανείων στα οποία έχουν εφαρμοστεί ρυθμίσεις (συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εξυπηρετούνται κανονικά) ανέρχεται σε 15,3 δισ. ευρώ.